«Χρυσή» πληρώνουν τη χρήση κινητού οι Ελληνες, καθώς παρά τις μειώσεις των τελευταίων ετών οι λογαριασμοί που φτάνουν κάθε μήνα στα χέρια των συνδρομητών παραμένουν τσουχτεροί.
Αποτέλεσμα είναι παρά το γεγονός ότι η χώρα μας κατατάσσεται ως η 10η πιο φτηνή ανάμεσα στις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις προ φόρων χρεώσεις, μετά τον συνυπολογισμό των φόρων να σκαρφαλώνει αυτόματα στην 6η πιο ακριβή θέστη της Ευρώπης.
Αυτό προκύπτει από την μελέτη που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ για λογαριασμό της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ) και παρουσιάστηκε σήμερα στο 21ο INFOCOM WORLD CONFERENCE.
Στις υψηλές χρεώσεις των δεδομένων είχε αναφερθεί χθες και ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα του συνεδρίου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής Επικοινωνιών τονίζοντας μάλιστα ότι είναι αναγκαίο οι τιμές να μειωθούν από τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας.
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ, πάντως, το πρόβλημα των υψηλών χρεώσεων στην κινητή αποτυπώνεται ξεκάθαρα καθώς η Ελλάδα είναι η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη μετά το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Σλοβακία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, ενώ κατατάσσεται ψηλότερα και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, βασική αιτία είναι η υψηλή φορολογία. Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη συνολική φορολόγηση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην ΕΕ με τις αθροιστικές επιβαρύνσεις (ΦΠΑ 24% και ειδικό τέλος 12-20% βάσει της χρέωσης του λογαριασμού ενός πελάτη) να κυμαίνονται μεταξύ 39% και 49% της τελικής επιβάρυνσης.
Η πρακτική φορολόγησης των υπηρεσιών κινητών επικοινωνιών δεν συναντάται σε άλλες χώρες της ΕΕ, με εξαίρεση την Ουγγαρία και μερικώς την Μάλτα όπου έχει επιβληθεί κάποιας μορφής ειδικός φόρος στις επικοινωνίες, επισημαίνεται στην έρευνα.
Υπογραμμίζεται επίσης ότι μείωση ή κατάργηση του ειδικού τέλους στις κινητές επικοινωνίες θα οδηγούσε σε μείωση του κόστους σύνδεσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης του ΙΟΒΕ, σχετικά με την εκτίμηση της ελαστικότητας ζήτησης για υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας ως προς τις τιμές και το εισόδημα, προκύπτει ότι η χρήση δεδομένων από κινητές επικοινωνίες έχει στατιστικά σημαντική και αρνητική συσχέτιση με την τιμή για τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Συγκεκριμένα, μείωση της τιμής δεδομένων από κινητές επικοινωνίες κατά 10% συσχετίζεται με αύξηση της χρήσης δεδομένων από κινητές επικοινωνίες κατά 14,9% (σε επίπεδο σημαντικότητας 1%).
Στατιστικά, σημαντική και αρνητική, αν και αρκετά χαμηλότερη συγκριτικά με τις υπηρεσίες δεδομένων, είναι και η σχέση μεταξύ τιμής και χρήσης υπηρεσιών ομιλίας. Συγκεκριμένα, μείωση της τιμής ανά λεπτό ομιλίας κατά 10% συσχετίζεται με αύξηση των λεπτών ομιλίας κατά 1,1% (σε επίπεδο σημαντικότητας 5%).
Οπως καταδεικνύει η ανάλυση, παρά την υψηλή φορολόγηση, οι επιχειρήσεις του κλάδου παραμένουν από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην ελληνική οικονομία. Την περίοδο 2010-2018 οι επενδύσεις ξεπέρασαν τα €2,7 δισ., ενώ επιπλέον €1,1 δισ. κατευθύνθηκαν στην απόκτηση αδειών χορήγησης φάσματος.
«Οι επενδύσεις του κλάδου σε υποδομές αποτελούν, διαχρονικά, τουλάχιστον το 1/3 των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων. O υψηλός ρυθμός επενδύσεων αποτυπώνεται και στις ευρυζωνικές υποδομές, καθώς το σύνολο του πληθυσμού καλύπτεται από το δίκτυο τρίτης γενιάς, ενώ το 92% του πληθυσμού από το δίκτυο 4G» σημειώνεται.
Την ίδια στιγμή η ζήτηση για υπηρεσίες κινητών επικοινωνιών το 2018 συνεισέφερε, σε όρους ΑΕΠ, περίπου 3,9 δισ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ της χώρας.
Σημαντική είναι όμως και η συμβολή του κλάδου στην απασχόληση καθώς διατηρεί περίπου 59.000 θέσεις εργασίας (ή 1,5% της συνολικής απασχόλησης) παρά το γεγονός ότι παρατηρήθηκε σχετική κάμψη το 2018 συγκριτικά με τη χρονιά που είχε προηγηθεί.
Υπολογίζεται μάλιστα ότι κάθε θέση εργασίας στον κλάδο υποστηρίζει άλλες 3 θέσεις απασχόλησης συνολικά στην Οικονομία.
Ο κλάδος των κινητών επικοινωνιών συμβάλλει στα φορολογικά έσοδα, τόσο μέσω του ειδικού τέλους και του ΦΠΑ, όσο και μέσα από τους φόρους εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης με τη συνολική επίδραση το 2018 να προσεγγίζει τα €1,3 δισ. Λαμβάνοντας υπόψη και τις καταλυτικές επιδράσεις που συνδέονται με το όφελος στην παραγωγικότητα από τους κλάδους που αξιοποιούν στην παραγωγική τους λειτουργία τις κινητές επικοινωνίες, η συνολική συνεισφορά του κλάδου κινητών επικοινωνιών φτάνει το 2,85% του ΑΕΠ της χώρας το 2018.
Οσο για τα μεγέθη που καταγράφει ο κλάδος, την τελευταία διετία παρατηρείται ανάκαμψη ύστερα από μια περίοδο έντονης υποχώρησης μεγεθών λόγω της οικονομικής κρίσης. Έτσι, τα έσοδα από υπηρεσίες σταθεροποιήθηκαν σταδιακά και ακολουθούν ανοδική πορεία από το 2016, αν και η κερδοφορία είναι ακόμα χαμηλή, 40% χαμηλότερη του επιπέδου το 2010.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι παρά την ισχυρή ζήτηση και την αυξανόμενη σταδιακά χρήση των κινητών επικοινωνιών, όπως καταγράφεται στους δείκτες DESI η Ελλάδα υστερεί σε μια σειρά από δείκτες ψηφιακού μετασχηματισμού, ενώ ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αν και σταδιακά περισσότεροι άνθρωποι συνδέονται στο διαδίκτυο, η χρήση εξαντλείται κυρίως σε social media και online υλικό, με μικρότερη υιοθέτηση πιο σύνθετων υπηρεσιών ή ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών.
Η μελέτη εξετάζει και δύο βασικά σενάρια προοπτικών και του οφέλους που θα είχαν στην ελληνική οικονομία. Με βάση τις εκτιμήσεις, το όφελος για την ελληνική οικονομία, σε όρους ΑΕΠ, από ενδεχόμενο διπλασιασμό της κατανάλωσης δεδομένων από το επίπεδο που βρίσκεται σήμερα, μπορεί να φτάσει έως και τα €2,6 δισ. ή να συμβάλει 1,4% στο ΑΕΠ. To όφελος κυμαίνεται σε υπερδιπλάσιο επίπεδο στο Σενάριο Β, δηλαδή στην περίπτωση όπου η αυξημένη ζήτηση για δεδομένα από κινητές επικοινωνίες στην Ελλάδα τροφοδοτείται από χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (e-government, e-banking, e-commerce) σε τέτοιο βαθμό ώστε η Ελλάδα να συγκλίνει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο βάσει του δείκτη DESI. Σε αυτή την περίπτωση η αύξηση στο ΑΕΠ μπορεί να φθάσει στο 3,7% ή 6,8 δισ. ευρώ.
Μεγάλο στοίχημα όχι μόνο για τον κλάδο αλλά και για τη συνολική οικονομία αποτελεί η ανάπτυξη του δικτύου πέμπτης γενιάς (5G) και στην Ελλάδα το οποίο αναμένεται να διαμορφώσει ένα νέο περιβάλλον. Για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί όμως αυτός ο ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας – επισημαίνεται στη μελέτη – χρειάζεται εκτός των υψηλών επενδύσεων από τους παρόχους, και η ύπαρξη κανονιστικού πλαισίου σχετικά με τις διαδικασίες αδειοδότησης και την απόδοση νέων φασματικών περιοχών.
Σημαντικός παράγοντας αναδεικνύεται επίσης ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους. «Παραδοσιακές υπηρεσίες της Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να αντικατασταθούν με νέες καινοτόμες υπηρεσίες και εφαρμογές που διευκολύνουν την επιχειρηματική λειτουργία και βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών. Περισσότερα έργα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης θα δημιουργήσουν επίσης προϋποθέσεις για νέες επενδύσεις και θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης».