Μια έκθεση της ομάδας Γεωπληροφορικής στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης αποτυπώνει τις υπεραναπτυγμένες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και αυτές που έχουν ανάγκη από ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης
Ως «άνιση» και «ετεροβαρή» χαρακτηρίζει τη φέρουσα ικανότητα για ανάπτυξη στη χώρα μας η Αλεξάνδρα Γκεμιτζή, καθηγήτρια στο τμήμα Γεωπληροφορικής του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που εκπόνησε σχετική μελέτη χαρτογραφώντας την ελληνική επικράτεια με μια νέα μέθοδο που συνδυάζει κοινωνικοοικονομικούς και περιβαλλοντικούς δείκτες.
«Η μισή Ελλάδα, ανατολική και νότια, με πρώτη και κύρια την περιοχή του Αιγαίου, είναι υπερκορεσμένη. Η υπόλοιπη μισή, βόρεια και δυτική, χρειάζεται ενίσχυση μέσα από μια βιώσιμη ανάπτυξη», τονίζει η καθηγήτρια συμπυκνώνοντας το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Land.
Η ομάδα του ΔΠΘ ανέπτυξε έναν δείκτη τον οποίο ονόμασε Δείκτη Φέρουσας Ικανότητας Ανάπτυξης (Carrying Capacity Index – CCDI), αξιοποιώντας ανοικτά δεδομένα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και μεγάλο όγκο περιβαλλοντικών δεδομένων μέσω των αποστολών δορυφορικής παρακολούθησης της Γης.
Ο υπολογισμός του CCDI βασίζεται στην ενσωμάτωση έξι επιπέδων πληροφοριών που περιγράφουν τη φυσική και την επηρεασμένη από τον άνθρωπο κατάσταση του πλανήτη.
Μια βασική παράμετρος που εξέτασε η ομάδα είναι ο Δείκτης Ανθρώπινης Τροποποίησης (HMI). Ο εν λόγω δείκτης εισήχθη στην επιστημονική έρευνα το 2022 από Αμερικaνούς ερευνητές και εξετάζει τον βαθμό στον οποίο έχει τροποποιηθεί κάθε περιοχή στο πέρασμα του χρόνου – από το ποσοστό του πληθυσμού στην κατάσταση των οδικών δικτύων, των δικτύων μεταφορών, αν έχει χρησιμοποιηθεί για παραγωγή ενέργειας κ.ά.
Ακολουθεί ο Δείκτης Τρωτότητας σε Καταστροφές (VDI). Ο συγκεκριμένος καταρτίστηκε από την Ε.Ε. το 2023 και προκύπτει από υποδείκτες περιβαλλοντικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικής αστάθειας κ.ά.
Στη συνέχεια, εξετάστηκαν η χρονική τάση στις Μεταβολές Αποθήκευσης Νερού (TWSC), η χρονική τάση του Δείκτη Φυλλικής Εκτασης για Υψηλή Βλάστηση (LAIH), η χρονική τάση του Δείκτη Φυλλικής Εκτασης για Χαμηλή Βλάστηση (LAIL) και το δίκτυο περιοχών προστασίας της φύσης Natura 2000 (NAT).
Ολοι οι προαναφερθέντες δείκτες περιγράφουν μέσω των επιμέρους τιμών τους ή της διαχρονικής τους τάσης την κατάσταση της επιφάνειας της Γης και των φυσικών πόρων που σχετίζονται με τις ανθρώπινες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης και της επίδρασης από την κλιματική αλλαγή.
Ετσι συνδιαμορφώνουν τον Δείκτη Φέρουσας Ικανότητας Ανάπτυξης CCDI, ο οποίος κυμαίνεται από 0 (ελάχιστη φέρουσα ικανότητα για ανάπτυξη) έως 1 (υψηλότερη φέρουσα ικανότητα για ανάπτυξη).
Χαρτογράφηση της χώρας με βάση τους έξι δείκτες που συνδιαμορφώνουν τον Δείκτη Φέρουσας Ικανότητας Ανάπτυξης – CCDI.
Τι σημαίνει στην πραγματικότητα φέρουσα ικανότητα για ανάπτυξη
Εξηγώντας πιο απλά την ουσία του παραπάνω όρου, η κ. Γκεμιτζή σημειώνει: «Η έννοια της φέρουσας ικανότητας στην ανάπτυξη αναφέρεται στο μέγιστο επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας και του πληθυσμού που ένα περιβάλλον ή σύστημα μπορεί να αντέξει μακροπρόθεσμα χωρίς να υποβαθμιστεί. Ενσωματώνει οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη εξισορρόπησης της ανάπτυξης με τη βιώσιμη χρήση των πόρων. Το πρόβλημα που συνήθως υπάρχει όταν μιλάμε για θέματα όπως η βιώσιμη ανάπτυξη είναι η μη κατανόηση της έννοιας από τους πολίτες και τους πολιτικούς. Η συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει ότι το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη υποδομών και όχι στην έλλειψη πόρων. Επικρατεί δηλαδή η λανθασμένη αντίληψη ότι υπάρχουν ανεξάντλητοι πόροι, όπως νερό, τρόφιμα, ενέργεια κ.ά., οι οποίοι για να γίνουν διαθέσιμοι προς χρήση χρειάζονται απλώς περισσότερες υποδομές. Και, ακόμα χειρότερα, σε κανένα σημείο του συλλογισμού των περισσότερων πολιτών δεν υπεισέρχεται η πρόνοια για τα υπόλοιπα πλάσματα που ζουν στην κάθε περιοχή, όπως και τα πολύτιμα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν τη βιοποικιλότητα και που για να επιβιώσουν χρειάζονται και αυτά διαθέσιμους πόρους».
Επικρατεί η λανθασμένη αντίληψη ότι υπάρχουν ανεξάντλητοι πόροι, όπως νερό, τρόφιμα, ενέργεια κ.ά., οι οποίοι για να γίνουν διαθέσιμοι προς χρήση χρειάζονται απλώς περισσότερες υποδομές.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης
Ξεκινώντας να αναλύει τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης, η κ. Γκεμιτζή σημειώνει καταρχάς πως τα μεγάλα αστικά κέντρα –Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Κόρινθος, Χαλκίδα, Ηράκλειο Κρήτης–, καθώς και η πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου –Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, μεγάλο τμήμα της Κρήτης– αλλά και οι παράκτιες περιοχές της νότιας και της ανατολικής χώρας –από Πάτρα μέχρι Καλαμάτα, Κόρινθο, ακτές Μεσσηνίας και Λακωνίας– παρουσιάζουν πολύ χαμηλή φέρουσα ικανότητα περαιτέρω ανάπτυξης (δείκτης CCDI
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ακόμη νησιά, καθώς και λιγότερο πυκνοκατοικημένες πόλεις, με τιμές δείκτη CCDI που κυμαίνονται από 0,50 έως 0,60 και οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως περιοχές με μέτριες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης. Τα νησιά Χίος και Σάμος είναι δύο τέτοιες περιοχές.
Αντίθετα, πολύ μικρά αστικά κέντρα, όπως η Δράμα και οι Σέρρες, έχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης (τιμές CCDI > 0,600), υποδεικνύοντας τη διαθεσιμότητα πόρων για περαιτέρω ανάπτυξη.
Μάλιστα, στις παραπάνω δύο περιοχές ο εναλλακτικός τουρισμός που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια (οινοτουρισμός και Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους στη Δράμα και οικολογικός τουρισμός στη λίμνη Κερκίνη και σε άλλες περιοχές των Σερρών) έχει ήδη δημιουργήσει ένα καλό μοντέλο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, το οποίο μπορεί να καλλιεργηθεί περαιτέρω.
Χαρτογράφηση της χώρας με βάση τον Δείκτη Φέρουσας Ικανότητας Ανάπτυξης CCDI.
Την ίδια καλή εικόνα με περιθώριο και συχνά και αναγκαιότητα για βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, εξαιτίας της ερήμωσης από κατοίκους, παρουσιάζουν και πολλές ορεινές περιοχές της Ελλάδας.
Ο CCDI είναι σχετικά υψηλός σε ορεινές περιοχές όπως η Πίνδος, η Ευρυτανία, τα ορεινά Τρίκαλα ή τα ορεινά Ιωάννινα. Σε όλες τις παραπάνω περιοχές, υπάρχουν ήδη θύλακοι βιώσιμου, εναλλακτικού τουρισμού. Την ίδια στιγμή, οι ορεινές περιοχές είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους και λιγότερο επηρεασμένες από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και ως εκ τούτου είναι πιο ικανές για μελλοντική ανάπτυξη.
Περιθώριο για ανάπτυξη έχει και το παράκτιο τμήμα της Ηπείρου – ακτογραμμές σε περιοχές όπως Σύβοτα και Πάργα.
Υδάτινοι πόροι και τρωτότητα σε φυσικές καταστροφές
Η κ. Γκεμιτζή μας έδωσε και δύο τριάδες καλύτερων και χειρότερων περιοχών στα κομβικά ζητήματα των υδάτινων πόρων και της τρωτότητας σε φυσικές καταστροφές.
Κακή κατάσταση υδάτινων πόρων
Κρήτη και Κυκλάδες
Ανατολική Πελοπόννησος – Λακωνία, Αργολίδα, Κορινθία
Αθήνα, Εύβοια, Χαλκιδική, Θράκη και παράκτιο τμήμα Βόρειας Ελλάδας
Καλή κατάσταση υδάτινων πόρων
Από Πίνδο και πιο δυτικά, με πιο «αυτάρκη» όλων την Ηπειρο
Ανατολική Στερεά, Ευρυτανία, Μεσολόγγι, Καρπενήσι
Τρωτότητα σε φυσικές καταστροφές
Ρόδος – εξαιτίας των εκτεταμένων πυρκαγιών πέρυσι το καλοκαίρι
Εύβοια –διαδοχικές φυσικές καταστροφές– και Λέσβος – κοινωνικό θέμα/ μεταναστευτικό
Ροδόπη, Εβρος – πολύ χαμηλά εισοδήματα κατοίκων
Παραδείγματα προς αποφυγή
Επιστρέφοντας στο θέμα της λάθος επικρατούσας αντίληψης για τη φέρουσα ικανότητα ανάπτυξης, η κ. Γκεμιτζή δίνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περιοχή της Κρήτης, όπου, παρά την κρίσιμη κατάσταση των υδάτινων πόρων, θεωρείται ότι υπάρχει τρόπος να υποστηριχθεί περαιτέρω ανάπτυξη.
Οπως εξηγεί η ίδια: «Το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι Ηρακλείου προβλέπεται ότι θα εξυπηρετεί 12-15 εκατομμύρια επιβάτες τον χρόνο. Ομως δεν αναρωτηθήκαμε αν υπάρχουν οι διαθέσιμοι πόροι για να υποστηρίξουν τέτοιο τουριστικό ρεύμα και ταυτόχρονα να μην υπάρξει σημαντική υποβάθμιση ή κατάρρευση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και της πολιτισμικής κληρονομιάς του νησιού».
Οσο για τα νησιά του Αιγαίου, αυτά, σύμφωνα με την κ. Γκεμιτζή, αποτελούν ειδική περίπτωση όπου θα πρέπει να εξεταστούν εξειδικευμένα μέτρα για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς είναι περιορισμένα σε έκταση και φυσικούς πόρους και αντιμετωπίζουν την πρόκληση της μαζικής τουριστικής ανάπτυξης που απειλεί να αλλοιώσει τον φυσικό τους χαρακτήρα. Οπως σημειώνει η καθηγήτρια: «Εδώ θα πρέπει άμεσα να εξεταστούν λύσεις για τον έλεγχο των τουριστικών ρευμάτων και την αντίστοιχη κατανάλωση των πόρων, όπως π.χ. επιβολή ανώτατου αριθμού επισκεπτών σε ευαίσθητες περιοχές, επιβολή ειδικού φόρου στους επισκέπτες, επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών όρων δόμησης και επέμβασης στο φυσικό περιβάλλον και προώθηση μόνο των πραγματικά βιώσιμων επενδύσεων ανάπτυξης που ενισχύουν τις τοπικές κοινωνίες. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να αποτελέσει προορισμό για τουρισμό του γκολφ ή για τουρισμό της πισίνας».
Πηγή kathimerini.gr