Ο ζωγράφος κλείνεται στα μεσαιωνικά τείχη του γοητευτικού νησιού και απελευθερώνει την ομορφιά και την ατμόσφαιρά του με εικόνες και λέξεις που φιλοτέχνησε ειδικά για τους αναγνώστες του «Βήματος»
Ο διακεκριμένος ζωγράφος και καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παύλος Σάμιος κοιτάζει πάντα τα πράγματα από μέσα προς τα έξω. Και τη φορά της ματιάς του ακολουθεί και η ζωγραφική του. Ο ζωγράφος μοιάζει να μένει στο ημίφως και να βλέπει τη σύνθεσή του λουσμένη στο φως. Μερικές φορές φαίνεται στα έργα του το πλαίσιο του ανοίγματος, παράθυρου ή πόρτας, από το οποίο δραπετεύει η ματιά του για να συναντήσει και να ερωτοτροπήσει με το θέμα του έξω, υπό τις φωταψίες του ήλιου. Αλλες φορές πάλι δεν φαίνεται στους πίνακές του κανένα πλαίσιο. Οχι πως δεν υπάρχει. Πάλι ο ζωγράφος κοιτάζει από μέσα του προς τα έξω, απλώς το πλαίσιο είναι ο ίδιος και οι ευαισθησίες του, και βγαίνει έξω από τα όρια του τελάρου. Η φορά όλων των έργων του είναι από μέσα προς τα έξω.
Η ζωγραφική αυτού του χαρακτήρα γίνεται στον κλειστό, αλλά ανεξέλεγκτο από πλευράς συναισθημάτων, χώρο του εργαστηρίου. Και αυτό είναι το στυλ της δουλειάς του Παύλου Σάμιου. Ομως, καθώς είναι επιρρεπής στις προκλήσεις, δεν δίστασε καθόλου να βγει με το μπλοκάκι του για πρώτη φορά στον δρόμο και σαν πραγματικός περιηγητής να ζωγραφίσει για χατίρι μας με ακουαρέλες και λέξεις στιγμιότυπα μιας πόλης με πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα. Πέρυσι το έκανε στα Χανιά, εφέτος το κάνει για τη Ρόδο.
Στη Ρόδο ο Παύλος Σάμιος παρουσιάζει την αναδρομικού χαρακτήρα έκθεση «Από τον βυθό της μνήμης», με έμφαση στα έργα των επτά τελευταίων χρόνων αλλά και με νύξεις από προηγούμενες δουλειές του, που τελικά συνθέτουν μια πανοραμική εικόνα των τάσεων της ζωγραφικής του. Οπως ο ίδιος λέει, η Βυζαντινή είναι η εποχή που τον επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλη του ελληνικού πολιτισμού. Τώρα όμως, με αυτή την εικαστική περιήγηση, ρίχνει ματιές στον άλλον Μεσαίωνα, της Δύσης.
Η Παλιά Πόλη της Ρόδου, η Παλιά Αγορά, όπως την αποκαλούν οι αυτόχθονες, είναι ένα μνημείο, εγγεγραμμένο στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Κι είναι ένα ζωντανό μνημείο, η μεγαλύτερη πόλη εντός των τειχών που κατοικείται και σφύζει από ζωή, ιδιαιτέρως τη μακρά για τη Ρόδο θερινή περίοδο. Νιώθεις να στροβιλίζεσαι μαζί με πλήθος άλλων επισκεπτών στον λαβύρινθο ενός γιγαντιαίου κοχυλιού, στα δαιδαλώδη βοτσαλωτά σοκάκια που διακλαδώνονται από την κεντρική οδό Σωκράτους και τις δύο διαδοχικές πλατείες με τα σιντριβάνια, και να εκτοξεύεσαι δυναμικά σε άλλες εποχές. Ειδικά η οδός των Ιπποτών είναι ανέγγιχτη από τους αιώνες και μιλά τόσες γλώσσες όσες και τα καταλύματα των γλωσσών της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Προβηγκίας του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου που ήταν της Ιερουσαλήμ, έγινε της Ρόδου και κατέληξε της Μάλτας. Από εδώ, από την κορυφή της οδού, το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ξεκινά ο Παύλος Σάμιος, περιηγείται στην Παλιά Πόλη και βγαίνει εκτός των τειχών, από τις μνημειώδεις καστρόπορτες στο νέο λιμάνι και στη Νέα Αγορά, στο Μανδράκι, στο παλιό λιμάνι με το κάστρο του Αγίου Νικολάου και τις στήλες με το αρσενικό και θηλυκό ελάφι. Ας τον ακολουθήσουμε στα βήματα των ιπποτών:
«Εφτασα στη Ρόδο για δέκα ημέρες, προκειμένου να παρουσιάσω τη δουλειά μου στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της νήσου των ρόδων και μετά να ζωγραφίσω ένα οδοιπορικό στη μεσαιωνική πόλη για το “Βήμα της Κυριακής”. Και αμέσως μετά τα εγκαίνια της έκθεσης, έπιασα δουλειά. Θέμα μου, το Κάστρο των Ιπποτών.
Το θυμόμουν λίγο από πολύ παλιά, όταν ήμουν φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τώρα είναι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά.
Εχω την τύχη να διαθέτει η Σχολή μέσα στο κάστρο, δίπλα στην είσοδο του παλατιού, έναν όροφο στον οποίο φιλοξενούμαι. Ετσι, λοιπόν, έχω γίνει κάτοικος του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου και το ζω όλες τις ώρες.
Το κάστρο και το παλάτι το έκτισαν οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Μετά από πολλές περιπέτειες στις γύρω περιοχές εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο το 1309, λαμπρή περίοδος των ιπποτών στο νησί, που ονομάστηκαν “οι ιππότες της Ρόδου”. Εμειναν 213 χρόνια ώσπου παρέδωσαν την πόλη στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, μετά από πολιορκία έξι μηνών. Εφυγαν και πήγαν στη Μάλτα, όπου ονομάστηκαν “ιππότες της Μάλτας”. Οι Τούρκοι έμειναν μέχρι το 1912, τότε που οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Ρόδο και τις άλλες Νότιες Σποράδες με τη βοήθεια των αυτοχθόνων Ελλήνων.
Δεν θα πω άλλα ιστορικά, γιατί το ενδιαφέρον είναι πόσο καλά ανακαίνισαν οι Ιταλοί το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου που το βρήκαν τελείως κατεστραμμένο, και το ξανάχτισαν με έναν μοναδικό τρόπο. Αυτό ζω τώρα, αυτό το μεγαλείο, που ίσως τόσο μεγάλο κάστρο να μην υπάρχει ζωντανό με κόσμο και τόσο πολλούς κατοίκους.
Η μεγαλειώδης αίσθηση να ζεις σε έναν τέτοιο χώρο είναι ότι σε ανεβάζει συναισθηματικά και πνευματικά. Το Αρχαιολογικό Μουσείο με τις πολύ ωραίες συλλογές και τον καταπληκτικό κήπο, με αυτή τη μαγική, λες από ιπποτικό παραμύθι, οδό Ιπποτών και το παλάτι με τις συλλογές έργων τέχνης από όλες τις εποχές της ιστορίας του.
Το ιπποτικό παραμύθι σε αγκαλιάζει και σε μεταφέρει στο τότε ζωντανά. Το μόνο που δεν βλέπεις και δεν ακούς είναι τον ήχο των ιπποτών με τα άλογα που θα ήθελα να υπάρχουν και κάποια στιγμή να περνούν με τα κοστούμια της εποχής τους στην οδό Ιπποτών. Είναι αδύνατο να μην τους φανταστείς.
Η Ρόδος στην αρχαιότητα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Ετσι μεγαλούργησε στα γράμματα και στις καλές τέχνες, στη γλυπτική και στην αγγειοπλαστική. Αυτό ήταν η αφορμή της ιδέας που πρότεινα στον δήμο για τη δημιουργία ενός πολυχώρου εργαστηρίου κλασικής ζωγραφικής, τοπιογραφίας και φωτογραφίας, για τους τρεις μήνες του καλοκαιριού μέσα στους καταπληκτικούς χώρους του κάστρου. Την Ακαδημία της Ρόδου με μικρές ομάδες μαθητών από όλο τον κόσμο για δέκα με δεκαπέντε ημέρες στο κάθε εργαστήριο.
Αυτές οι λίγες ημέρες ήταν μια ωραία εμπειρία στο παραμυθένιο κάστρο της Ρόδου. Χίλια ευχαριστώ σε όλους όσοι με βοήθησαν. Αυτό το κάστρο δεν είναι ένα υπόδειγμα για το πώς εμείς μπορούμε να περάσουμε από ένα ερείπιο στη ζωή;».