Υπ/γου, Συντονιστή και Δ/ντή Διοίκησης Κολλεγίου Ρόδου
Με την έναρξη της σχολικής περιόδου πάντοτε φαντάζει επίκαιρο το κοινωνικό πρόβλημα της σχολικής φοβίας, που παρατηρείται στους νεαρούς μαθητές και απασχολεί τις οικογένειες, τα παιδιά και όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η σχολική φοβία μπορεί να εκληφθεί ως μια συγκεκριμένη παιδική φοβία1 και θεωρείται στην ιδιαίτερη σύστασή της ως μια οξεία ψυχολογική διαταραχή αλλά και ψυχονευρωτικό σύνδρομο2.
Η σχολική φοβία ονομάζεται και σχολειοφοβία, σχολική άρνηση και άγχος αποχωρισμού.
Τις πρώτες μέρες από την είσοδο του παιδιού στο σχολείο, σημειώνονται αντιπαραθέσεις. Το παιδί εκδηλώνει άρνηση και δυσφορία όταν απομακρύνονται από κοντά του οι γονείς. Συνήθως το παιδί γαντζώνεται στη μητέρα του με συνέπεια να νοιώθουν οι γονείς ντροπή και αμηχανία. Με την αρωγή των δασκάλων πολλές φορές το φαινόμενο εξελίσσεται ευνοϊκά και το νεαρό άτομο προσαρμόζεται στην νέα πραγματικότητα. Μ΄ αυτό τον τρόπο βιώνει το συναίσθημα της ταυτότητας μέσα από την επικοινωνία με τους άλλους. Η ελλιπής παρακολούθηση, η απουσία, ή διαρροή είναι φαινόμενα που άπτονται της παθολογίας. Η συχνή αδικαιολόγητη απουσία συνδέεται με συμπεριφορές δυσπροσαρμοστικότητας στο σχολείο και κοινωνικής περιθωριοποίησης, με μελλοντικές επιπτώσεις όπως ψυχική διαταραχή, εργασιακή υποαπασχόληση, εγκατάλειψη σχολείου (Robins, 1966.)
Από την άλλη, η ανεπαρκής παρακολούθηση αναφορικά με θέματα επίδοσης σχετίζεται με κοινωνικοοικονομικά υποβαθμισμένα στρώματα. Ως αιτίες της σχολικής απουσίας αναφέρονται :
οικονομικοί, οργανικοί, οικογενειακοί, ψυχολογικοί παράγοντες ( Κoizumi,1984)3.
Στις ψυχολογικές αιτίες περιλαμβάνονται: α) νευρωτική σχολική άρνηση (άγχος αποχωρισμού). β) σχολική άρνηση (σκασιαρχείο, σκόπιμη απόρριψη του σχολείου)
γ) ψυχική νόσος δ) νοητική καθυστέρηση και σχολική αποτυχία. Η σχολική άρνηση είναι μια μορφή αντίδρασης στην προσαρμογή και ευθυγράμμιση των μελών με τ΄ αγαθά και τις αξίες του σχολείου. Είναι γενικά παραδεκτό ότι το σχολείο αποτελεί ένα από τα καλύτερα πρόσωπα της ανθρωπότητας. Υπάρχουν πέντε τύποι σχολικής άρνησης (Inamura,1980)4
α) η οξεία νευρωτική απόρριψη που ταυτίζεται με τη σχολειοφοβία β)η επαναλαμβανόμενη ή χρόνια σχολική απόρριψη (ανωριμότητα). γ) η ψυχοπαθολογική απόρριψη (κατάθλιψη, σχιζοφρένεια) δ) η απόρριψη από απροθυμία (σκασιαρχείο) ε) η περιστασιακή απόρριψη Η σχολική φοβία εκδηλώνεται σε οποιοδήποτε σημείο της σχολικής φοίτησης με διάφορα συμπτώματα όπως: παρατεταμένη απουσία από το σχολείο, άρνηση σχολικής παρακολούθησης με προβολή δικαιολογιών όπως φόβου, λύπης, διαφυγής. Ο Αμερικανός ψυχαναλυτής Broadwin1932, ξεχώρισε και απομόνωσε για πρώτη φορά κάτι που θεώρησε ιδιάζουσα μορφή σκασιαρχείου το οποίο οι Sutten και Bowlby(1973)5 ονόμασαν σχολειοφοβία . Το σχολειοφοβικό παιδί βασανίζεται από την αγωνία ότι θα πρέπει να αποχωριστεί το σπιτικό περιβάλλον. Γι΄αυτό το λόγο επικαλείται δικαιολογίες σχετικές με μη καλή συμπεριφορά από μέρους των συμμαθητών του και αυστηρότητα δασκάλων. Συγχρόνως επικαλείται φόβο ότι θα συμβεί κάτι οδυνηρό στη μητέρα του όταν απουσιάζει στο σχολείο. Εκτός αυτών εκδηλώνει σωματικά συμπτώματα όπως :
ευερεθιστικότητα, νευρικότητα, διαταραγμένο ύπνο, κοιλιακούς πόνους, ταχυκαρδία, πονοκέφαλο, διάρροια, εμετούς. Τα συμπτώματα επιδεινώνονται όσο πλησιάζει η ώρα του σχολείου.
Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι τα συμπτώματα είναι πιο έντονα μετά τη λήξη των διακοπών των Χριστουγέννων του Πάσχα ή μετά τις θερινές διακοπές. Στην αντίπερα τρικυμισμένη όχθη οι γονείς, σε κατάσταση έντονου στρες απειλούν το παιδί θυμώνουν, υπόσχονται δώρα, αμοιβές και τέλος αποδέχονται αυτή την κατάσταση. Εάν υποχωρήσουν οι γονείς επέρχεται προσωρινή λύση των συμπτωμάτων.
Το βράδυ όμως εμφανίζεται νέα εκρηκτική κατάσταση επειδή το παιδί προβληματίζεται για την επόμενη μέρα. Ωστόσο τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες το σχολειοφοβικό παιδί δεν εκδηλώνει κανένα σύμπτωμα. Κύριο αίτιο της σχολικής φοβίας είναι το έντονο άγχος αποχωρισμού το οποίο βιώνει τόσο η μητέρα όσο και το παιδί.6 H σχολική φοβία σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία καταλαμβάνει το 8% των περιπτώσεων σε παιδοψυχιατρικές κλινικές. Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι παρατηρείται σε ποσοστό έως 2% στο μαθητικό πληθυσμό. Από ηλικιακή άποψη η συχνότητα των φαινομένων κορυφώνεται περίπου στα 11 χρόνια.
Η πρώτη περίοδος 5-7- ετών, σχετίζεται με το άγχος αποχωρισμού, η δεύτερη στην ηλικία των 11 ετών και η τρίτη στην ηλικία των 14 ετών και αναφέρεται σε σοβαρότερες ψυχιατρικές διαταραχές (κατάθλιψη). Οι επικρατέστερες θεωρίες για τη μελέτη της σχολειοφοβίας προέρχονται από το χώρο της ψυχανάλυσης, τη συστημική άποψη και το συμπεριφορισμό. Η οικογενειακή δομή αναπτύσσεται σε τρεις τύπους.
Ο πρώτος χαρακτηρίζεται από μια υπερεπειική μητέρα, ένα παθητικό πατέρα και ένα απαιτητικό παιδί στο σπίτι και δειλό στο σχολείο. Στο δεύτερο τύπο υπάρχει μια υπερεξουσιαστική μητέρα, ένας παθητικός πατέρας και ένα υπάκουο παιδί στο σπίτι και δειλό στο σχολείο.
Ο τρίτος τύπος περιγράφει μια υπερεπειική μητέρα αυστηρό πατέρα και παιδί πρόθυμο στο σπίτι και φιλικό στο σχολείο. Η Συστημική θεωρία συνυφασμένη με την άποψη ότι το φαινόμενο συνδέεται με το περιβάλλον του, για μεν τον πρώτο τύπο εντοπίζει επιείκεια, παθητικότητα, για δε το δεύτερο και τρίτο τύπο, η σχέση θεμελιώνεται στη διαφορά, ο ένας ενεργητικός και ο άλλος ουδέτερος. Υπάρχει σύγχυση ρόλων πατέρα-μητέρας, το δε παιδί υπεισέρχεται στο γάμο με συνέπεια τη στενότερη σχέση ως επί το πλείστον με τη μητέρα. Η περίπτωση αυτή αναφέρεται και ως «ψυχολογική αιμομιξία». Το σύμπλοκο και δύσκαμπτο σύστημα βοηθά στο να αναπτυχθεί η φοβία η οποία θα υποχωρήσει μόνο όταν επέλθει ισορροπία, αν δηλαδή η μητέρα αποδεχθεί ως δεδομένο την απομάκρυνση του παιδιού και συμπορευτεί με τον πατέρα.
Σε αντίθετη περίπτωση, το σύμπτωμα θα οδηγήσει σε παθολογία. Από την άλλη πλευρά οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις αναφέρουν ως προσδιοριστές των ψυχικών δυνάμεων, το τρίπτυχο «εαυτός – αντικείμενο – συναίσθημα». ΄ Όλα ξεκινούν από την στιγμή της γέννησης όπου θεμελιώνεται η σχέση μητέρας-παιδιού. Η ενόρμιση κατά τον Freud καθορίζει τη συμπεριφορά. Εφόσον η μητρική φροντίδα δηλαδή η αλληλοσυσχέτιση συναισθηματικών-σωματικών αναγκών ανάμεσα στο παιδί και στη μητέρα είναι καλή και η μητέρα επιδοκιμάζει την ανάπτυξη του παιδιού αποτελώντας πηγή εμπιστοσύνης και ασφάλειας, τότε το παιδί θα είναι ικανό να βιώσει τις ματαιώσεις του αποχωρισμού, χωρίς πρόβλημα.
Αντίθετα αν η πρώτη συναισθηματική σχέση είναι ανεπιτυχής, τότε το παιδί θ΄ αναπτύξει παθολογικά συμπτώματα. Επομένως ο φόβος του παιδιού να πάει σχολείο δεν είναι το ίδιο το σχολείο, αλλά ο φόβος μήπως φύγει από το σπίτι. Στα ψυχοδυναμικά πλαίσια η σχολειοφοβία θεωρείται ως μια εκδήλωση άγχους αποχωρισμού εξαιτίας της σχέσης εξάρτησης μητέρας-παιδιού. Οι συμπεριφοριστές υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα έχει σχέση με την παιδική ηλικία. Ακόμη θεωρούν ότι το άγχος αποχωρισμού και οι φοβίες είναι αποτέλεσμα μάθησης. Το παιδί μαθαίνει ν΄ αναπτύσσει άγχος απέναντι σε καινούριες καταστάσεις εφόσον η μητέρα του εμφανίζει άγχος. Ως αιτίες οι συμπεριφοριστές θεωρούν τη στάση των γονιών, του φόβου του αγνώστου, μαθησιακές δυσκολίες και δυσαρέσκεια στο σχολείο. Οι πιο άμεσες και αποτελεσματικές θεραπείες σύμφωνα με έρευνες, αποδείχθηκαν οι θεραπείες συμπεριφοράς και ειδικότερα αυτές που βασίζονται στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Εξετάζεται η αλληλεξάρτηση του συστήματος που περικλείει πρόσωπα, συμπεριφορές, φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ακολουθείται τεχνική που βασίζεται στην θετική ενίσχυση, κατά την οποίαν ανταμείβεται η προσδοκώμενη συμπεριφορά με ταυτόχρονη παρουσία του φοβικού ερεθίσματος.
Επίσης εφαρμόζεται και η τεχνική που βασίζεται στην κλασσική εξάρτηση. Με αυτήν επιδιώκεται η εξάλειψη των φοβιών οι οποίες στηρίζονται σ΄ ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Tεχνικές χαλάρωσης. α) Απεξάρτηση: Τα φοβικά ερεθίσματα παρουσιάζονται ταυτόχρονα είτε στη φαντασία (imagiual) είτε πραγματικά ((in-vivo), με άλλα ερεθίσματα που προκαλούν αντιδράσεις που είναι ασυμβίβαστα με το φόβο ώστε ο φόβος ν΄ απεξαρτοποιείται.
β) Συστηματική απευαισθητοποίηση : Μ΄αυτή τη μέθοδο το άτομο μαθαίνει να χαλαρώνει μέχρι να προσεγγίσει μια εντελώς χαλαρή κατάσταση σ΄ένα εύλογο χρόνο. γ) Ενδοεκρηκτική και ψυχοματακλυσμική θεραπεία: το νεαρό άτομο καλείται να φανταστεί και να νοιώσει το φόβο που προκαλεί το μέγιστο φοβικό ερέθισμα. δ) Θυμική φαντασίωση. Ταχείες θεραπείες σχολειοφοβίας α) Δημιουργία αρμονικών σχέσεων με το παιδί-σχολείο-οικογένεια. β) Απευαισθητοποίηση παιδιού, ενδεχομένως και γονέων. γ) Διαλεύκανση φανταστικών ή πραγματικών γεγονότων που προκαλούν τις αγχώδεις καταστάσεις. δ) Αντιμετώπιση φοβικής καταστάσεως με υποχρεωτική σχολική φοίτηση. Σ’ αυτές τις μεθόδους συγκαταλέγεται
η μέθοδος Kennedy, όπου το παιδί επαινείται ότι πήγε σχολείο ενώ δεν δίνεται έμφαση στα σωματικά συμπτώματα που επικαλείται.
Επίσης η μέθοδος Blagg κατά τον οποίον επιβάλλεται η εξέταση του παιδιού να γίνεται στο σχολείο διότι εκεί η παρουσία του παρέχει πλεονεκτήματα. Οι γονείς θα πρέπει να μην υποκύπτουν στις αρνητικές διαθέσεις του παιδιού και να το οδηγούν με πίεση στο σχολείο. Οι βασικές τάσεις που διαμορφώθηκαν προσανατολίζονται στην έγκαιρη επιστροφή του παιδιού στο σχολείο η οποία πρέπει να γίνεται με τη συναίνεσή του. Τα μέτρα που προτείνονται στους γονείς ώστε να συνδράμουν προληπτικά στην εκδήλωση του φαινομένου:
-να παρέχουν την ευκαιρία στο παιδί να συναναστρέφεται με συνομηλίκους του. -να μην τονίζουν πόσο πολύ θα επιθυμήσει η μητέρα το παιδί όταν βρίσκεται σχολείο. -να εντάσσουν το παιδί σε ομάδες για μερική απασχόληση.
-να μην υπερτονίζουν εντυπωσιακά πράγματα που γίνονται στο σπίτι όταν το παιδί απουσιάζει στο σχολείο. -να επιδεικνύουν θετική συμπεριφορά ότι επιβάλλεται να πάει το παιδί στο σχολείο, εάν διαπιστώσουν έντονη άρνηση για το σχολείο, ν΄ απευθύνονται σε ειδικούς για τυχόν διερεύνηση και άλλων ψυχολογικών διαταραχών. Βιβλιογραφία 1) Καϊλα, Μ., Πολεμικός, Ν., & Ξανθάκου, Γ. (1996). η σχολική φοβία. η Αλίκη στο χώρο της οικογένειας και του σχολείου. Τόμος Α΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 2) Παρασκευόπουλος, Ι.(1985). Εξελικτική Ψυχολογία. Σχολική ηλικία.. Τ.3 Αθήνα. * * * * * 1. Καϊλα,Μ. Πολεμικός Ν. & Ξανθάκου Γ.(1996), η σχολική φοβία, η Αλίκη στο χώρο της οικογένειας και του σχολείου. Τ.Α’.Αθήνα: Ελλήνικά Γράμματα.σ.42. 2. Παρασκευόπουλος, Ι.(1985), Εξελικτική Ψυχολογία. Σχολική ηλικία. Τ.3.Αθήνα.σ.169. 3. Καϊλα Μ., Πολεμικός,Ν., & Ξανθάκου Γ. (1996). οπ.π.σ16. 4. Καϊλα Μ., Πολεμικός Ν. & Ξανθάκου Γ. (1996). οπ.π.σ25. 5. Καϊλα Μ., Πολεμικός Ν. & Ξανθάκου Γ. (1996). οπ.π.σ39. 6. Παρασκεύπουλος Ι.(1985).οπ.π.σ.169