Αναβίωσε χθες ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου η πολύκροτη υπόθεση με κατηγορούμενους για υπεξαίρεση μνημείων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, δύο Ροδίτες, που συνελήφθησαν τον Ιανουάριο του 2012 από αστυνομικούς του 2ου Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής.
Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων είχε κρίνει ένοχους τους δύο από τους τρεις κατηγορούμενους και συγκεκριμένα έναν 64χρονο έμπορο και έναν 58χρονο αρχιτέκτονα στους οποίους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών ενώ αθώος κρίθηκε ένας 32χρονος ιδιοκτήτης καφετέριας, συγκατηγορούμενός τους.
Το δευτεροβάθμιο ποινικό δικαστήριο έπαυσε οριστικά την δίωξη στον πρώτο λόγω θανάτου και απέρριψε την έφεση που άσκησε ο δεύτερος ως ανυποστήρικτη.
Συνοπτικά το ιστορικό της υπόθεσης:
Στο 2° Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Eγκλημάτων, Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών, περί τις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2012, περιήλθαν πληροφορίες από τον ιδιωτικό ερευνητή κ. Γεώργιο Τσούκαλη, σύμφωνα με τις οποίες ο 64χρονος, που διατηρεί κατάστημα με τουριστικά είδη στο κέντρο της πόλης της Ρόδου, μαζί με τον 58χρονο αρχιτέκτονα, έχουν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό αρχαίων αντικειμένων και αναζητούν αγοραστές και ότι επίκειται η αγοραπωλησία τους στην πόλη της Ρόδου έναντι τιμήματος, ανερχόμενου στο ποσό των 3.000.000 €.
Την 17η Ιανουαρίου 2012 επικοινώνησε εκ νέου με τους αστυνομικούς ο ιδιωτικός ερευνητής και δήλωσε ότι έχουν βρεθεί αγοραστές και ότι μέσα στο επόμενο διήμερο επίκειται η αγοραπωλησία των αρχαίων αντικειμένων στην πόλη της Ρόδου αντί του χρηματικού ποσού των 3.000.000 ευρώ.
Κλιμάκιο αστυνομικών αφίχθη εκ νέου στο νησί και εντόπισαν τον πρώτο και τον αρχιτέκτονα και τους έθεσαν υπό παρακολούθηση.
Από την παρακολούθηση φέρεται να διαπιστώθηκαν επαφές του αρχιτέκτονα με διάφορα άτομα, άγνωστα στους αστυνομικούς, τα οποία χρησιμοποιούσαν πολυτελή αυτοκίνητα και τα οποία από την εν γένει εμφάνισή τους προδήλωναν οικονομικά εύπορα.
Διαπίστωσαν επιπλέον ότι ο αρχιτέκτονας επισκεπτόταν συχνά το κατάστημα με τα τουριστικά είδη του πρώτου.
Την 19η Ιανουαρίου 2012 και αφού πείσθηκαν ότι οι κατηγορούμενοι έκρυβαν αρχαία αντικείμενα στο κατάστημα εισήλθαν αιφνιδίως σ’ αυτό για έλεγχο.
Κατά την είσοδό τους διαπίστωσαν ότι οι δύο κατηγορούμενοι προσπαθούσαν να μεταφέρουν σε μεγάλες πλαστικές σακούλες πλήθος αρχαίων αντικειμένων στο πατάρι του καταστήματος.
Σε έρευνα που διενεργήθηκε στις σακούλες αλλά και στους χώρους του καταστήματος βρέθηκαν και κατασχέθηκαν δεκάδες αρχαία αντικείμενα τα οποία επιδείχθησαν σε αρμόδια αρχαιολόγο της KB’ (Ε.Π.Κ.Α.) Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία απεφάνθη ότι εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν.3028/2002 «Περί Προστασίας Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» και ότι είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας.
Διενεργήθηκαν στη συνέχεια έρευνες στις οικίες των κατηγορούμενων, αλλά με αρνητικό αποτέλεσμα.
Στο πλαίσιο της προανάκρισης ο αρχιτέκτονας υποστήριξε ότι σε διάφορες εκσκαφές οικοπέδων που έκανε για ανέγερση κατοικιών αλλά και κατά την εκσκαφή για την κατασκευή του γηπέδου Αρχαγγέλου τόσο ο ίδιος όσο και διάφοροι συνάδελφοί του, είχαν βρει μικρά αρχαία αντικείμενα τα οποία του παρέδωσαν γνωρίζοντας το ενδιαφέρον του γι’ αυτά.
Λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει σκέφτηκε να τα πουλήσει και πήγε στον φίλο του, που είναι έμπορος, για να τα εκθέσει στο μαγαζί του και να τα πωλήσει σε διερχόμενους τουρίστες.
Ο έμπορος από την άλλη κατέθεσε ότι 10 μέρες πριν τη σύλληψή του τον επισκέφθηκε ο φίλος του αρχιτέκτονας και σε συζήτηση που είχαν, έκανε λόγο για κάποια ακριβά αντίγραφα αρχαίων αντικειμένων που είχε στην αποθήκη του καταστήματος μήπως και βρει κάποιον για να τα πωλήσει.
Υποστήριξε ότι στην πορεία τον πληροφόρησε ότι την 18η Ιανουαρίου 2012 θα έλθουν στο νησί από την Αθήνα αγοραστές και μετέφερε στο κατάστημα δύο μεγάλες σακούλες σκουπιδιών με αρχαία, λέγοντάς του ότι θα τους πωλούσε και δικά του αρχαία.
Από την έρευνα των αστυνομικών βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 79 αντικείμενα τα οποία θεωρούνται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ανερχόμενης της εμπορικής τους αξίας περίπου στο ποσό των 3.000.000 €, όπως προκύπτει από ένορκη κατάθεση αρχαιολόγου.