Ελεύθερος χωρίς όρους αφέθηκε χθες, μετά την απολογία του, με ομόφωνη απόφαση της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου και της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, γνωστός λογιστής του νησιού, που βρέθηκε αντιμέτωπος με την κατηγορία της κακουργηματικής απιστίας μετά από μήνυση δημοσίου προσώπου, στην επιχείρηση του οποίου βεβαιώθηκαν φορολογικές παραβάσεις.
Ο λογιστής βρέθηκε συγκεκριμένα υπόλογος για το ό,τι από τις αρχές του έτους 2010 έως και το έτος 2012, ενώ είχε την ιδιότητα του λογιστή-φοροτεχνικού της εταιρείας του μηνυτή, δεν τήρησε ορθά και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις τις εγγραφές και τις αντίστοιχες καταχωρήσεις στα λογιστικά βιβλία της, για τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2009 έως και 31-12-2009, με αποτέλεσμα να μην καταστεί εφικτή η είσπραξη πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ από τη ΔΟΥ Ρόδου, συνολικού ποσού 118.366,63 ευρώ.
Κατηγορήθηκε επιπλέον ότι παρέστησε ψευδώς ότι έχει την ιδιότητα του λογιστή.
Ο λογιστής χαρακτήρισε τα καταγγελλόμενα σε βάρος του ψευδή και ανυπόστατα, επιφυλασσόμενος για να απαντήσει με αγωγή και μήνυση.
Κατέστησε σαφές ότι δεν προκάλεσε ούτε με κανένα τρόπο συνετέλεσε στην πρόκληση της ζημίας της εγκαλούσης, διότι ανεξάρτητα από την ιδιότητά του, δεν του ανετέθη η εξουσία του διαχειριστή για ελεύθερη λήψη απόφασης και η αυτόνομη ενέργειά του, ούτε του ανετέθη σχετική γενική εξουσιοδότηση. Αντίθετα η δραστηριότητα του ήταν περιορισμένη και προκαθορισμένη από τις εντολές που του δίνονταν κάθε φορά και σύμφωνη με τα χορηγούμενα σε εκείνον απαραίτητα στοιχεία.
Σημείωσε δε ότι τα βιβλία και τα στοιχεία της εταιρείας τα κρατούσε η εταιρεία και του τα παρέδιδε μόνο για τις καταχωρίσεις οπότε με την ολοκλήρωσή τους τα απέδιδε. Δεν υπήρχε, όπως είπε, καμία δυνατότητα αυτόβουλης και ανεξάρτητης ενέργειάς του και, πέρα από τις καθοδηγητικές συμβουλές του.
Τόνισε επιπλέον ότι οι αποδιδόμενες σε εκείνον φορολογικές «αταξίες», οφείλονται σε λόγους ανεξάρτητους δικής του ευθύνης ή άγνοιας και σε καμία περίπτωση δεν συνδέονται και δεν επιφέρουν ως έννομη συνέπεια το ανέφικτο της είσπραξης πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ από τη ΔΟΥ Ρόδου, συνολικού ποσού 118.366,63 ευρώ, η οποία δεν ματαιώθηκε, αλλά ανεστάλη λόγω γενόμενου φορολογικού ελέγχου.
Εξήγησε ότι είναι κάτοχος των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τα οποία απαιτούνται για την επαγγελματική ταυτότητα Λογιστή Α τάξης από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος.
Με τα μέλη της εγκαλούσας οικογενειακής εταιρίας είχαν, όπως τόνισε, οικογενειακές και φιλικές σχέσεις επί σειράν ετών.
Υποστήριξε ότι μέλος της Ο.Ε. του εκμυστηρεύθηκε από το μήνα Μάιο του έτους 2009, ότι διαπίστωσε σοβαρά παραπτώματα του μέχρι τότε απολύτου εμπιστοσύνης του λογιστή της επιχείρησης, που είχαν επιζήμιες συνέπειες οικονομικές και φορολογικές για τον ίδιο και την οικογένειά του, κατά την τήρηση των προσωπικών και εταιρικών φορολογικών βιβλίων τους.
Στις 18 Μαΐου 2009, όπως είπε, τον παρακάλεσε, λόγω της τυφλής εμπιστοσύνης που τους συνέδεε να παρεβρεθεί σε μια συνάντηση που είχε ορίσει με τον τότε λογιστή της εταιρείας για να τον ενημερώσει για τα πεπραγμένα και να δώσει εξηγήσεις, με σκοπό την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ τους εκκρεμότητων.
Στη συνάντηση ο πρώην λογιστής της επιχείρησης κατέληξε να παραδώσει μια έγγραφη δήλωση στον εγκαλούντα, με την ίδια ημερομηνία, την οποία υπέγραψε ως μάρτυρας και με την οποία ανελάμβανε κάθε ευθύνη από τις πράξεις που του απέδιδε η εταιρία και οι εταίροι της για το μέχρι τότε χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους, αλλά και για οτιδήποτε προέκυπτε στο μέλλον από δική του ευθύνη.
Στη δήλωση αυτή του πρώην λογιστή, απαριθμούνται παραβάσεις του μέχρι την ημερομηνία εκείνη, επισημαίνεται ο άμεσος κίνδυνος αντιμετώπισης τακτικού ή έκτακτου ελέγχου, ενώ παράλληλα με την ίδια δήλωση, αποδέχεται ευθύνες από παραλείψεις του με έννομες επιβλαβείς συνέπειες στο πρόσωπο της εταιρείας και των εταίρων, που θα οριστούν από έλεγχο για τα έτη από 2002-2009, εκτός τούτων ποινικές ευθύνες από παράνομη παρακράτηση ποσών μετρητών και επιταγών, 40.000 ευρώ σε μετρητά και επιταγές και 75.000 ευρώ της εταιρείας, ευθύνη από πλαστές βεβαιώσεις κλπ.
Θορυβημένοι από τότε και υπό την απειλή φορολογικού ελέγχου, αφού διέκοψαν τη συνεργασία με τον πρώην λογιστή τους, απευθύνθηκαν σε εκείνον. Δεν του ανέθεσαν, όπως είπε, τη διαχείριση του συνόλου των οικονομικών και φορολογικών θεμάτων τους.
Η συνεργασία τους, όπως κατέθεσε, είχε μικρή διάρκεια διότι το έτος 2010 αναγκάστηκε να αποχωρήσει όταν διαπίστωσε ότι λόγω της φιλικής τους σχέσης κινδύνευε να παραβιάσει τη δεοντολογία και τις αρχές του, αφού οι εταίροι σε κάθε υπόδειξη του ή πρόταση επωφελούς διαχείρισης των φορολογικών τους θεμάτων, έδειχναν να αδιαφορούν και του δημιούργησαν την εντύπωση ότι αρνούνται να αποδεχθούν την πραγματικότητα και τους κινδύνους.
Από φορολογικό έλεγχο διαπιστώθηκαν παραβάσεις, όπως και στις χρήσεις προηγουμένων ετών, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν επιφέρουν ως έννομη συνέπεια και δεν καθιστούν ανέφικτη την είσπραξη του παραπάνω ΦΠΑ, αλλά η ενέργεια του φορολογικού ελέγχου αυτού καθαυτού, παγώνει την απόδοσή του.
«Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», τόνισε ο κατηγορούμενος, προσθέτοντας ότι κάθε καλή του πρόθεση να βοηθήσει τη φιλική του οικόγενεια στράφηκε εναντίον του ως τιμωρία.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του παρέστη η δικηγόρος κ. Σταυρούλα Κοιλιά.