Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, κατηγορούμενος για τις αξιόποινες πράξεις της απιστίας, με προκληθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, σε βαθμό κακουργήματος, της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το εμπιστεύθηκαν στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, και του οποίου η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ θα καθίσει, γνωστός ασφαλιστής της Ρόδου.
Ο κατηγορούμενος είχε προκαλέσει με αναφορά του την δίωξη του πρώην ιδιοκτήτη της Interamerican κ. Δ. Kοντομηνά, τριών στελεχών της εταιρείας στην Αθήνα και ακόμη δύο στη Ρόδο για τα αδικήματα της πλαστογραφίας με συνολικό όφελος και συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ, της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία, της χρήσης πλαστού εγγράφου με συνολικό όφελος και συνολική ζημία άνω των 73.000 ευρώ και της απόπειρας απάτης με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ.
Οι κατηγορίες έπεσαν ωστόσο στο κενό με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου.
Οι κατηγορούμενοι εφέροντο συνοπτικά να κατάρτισαν στην Aθήνα την 6η Δεκεμβρίου 2004 από κοινού δύο πλαστά ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ της εταιρείας και Pοδίτη συντονιστή της ομάδας παραγωγών ασφαλίσεων με ημερομηνίες 3 Aπριλίου 1991 και την 3 Iανουαρίου 1992 και να έθεσαν την υπογραφή του επ’ αυτών χωρίς τη συναίνεσή του.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου είχε κρίνει ότι προέβησαν στην πράξη αυτή με σκοπό να χρησιμοποιήσει η Interamerican τα δύο πλαστά συμφωνητικά και να παραπλανήσει με αυτά το Mονομελές Πρωτοδικείο Pόδου, το οποίο την 7η Δεκεμβρίου 2004 θα εκδίκαζε αγωγή του Pοδίτη κατά της εταιρείας με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Ο Ροδίτης ζητούσε να υποχρεωθεί η Interamerican να του καταβάλει το ποσόν των 576.037,23 ευρώ. Το Εφετείο Δωδεκανήσου που επιλήφθηκε Εφέσεως στο αστικό σκέλος της ίδιας διαφοράς, δικαίωσε την Interamerican.
Ο μηνυτής στην ως άνω ποινική υπόθεση είχε στραφεί κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία είχε απορριφθεί αίτημά του για αποζημίωση. Το Εφετείο έκανε τυπικά δεκτή την έφεσή του και την απέρριψε κατ’ ουσίαν. Το Εφετείο έκρινε συγκεκριμένα ότι ο Ροδίτης δεν ασκούσε καθήκοντα διευθυντή στο υποκατάστημα της επιχείρησης στη Ρόδο και δεν δικαιούται την αιτούμενη αποζημίωση.
Εν πάση περιπτώσει, ενώ η ως άνω υπόθεση ήταν σε εξέλιξη ο ίδιος ενεπλάκη σε μια άλλη δικαστική περιπέτεια μετά από μήνυση μιας πελάτισσας της εταιρείας στη Ρόδο. Πιο συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του διευθυντή της εταιρίας Interamerican για τα νησιά της Ρόδου και της Κω, ήδη από το έτος 1995, είχε λάβει σταδιακά και δη μέχρι το έτος 1999, από την εγκαλούσα το ποσό των 60.000.000 δραχμών (ισόποσο των 176.082,17 ευρώ), προκειμένου μετά από δικές της εντολές, να το επενδύσει σε διάφορα αμοιβαία κεφάλαια της ανωτέρω εταιρίας.
Ωστόσο, ο κατηγορούμενος διαχειρίστηκε χωρίς περαιτέρω εντολές από την εγκαλούσα το ανωτέρω ποσό, το οποίο την 5η Οκτωβρίου 1999 είχε ήδη ανέλθει στο ποσό των 219.112,37 ευρώ και όταν η εγκαλούσα, μετά από επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις της, ζητούσε από τον κατηγορούμενο να της το αποδώσει, εκείνος αρχικώς εξέδωσε και της παρέδωσε μία επιταγή ύψους 82.000.000 δραχμών (ισόποσο του ποσού των 240.645,63 ευρώ) με ημερομηνία πληρωμής την 31η Δεκεμβρίου 2000, η οποία κάλυπτε το ως άνω ποσό με τους εκτιμούμενους από τον ίδιο τον κατηγορούμενο τόκους.
Στη συνέχεια μη έχοντας τη δυνατότητα να την καλύψει, εξέδωσε και παρέδωσε στην εγκαλούσα, σε αντικατάσταση της προηγούμενης επιταγής, τρεις άλλες επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς ποσού 44.000 ευρώ με ημερομηνία πληρωμής την 30 Σεπτεμβρίου 2002 η πρώτη, ποσού 44.000 ευρώ με ημερομηνία πληρωμής την 30 Σεπτεμβρίου 2003 η δεύτερη και ποσού 88.000 ευρώ με ημερομηνία πληρωμής την 30 Σεπτεμβρίου 2004, ενώ υποσχέθηκε στην εγκαλούσα προφορικά ότι το υπόλοιπο ποσό των 64.645,60 ευρώ θα της το κατέβαλλε στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα.
Ακολούθως και δη την 29η Σεπτεμβρίου 2003, ενώ η εγκαλούσα είχε ήδη εισπράξει το ποσό της πρώτης επιταγής ύψους 44.000 ευρώ, και πριν αυτή εισπράξει και τα υπόλοιπα ποσά, της απέστειλε εξώδικη πρόσκληση-δήλωση με την οποία ουσιαστικά αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο από εκείνον χρηματικό ποσό, δηλώνοντάς της ότι δεν της το οφείλει. Όπως τονίζεται στο βούλευμα, με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος ζημίωσε την περιουσία της εγκαλούσας-εντολέως του κατά ποσό που ανέρχεται σε 196.645,63 ευρώ.
Τα ανωτέρω φέρονται να επιβεβαιώνουν στις ένορκες καταθέσεις τους 4 μάρτυρες ενώ διαπιστώθηκε από τη διενεργηθείσα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1999 έως και 2001 έθεσε υπογραφή κατ’ απομίμηση της υπογραφής της εγκαλούσας σε αιτήσεις εξαγοράς μεριδίων, καθώς επίσης χρησιμοποίησε αιτήσεις συμμετοχής σε πρόγραμμα αμοιβαίων κεφαλαίων και αιτήσεις εξαγοράς μεριδίων, στις οποίες είχε επίσης τεθεί από άγνωστο πρόσωπο η υπογραφή της εγκαλούσας.
Φέρεται να χρησιμοποίησε όλα τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα, ώστε να προχωρήσει χωρίς την έγκριση της σε μεταφορές και τοποθετήσεις των κεφαλαίων της, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του την προμήθεια της κάθε συναλλαγής και βλάπτοντας την περιουσία της. Με τον παραπάνω τρόπο ο κατηγορούμενος φέρεται να αποκόμισε συνολικό όφελος ποσού 48.743,98 ευρώ, ενώ η περιουσιακή ζημία που υπέστη η εγκαλούσα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 176.919,24 ευρώ.
Ο ίδιος διατείνεται ότι δεν έγινε καμία υπεξαίρεση και απιστία καθώς κατά τη νόμιμη διαδικασία οι καταθέσεις χρηματικών ποσών σε χρηματιστηριακές εταιρείας γίνονται από τον επενδυτή με κατάθεση σε τράπεζα και οι αναλήψεις – εξαγοράς των αμοιβαίων κεφαλαίων πραγματοποιούνται μόνον με δίγραμμη επιταγή, την οποία ο επενδυτής και μόνον δικαιούται να εισπράξει από την πληρώτρια τράπεζα.
Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ωστόσο ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν μειώνουν τις επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του καθώς εάν δεν είχε προβεί σε υπεξαίρεση δεν θα είχε καμία υποχρέωση να εκδώσει σε διαταγή της εγκαλούσας τις επιταγές ούτε θα υπέγραφε προς αυτή, άνευ ημερομηνίας, υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο βεβαίωνε ότι μέχρι την 30η Μαρτίου 2000 τα χρήματα της εγκαλούσας που έχει επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια δεν θα είναι κάτω από 74.176.612 δρχ. και ότι αυτό θα είναι το μίνιμουμ που θα εισπράξει, αλλά δε τυχόν πιεστικό αίτημα δικό της για άμεση απόληψη των επενδύσεών της, μπορούσε απλώς να την παραπέμψει στη νόμιμη διαδικασία εξαγοράς των αμοιβαίων και στον απαιτούμενο γι’ αυτήν χρόνο, καθώς οι επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια, συνιστούν επένδυση και όχι παρακατάθεση σε τράπεζα με δυνατότητα άμεσης ανάληψης.
Ο ίδιος, όπως εκθέτει το δικαστικό συμβούλιο, ενώ υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να δώσει το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα, ενόψει εκβιασμού της εγκαλούσας για εμφάνιση των μη δυνάμενων από αυτόν να καλυφθούν επιταγών και καταχώρησης του στον Τειρεσία, για τις οποίες ισχυρίζεται ότι την πρώτη εξ΄ αυτών εξέδωσε για παροχή πίστης στην εγκαλούσα το Μάρτιο του 2009 για αγορά ακινήτου, το οποίο, όμως, η εγκαλούσα είχε ήδη αποκτήσει κατά κυριότητα σε υπόμνημά του ανασκεύασε υιοθετώντας την άποψη ότι οι επιταγές αυτές είχαν δοθεί ως εγγύηση για την απόδοση της επένδυσης.