Την άποψη ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ενέχονται προς καταβολή επιδομάτων αδείας και αποζημίωσης μη ληφθείσης αδείας στην παρούσα χρονική περίοδο υπό προϋποθέσεις, εκφράζει σε γνωμοδότηση του, ο δικηγόρος κ. Μηνάς Τσέρκης.
Από ξενοδόχους της Δωδεκανήσου ζητήθηκε συγκεκριμένα από την δικηγορική εταιρεία του κ. Τσέρκη να εκφράσει νομικά τη γνώμη της σχετικά με το ζήτημα της καταβολής επιδομάτων από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτούργησαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα την περσινή θερινή περίοδο, στους εργαζομένους, η εποχική σύμβαση των οποίων ήταν σε υποχρεωτική εκ του νόμου αναστολή.
Στην γνωμοδότησή του αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Το έτος 2020 με το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19, επηρεάστηκε ο παγκόσμιος τουριστικός κλάδος και ανετράπη συλλήβδην όλος ο προγραμματισμός των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων για τη συγκεκριμένη τουριστική σεζόν, αφού το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τα ξενοδοχεία σε όλη την Ελλάδα παρέμεναν κλειστά δια των έκτακτων νομοθετικών ρυθμίσεων που έλαβαν και λαμβάνουν χώρα ένεκα της Πανδημίας. Η πληθώρα και η πολυπλοκότητα των επιμέρους νομικών ζητημάτων που ρυθμίστηκαν με ταχύτητα από την έκτακτη αυτή νομοθεσία, είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά στις κείμενες διατάξεις, τα οποία καλούμαστε να ερμηνεύσουμε προκειμένου να ενεργούμε σύννομα τόσο η διοίκηση και τα ελεγκτικά όργανα αυτής, όσο και οι πολίτες/επιχειρήσεις. Η ερμηνεία δε, δέον όπως γίνεται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι έκαστης περίπτωσης, ούτως ώστε να μην καταλήγουμε σε λογικά άτοπα. Εν προκειμένω και αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις της εκάστοτε ξενοδοχειακής επιχείρησης έλαβαν χώρα τα κάτωθι:
Την άνοιξη του 2020 οπότε και υπό κανονικές συνθήκες (τέλη Απρίλη, αρχές Μάη) θα λειτουργούσε το εκάστοτε ξενοδοχείο και θα προσλάμβανε το εποχικό προσωπικό του προηγούμενου έτους (2019), απαγορεύτηκε λόγω της πανδημίας η λειτουργία των ξενοδοχείων, καθώς και η είσοδος στη χώρα τουριστών και επισκεπτών. Παράλληλα, με την ειδική έκτακτη νομοθεσία προβλέφθηκε για όλες τις επιχειρήσεις, των οποίων η λειτουργία απαγορεύτηκε, (ή επλήγη) η θέση των εργαζομένων εκ του νόμου σε καθεστώς αναστολής των εργασιακών σχέσεων και η αποζημίωσή τους δια αποζημίωσης ειδικού σκοπού. Το κράτος, δηλαδή, υποκαθιστώντας τον εργοδότη, ανέλαβε εκτάκτως την καταβολή εύλογης αποζημίωσης σε κάθε εργαζόμενο, για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσής του, καθώς στερούνταν (οι εργαζόμενοι) της εργασίας τους και του μισθού τους. Η ιδιαιτερότητα των εποχικών επιχειρήσεων και των εποχικά απασχολούμενων είναι ότι οι εργασιακές σχέσεις των ξενοδοχοϋπαλλήλων -εποχικά απασχολούμενων, συνιστούν ένα μόρφωμα διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, και ο εργοδότης υποχρεούται εφόσον ο εποχικά εργαζόμενος το αιτηθεί στις αρχές κάθε επόμενου έτους, να τον επαναπροσλάβει στην νέα τουριστική σεζόν».
Ο κ. Τσέρκης κάνει αναφορά στην Κ.Υ.Α. υπ’ αριθμ. οικ. 23102/477/2020 ΦΕΚ 2268/Β/13-6-2020, που ρυθμίζει τα ανακύπτοντα ζητήματα που αφορούν στην αναστολή συμβάσεων εργασίας, για τις εποχικές επιχειρήσεις και τονίζει ότι διακρίνει εμμέσως δύο κατηγορίες εργαζομένων, κατηγοριοποιώντας τους σε
α) όσους τεθούν σε αναστολή (παρ. 1), αλλά η επιχείρηση θα λειτουργήσει το 2020
β) όσους δεν λειτουργήσει η επιχείρηση που εργάζονταν το 2019 καθόλου εντός του 2020 (παρ.2)
Σε αμφότερους, ωστόσο, αναγνωρίζει το δικαίωμα της αποζημίωσης ειδικού σκοπού.
Επισημαίνει παραπέρα και τα εξής:
«Επειδή υπήρχε πληθώρα ακυρώσεων από τα τουριστικά πρακτορεία του εξωτερικού για τις κρατήσεις του 2020 στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στα Δωδεκάνησα, πολλές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία) αποφάσισαν καταρχάς να μην λειτουργήσουν καθόλου για την επερχόμενη τότε (2020) τουριστική σεζόν. Ως εκ του νόμου υποχρεούνταν δε, αφού δεν λειτούργησαν καταρχάς, να θέσουν σε αναστολή το σύνολο του εποχικού προσωπικού που απασχόλησαν το 2019, και αυτοί (οι εργαζόμενοι του 2019) (ως εργαζόμενοι κλειστής επιχείρησης – αρ. 2 της ως άνω Κ.Υ.Α.) κατέστησαν δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού.
Περί τα τέλη του θέρους (τέλη Αυγούστου – Αρχές Σεπτεμβρίου 2020) υπήρξε ενδιαφέρον και ζήτηση από τουριστικά πρακτορεία και ιδιώτες για διαμονή σε αρκετά ξενοδοχεία, και αποφασίστηκε λίγο πριν την εκπνοή της τουριστικής σεζόν να επαναλειτουργήσουν τα ξενοδοχεία. Άμεσα, εκκλήθηκαν να προσέλθουν στα καθήκοντά τους και να αναλάβουν εργασία οι εργαζόμενοι της περσινής τουριστικής σεζόν (του 2019) των οποίων οι εργασιακές σχέσεις είχαν τεθεί σε αναστολή. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας, πολλοί εκ των εργαζομένων του 2019 που ήταν υπήκοοι άλλων χωρών (Αλβανία, Βουλγαρία), απουσίαζαν εκτός Ελλάδος, αλλά και μερικοί για προσωπικούς λόγους, δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν να επαναπροσληφθούν για την συγκεκριμένη (του 2020) συντετμημένη χρονικά θερινή σεζόν. Ως εκ τούτου, εν τοις πράγμασι ετέθησαν μεν καταρχάς σε αναστολή από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (αφού υποχρεούνταν στην επαναπρόσληψή τους και είχαν εργαστεί το 2019) και όφειλαν άμα την ανάκληση της αναστολής, να αναλάβουν εργασία. Η άρνησή τους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εξομοιούται με μη επαναπρόσληψη κατά την έννοια της ως άνω Κ.Υ.Α. για την τουριστική σεζόν του 2020. Για ένα μέρος εκ του συνόλου του προσωπικού που το 2020 ετέθη σε αναστολή και είχε απασχοληθεί το 2019, δεν αναβίωσε ποτέ (με δική τους πρωτοβουλία) η εργασιακή τους σχέση. Ένα άλλο μέρος εκ του συνόλου του προσωπικού που ετέθη σε αναστολή το 2020 και είχε απασχοληθεί το 2019, ανέλαβε εργασία κατά τη λήξη της αναστολής και για το προσωπικό αυτό, αναβίωσε με επαναπρόσληψη η εργασιακή σχέση τους (αυτοί υπάγονται στην παρ.1 του αρ.1 της ΚΥΑ). Παράλληλα οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επειδή εκ του νόμου όφειλαν να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό εργαζομένων, προσέλαβαν εντός του 2020, στη θέση των μη επαναπροσληφθέντων ισάριθμους εργαζόμενους, οι οποίοι ανέλαβαν τα καθήκοντα και τις θέσεις των μη επαναπροσληφθέντων. Διατήρησαν, δηλαδή, τον ίδιο αριθμό εργαζομένων του 2019, ωστόσο για ένα μέρος του προσωπικού που οικειοθελώς δεν επαναπροσλήφθηκε, δεν αναβίωσε για αυτούς ποτέ η εργασιακή τους σχέση, και στη θέση τους απασχολήθηκαν άλλοι το 2020, οι οποίοι μάλιστα με αίτησή τους επαναπροσλήφθηκαν νόμιμα και στην τρέχουσα σεζόν του 2021 (ως υποχρεούνταν ως κάτωθι αναλύεται).
Κατά τελολογική ερμηνεία της ως άνω Κ.Υ.Α., οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις οφείλουν να καταβάλουν αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας και επίδομα αδείας ΜΟΝΟ στους εργαζόμενους που ετέθησαν σε αναστολή καταρχάς για το 2020, αλλά επαναπροσλήφθηκαν διαρκούσης εκείνης (του 2020) τουριστικής σεζόν και αναβίωσε η εργασιακή τους σχέση. Ουδόλως οφείλουν οποιοδήποτε επίδομα αδείας, αποζημίωση και εν γένει μισθολογική παροχή στους εργαζόμενους που το 2020 εκκλήθηκαν να αναλάβουν εργασία μετά την ανάκληση της αναστολής και αρνήθηκαν και άρα ουδέποτε επαναπροσλήφθηκαν γιατί δεν κατέστην ποτέ (για το 2020) για αυτούς εργοδότες».
Καταλήγει δε πως… «οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ενέχονται προς καταβολή επιδομάτων αδείας και αποζημίωσης μη ληφθείσης αδείας μόνο: α) όσων εργαζόμενων του 2019 ετέθησαν σε αναστολή το 2020 και επαναπροσλήφθηκαν και παρείχαν τις υπηρεσίες τους για ένα διάστημα εντός του 2020 στην επιχείρηση, οι οποίοι δικαιούνται να επαναπροσληφθούν το 2021 και β) όσων νέων (πρώτη φορά προσληφθέντων το 2020) εργαζομένων προσλήφθηκαν και εργάστηκαν στην εκάστοτε ξενοδοχειακή επιχείρηση το έτος 2020 (στη θέση των αποχωρησάντων του 2019). Για αμφότερες αυτές τις κατηγορίες είναι εργοδότες και ενέχονται στις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Για την άλλη αυτή κατηγορία, εργοδότης για όσο διάστημα η επιχείρηση ήταν κλειστή θεωρείτο το κράτος (βλ. ως άνω εγκύκλιο) και από το χρόνο που ανακλήθηκε η αναστολή της εργασιακής σχέσης, αλλά δεν αναβίωσε αυτή (η εργασιακή σχέση) επειδή δεν επαναπροσλήφθηκαν, δεν θεωρείται ούτε το κράτος ούτε οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εργοδότες.
Αντίθετη παραδοχή, δηλαδή το να προσδοθεί στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις η ιδιότητα του εργοδότη τόσο για τις ως άνω δύο κατηγορίες όσο και για τους υπαλλήλους του 2019, που ουδέποτε επαναπροσλήφθηκαν το 2020, πέραν ότι αντιτίθεται ευθέως στις ως άνω διατάξεις, οδηγεί στο λογικά άτοπο του να υποχρεούνται να απασχολήσουν υπεράριθμο προσωπικό το 2021 και όχι ίσο με το 2019 και το 2020 που ο νομοθέτης ορίζει (προσαυξημένο δηλαδή με τους εργαζόμενους του 2019 που δεν επαναπροσλήφθηκαν)».