Τα τεστ διάγνωσης του κορωνοϊού επιτρέπουν την ανίχνευση των κρουσμάτων και την έγκαιρη απομόνωση των φορέων.
Το πρώτο τεστ «αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης» (PCR) για ανίχνευση του γενετικού υλικού του νέου ιού αναπτύχθηκε τον Ιανουάριο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, λίγο μετά την ανακάλυψη της αλληλουχίας από Κινέζους επιστήμονες του γονιδιώματος του SARS-CoV-2. Το τεστ PCR, που βασίζεται στη λήψη δείγματος από τον λαιμό ή τη μύτη, παρά τα όποια μειονεκτήματά του, είναι και θα παραμείνει το βασικό διαγνωστικό εργαλείο.
Τα σημερινά μοριακά τεστ (PCR) είναι ακριβή και αξιόπιστα, αλλά δεν είναι ούτε τόσο γρήγορα ούτε τόσο φθηνά ούτε εύκολο να γίνουν μαζικά και επιτόπου, με αποκεντρωμένο τρόπο. Ως συνέπεια το τεστ είναι κατάλληλο μόνο για μεγάλα συγκεντρωτικά διαγνωστικά εργαστήρια (π.χ. του Ινστιτούτου Παστέρ, μερικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα). Το τεστ συνήθως χρειάζεται τέσσερις έως έξι ώρες για να ολοκληρωθεί, αλλά μέχρι να μεταφερθούν τα δείγματα στα εργαστήρια από τα νοσoκομεία και μετά γνωστοποιηθούν τα αποτελέσματα, έχουν περάσει 24 έως 48 ώρες (καμιά φορά και περισσότερο).
Γι’ αυτό άρχισαν, ήδη, να αναπτύσσονται σε διάφορες χώρες δεκάδες γρήγορα επιτόπια φορητά τεστ (Rapid ή Point-of-Care Tests-POC). Τα τεστ αυτά είναι φθηνά, γίνονται με τρύπημα δακτύλου ή με λήψη αίματος, αποκαλύπτουν την ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του νέου ιού και δίνουν αποτελέσματα σε δέκα έως 60 λεπτά.
Τα τεστ όμως αυτά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ενεργό λοίμωξη αφού η άνοδος του τίτλου των αντισωμάτων απαιτεί γύρω στις επτά ημέρες. Επομένως μπορεί κάποιος να νοσεί από τον κορονοϊό και το τεστ να είναι (ψευδώς) αρνητικό. Επιπλέον υπάρχουν ακόμα αρκετές αμφιβολίες για το αν είναι επαρκώς ευαίσθητα και ειδικά για να χρησιμοποιηθούν στην κλινική πράξη.
Η μελλοντική αξία αυτών των τεστ (όταν αποδειχτεί ότι είναι αρκετά αξιόπιστα) θα είναι για να δούμε ποιος ασθενής πέρασε τον ιό (ακόμα και χωρίς συμπτώματα) και ανάρρωσε ή αναρρώνει. Επομένως τα τεστ αυτά θα δείχνουν πιθανώς ποιος μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του έχοντας προστατευτικά αντισώματα (αν και υπάρχει ακόμη αβεβαιότητα για το κατά πόσο ο οργανισμός αποκτά μόνιμη ανοσία έναντι του νέου ιού). Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός των δύο ειδών τεστ, αναμένεται να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την εξάπλωση του ιού στη χώρα.
Συντάκτης: Νικόλαος Οικονόμου μέλος Δ.Σ. του Ι.Σ.Ρ.
Για τον Ι.Σ.Ρ.
Ο Πρόεδρος
Ηλίας Τσέρκης
Ο Γεν. Γραμματέας
Μιχαήλ Βολονάκης