Δελτία αιτήσεων ασύλου 300 ευρώ, υπηρεσιακά σημειώματα της Ελληνικής Αστυνομίας 200 ευρώ, κινητά τηλέφωνα από 50 έως 100 ευρώ και κάρτες sim 25 έως 50 ευρώ, ανάλογα το χρόνο ομιλίας. Αυτός ήταν ο τιμοκατάλογος του οργανωμένου κυκλώματος, που εφοδίαζε πρόσφυγες και παράτυπους μετανάστες με αμφιβόλου γνησιότητας δελτία αίτησης ασύλου και υπηρεσιακά σημειώματα της ΕΛ.ΑΣ., όσους έφθαναν στο νησί της Κω.
Τους έλεγαν ότι με αυτά τα έγγραφα αναστέλλουν την απέλασή τους για 6 μήνες και έτσι θα μπορούσαν να φθάσουν στην Ειδομένη.
Το πρωί του Σαββάτου, στελέχη του Γραφείου Ασφαλείας του Λιμεναρχείου Κω, κατά τη διάρκεια κατάπλου πλοίου, εντόπισαν στο λιμάνι έναν 29χρονο από το Πακιστάν, ο οποίος είχε στην κατοχή του φάκελο με προσυμπληρωμένα και αμφιβόλου γνησιότητας δελτία αίτησης ασύλου και υπηρεσιακά σημειώματα της ΕΛ.ΑΣ. διαφόρων ατόμων. Ακολούθησε επιχείρηση με τη συνδρομή Κλιμακίου Ειδικών Αποστολών σε δύο ακόμη οικίες στο κέντρο της πόλης, όπου συνελήφθησαν πέντε ακόμη αλλοδαποί. Κατασχέθηκαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φωτογραφικές μηχανές, μεγάλος αριθμός πλαστών υπηρεσιακών σημειωμάτων και εγγράφων καθώς και μεγάλος αριθμός κινητών τηλεφώνων και καρτών sim. Χθες το βράδυ ακολούθησαν τρεις ακόμη συλλήψεις, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό σε 9.
Ο Πακιστανός με την… Μερσεντές
Αντίστοιχο κύκλωμα είχε εξαρθρωθεί τον περασμένο Νοέμβριο στη Λέσβο, μετά από μυστική επιχείρηση στελεχών της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Είχαν συλληφθεί δέκα άτομα, οκτώ υπήκοοι Πακιστάν, ένας υπήκοος Αφγανιστάν και μία Ελληνίδα. Μεταξύ των κατηγορουμένων βρισκόταν ο «εγκέφαλος» του κυκλώματος, υπήκοος Πακιστάν, που, σύμφωνα με μαρτυρίες από τη Μυτιλήνη, έδειχνε να έχει μεγάλη οικονομική άνεση, έχοντας στην ιδιοκτησία του πολυτελές αυτοκίνητο και κατοικία.
Στο πλαίσιο της έρευνας είχαν βρεθεί δύο σπίτια-εργαστήρια παρασκευής πλαστών εγγράφων, ενώ προέκυψαν ενδείξεις διασύνδεσης του κυκλώματος και με ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο της πόλης. Το πρακτορείο πουλούσε ακτοπλοϊκά εισιτήρια σε πρόσφυγες και μετανάστες που νωρίτερα είχαν προμηθευτεί πλαστά έγγραφα από τη σπείρα των δουλεμπόρων. Το κύκλωμα προωθούσε καθημερινά στην ηπειρωτική χώρα 400-500 αλλοδαπούς, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν καταγραφεί και ταυτοποιηθεί από τις λιμενικές και αστυνομικές Αρχές στο κέντρο ταυτοποίησης της Μόριας ή αλλού.
Τους πρόσφυγες και τους μετανάστες εντόπιζαν κατά την άφιξή τους στη Λέσβο μέλη του κυκλώματος που είχαν ρόλο «κράχτη». Στη συνέχεια, εφοδίαζαν τους διακινούμενους με πλαστά υπηρεσιακά σημειώματα εισπράττοντας αμοιβή ύψους 300-400 ευρώ το «κεφάλι». Με ψηφιακή κάμερα έβγαζαν φωτογραφία τους μετανάστες και με μηχανήματα που διατηρούσαν στα δύο εργαστήρια παραγωγής πλαστών εγγράφων του νησιού εξέδιδαν τα παραποιημένα υπηρεσιακά σημειώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έστελναν τις πλαστές φόρμες με φαξ ή e-mail σε συνεργούς τους που έχουν την έδρα τους στην ηπειρωτική Ελλάδα.
«Τέλεια» διαβατήρια και… φροντιστήριο
Τον Οκτώβριο, είχε σημάνει συναγερμός στα αεροδρόμια της κεντρικής Ευρώπης και Γερμανίας από τα… τέλεια διαβατήρια(original «fake»passport), που κατασκεύαζαν οι πλαστογράφοι των κυκλωμάτων δουλεμπόρων για την διακίνηση μεταναστών, τα οποία δεν ανιχνεύονται πλέον από ελέγχους και ειδικά μηχανήματα.
Η ανησυχία μεγάλωσε από τη διαπίστωση πως περίπου το 1/3 από τους τουλάχιστον 130 μετανάστες που διακινήθηκαν ως «πουλιά» ή «περιστέρια», όπως τους αποκαλούσαν κωδικά τα μέλη κυκλώματος δουλεμπόρων που εξαρθρώθηκε από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, είχαν διαπράξει σοβαρά αδικήματα στις χώρες προέλευσής τους, και ουσιαστικά άλλαζαν ταυτότητα, ενώ για 4-5 υπήρχαν υποψίες εμπλοκής τους σε δραστηριότητες των τζιχαντιστών του ISIS. Το κύκλωμα επιδείκνυε αξιοσημείωτη «ευελιξία» και ταχύτατα «αντανακλαστικά» προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αύξησης των μεταναστευτικών ροών, ανοίγοντας «υποκαταστήματα» σε Κω και Μυτιλήνη και συνεργασίες με τους Τούρκους δουλεμπόρους.
Η εναέρια διακίνηση γινόταν κυρίως από το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος και από αυτό της Σαντορίνης. Η χερσαία, μέσα από το «δάσος» ή «jungle», όπως αποκαλούσαν τη διαδρομή οι δουλέμποροι, προωθώντας τους μετανάστες από την Ελλάδα στη ΠΓΔΜ, από εκεί στη Σερβία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία.
Ο κάθε αλλοδαπός όφειλε να καταθέσει σε κατάστημα-«εγγυητήριο» ποσό από 2.200 έως 3.000 ευρώ, το οποίο φυλασσόταν εκεί έως την ολοκλήρωση της διακίνησης.Όσοι είχαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις έπαιρναν το «πράσινο φως» για την επόμενη φάση της διακίνησης που ήταν να βγάλουν φωτογραφίες τύπου διαβατηρίου προκειμένου οι πλαστογράφοι είτε να φτιάξουν από την αρχή ταξιδιωτικό έγγραφο ή να νοθεύσουν άλλο.
Ο διακινούμενος έπρεπε να επιλέξει ευπρεπή ενδυμασία και να προσαρμόσει την εμφάνισή του βάση της ηλικίας που αναγραφόταν στο πλαστό έγγραφο, δηλαδή να έχει ανάλογο ξύρισμα και κούρεμα για να φαίνεται μικρότερος ή μεγαλύτερος ανάλογα με τα στοιχεία και χαρακτηριστικά του πλαστού διαβατηρίου. Γι αυτό το σκοπό υπήρχαν «συμβεβλημένα» κουρεία και καταστήματα ρούχων.
Ανάμεσα στις προϋποθέσεις διακίνησης ήταν το «φροντιστήριο» ελληνικών, ώστε ο μετανάστης σε ενδεχόμενη συνέντευξη ή έλεγχο που θα υποβαλλόταν στο αεροδρόμιο να μπορεί να παραπλανήσει τις αρχές και να μην μπορεί να διαπιστωθεί η πραγματική του καταγωγή.
Διαβατήρια… computerized
Η πλαστογραφία γίνεται με τη νόθευση γνήσιων ταξιδιωτικών εγγράφων ευρωπαϊκών χωρών, τρίτων χωρών με απαραίτητη προϋπόθεση το διαβατήριο που χρησιμοποιείτο ως «βάση» να έχει επικολλημένη ισχύουσα άδεια διαμονής «sticker», ενώ άλλα φτιάχνονται από την αρχή. Η τεχνική που χρησιμοποιούν οι πλαστογράφοι αποκαλείται computerize, και στοχεύει στην ελαχιστοποίηση της πιθανότητας λάθους και στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος, δηλαδή του original «fake» passport.
Για το λόγο αυτό οι φωτογραφίες των υπό διακίνηση αλλοδαπών στέλνονται σε ηλεκτρονική μορφή, είτε μέσω Facebook είτε μέσω της εφαρμογής Viber εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια. Το κόστος κατασκευής ενός τέτοιου εγγράφου με αυτή τη μέθοδο, φθάνει τα 500 ευρώ για την αγορά υλικών, πλαστικοποίησης και εργασίας. Στις περιπτώσεις νόθευσης εγγράφων το κόστος ανέβαινε στα 800 ευρώ γιατί υπήρχε δυσκολία στην εύρεση γνησίων διαβατηρίων.
«Συνοδοί» για την… ζούγκλα
Η χερσαία διακίνηση, πριν κλείσουν τα σύνορα, γινόταν μέσω Π.Γ.Δ.Μ., όπου οι δουλέμποροι συνόδευαν τους μετανάστες από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με λεωφορεία ΚΤΕΛ ή τρένα από τον Σταθμό Λαρίσης. Όταν έφθαναν Θεσσαλονίκη με υπεραστικά λεωφορεία τους οδηγούσαν στο Πολύκαστρο Κιλκίς και από εκεί με άλλα λεωφορεία στους Ευζώνους. Από εκεί αν ήταν κατάλληλες οι καιρικές συνθήκεςοι «συνοδοί» μέσω δασικής περιοχής που αποκαλούσαν «δάσος» ή «jungle» τους προωθούσαν στη Π.Γ.Δ.Μ. Επόμενος σταθμός ήταν η πόλη Lojane στα σύνορα με τη Σερβία, όπου περίμεναν για λίγο έως ότου περάσουν στη Σερβία και από εκεί με άλλο «οδηγό» στην Ουγγαρία.
Η θαλάσσια μεταφορά γινόταν με φουσκωτό σκάφος στα παράλια της Δυτικής Ελλάδας και από εκεί στα ανατολικά παράλια της Ιταλίας. Μετά την αποβίβαση ακολουθώντας οδηγίες των δουλέμπορων κατευθύνονταν στον κοντινότερο χώρο πρώτης υποδοχής όπου συνήθως συλλαμβάνονταν από τις Ιταλικές αρχές.
thetoc.gr