Ο Αναστάσιος Παπαληγούρας ως Υπουργός Δικαιοσύνης κατά την 75η επέτειο της ίδρυσης του Συμβουλίου Επικρατείας στην ομιλία του την οποίαν είχε εκφωνήσει και η οποία δημοσιεύθηκε στο ΝΒ 2004-1521 , μεταξύ άλλων είχε πεί και τα εξής «
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας
Έχω την τιμή να εκπροσωπώ ενώπιον σας μία Κυβέρνηση που δεν εννοεί το Κράτος παρά ως Κράτος Δικαίου , , Κράτος αυστηρό και αδέκαστο, αποτελεσματικό και δημοκρατικό , διάφανο και άμεμπτο στις επιμέρους λειτουργίες του, αλληλέγγυο με τον απλό πολίτη…»
Οι παραπάνω δηλώσεις ήταν πράγματι εύστοχες, όμως δεν με ενθουσίασαν διότι η πραγματικότητα ήταν παντελώς διαφορετική και για τον λόγο αυτό έγραψα το παρακάτω κείμενο το οποίο αν δεν κάνω λάθος είχε δημοσιευθεί και στον τοπικό τύπο, το οποίο και έχει ως εξής «Πιστεύω και φαντάζομαι ότι σε δηλώσεις με παρόμοιο περιεχόμενο έχουν προβεί και οι προκάτοχοι του Υπουργοί και εγώ είμαι ο τελευταίος που θα αμφισβητήσω την ειλικρίνεια των δηλώσεων αυτών, όμως πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη διάσταση μεταξύ δηλώσεων και ζωντανής πραγματικότητας. Την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία η πολιτική ζωή του τόπου κατακλύζεται κυριολεκτικά από σκάνδαλα, φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς, τα οποία κλονίζουν την εμπιστοσύνη του πολίτη προς την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος γενικά. Εγώ δεν μπορώ να γνωρίζω αν εκτός από πολιτική ευθύνη υφίστατο ή υφίσταται και ποινική ευθύνη, τούτο δε διότι η ύπαρξη ή μη παραβατικής συμπεριφοράς αποτελεί αποκλειστικό και μόνο έργο της Δικαιοσύνης κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Γεγονός όμως είναι ότι η Δικαιοσύνη βρίσκεται στη δίνη του κυκλώνα και μερίδα μεν του πολιτικού κόσμου επαίρεται για το ότι η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και αδέκαστη πράττουσα το καθήκον της, μερίδα δε ότι πρόκειται για δικαστικό πραξικόπημα, ανάλογα με το τι συμφέρει στον καθένα. Άκουσα δε και με εντυπωσίασε ότι είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που τα πολιτικά κόμματα ασχολούνται πάντοτε με τη Δικαιοσύνη και τις αποφάσεις της, προσπαθώντας έτσι να την ποδηγετήσουν ή τουλάχιστο να την επηρεάσουν.
Παρά ταύτα, το όραμα για μια δημοκρατική και δικαιοκρατούμενη κοινωνία παραμένει πάντοτε ζωντανό και αποτελεί απαίτηση του λαού, από τον οποίο αρύονται όλοι την εξουσία τους. Πλανάται όμως πάντοτε το ερώτημα είναι πραγματικά ανεξάρτητη η Δικαιοσύνη ή όχι; Και αν είναι ανεξάρτητη μήπως φαλκιδεύεται το έργο της με διάφορες επεμβάσεις, τόσο της Νομοθετικής όσο και της Εκτελεστικής Εξουσίας; Ή μήπως η Δικαστική Εξουσία κατά την εκτέλεση του έργου της ποδηγετεί τις άλλες δύο εξουσίες, έχουμε δηλαδή σε τελική ανάλυση Κράτος Δικαστών όπως τελευταία είχαν αποκαλέσει τους λειτουργούς της;
Διάκριση Εξουσιών
Για την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι ανάγκη να αναφερθούμε στις σχετικές συνταγματικές διατάξεις. Ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του «Πολιτικά» είχε κατατάξει το έργο της πόλης στο βουλευόμενο στο περί τας αρχάς και στο δικάζον. Αναφέρεται ότι και ο μαθητής του Δικαίαρχος, είχε γράψει μελέτη πάνω στη διάκριση των λειτουργιών της πολιτείας με τίτλο «Τριπολιτικά». Ο Γάλλος φιλόσοφος Μοντεσκιέ τον 18ο αιώνα στο βιβλίο τον «Περί του πνεύματος των νόμων» είχε υποστηρίξει με επιστημονικό τρόπο την τυπική διάκριση των λειτουργιών της πολιτείας. Τη θεωρία του Μοντεσκιέ είχε υιοθετήσει η Γαλλική Επανάσταση η οποία διακήρυξε την αξία της τυπικής διάκρισης των εξουσιών για τη σύσταση και λειτουργία ενός δημοκρατικού κράτους.
Το άρθρο 26 του Συντάγματος μας προβλέπει τη διάκριση των εξουσιών «1) Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας 2) Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση 3)Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» . Το άρθρο 70 και επόμενα του Συντάγματος ορίζουν τον τρόπο άσκησης του νομοθετικού έργου.
Το άρθρο 81 ορίζει την συγκρότηση και αποστολή της Κυβέρνησης και το άρθρο 87 αναφέρεται στην απονομή της δικαιοσύνης η οποία απονέμεται από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.
Λειτουργική είναι η ανεξαρτησία που το Σύνταγμα εγγυάται στο δικαστή σε σχέση με το δικαιοδοτικό του λειτούργημα και κατά την οποίαν απαγορεύεται κάθε είδους ετεροκαθορισμός ή και προσπάθεια
ετεροκαθορισμού της δικανικής του πεποίθησης. Η προσωπική δε ανεξαρτησία του δικαστή δεν αναφέρεται ευθέως στο λειτούργημα που ασκεί, αλλά αποτελεί εγγύηση του προσωπικού, υπηρεσιακού του καθήκοντος με κανόνες που τον προφυλάσσουν από δυσμενείς επεμβάσεις του νομοθέτη, της εκτελεστικής αλλά και της δικαστικής λειτουργίας. Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί σταθερό στοιχείο τόσο του ευρωπαϊκού, όσο και του ελληνικού συνταγματικού δικαίου (πρβλ Συνταγματικό δίκαιο Δ.Τσάτσου σελ. 550).
Ενώ όμως κατά τα λεχθέντα είναι σαφής η διάκριση των εξουσιών αυτή κάμπτεται:
α)στο άρθρο 86 με το οποίο ορίζεται «1)Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιωνύμων υπουργικών αδικημάτων.
2)Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παρ. 37»
β)στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος με το οποίο ορίζεται ότι « οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα προς αποφυγή δε επαναλήψεων αναφέρω ότι με διάταγμα γίνεται η προαγωγή στη θέση του γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αντίστοιχης Γενικής Επιτροπείας, όπως νόμος ορίζει.
Η παραπάνω επιλογή οφείλεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπου ο λαός δια της ψήφου του ορίζει την Κυβέρνηση η οποία τον αντιπροσωπεύει άρα η επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων αποτελεί έκφανση της λαϊκής κυριαρχίας.
γ)Επίσης κάμπτεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών στο άρθρο 91 παρ. 1 του Συντάγματος όπου ορίζεται «Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου και πάνω ή στους αντίστοιχους με αυτούς ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο όπως νόμος ορίζει, την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης».
Το ερώτημα το οποίο τίθεται στη συνείδηση μου σαν απλού πολίτη εν σχέση με το άρθρο 86 είναι ότι μπορεί ο βουλευτής να ασκεί καθήκοντα τα οποία σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στην Δικαιοσύνη; Μπορεί ο βουλευτής να κάνει τον δικαστή, έργο το οποίο ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην δικαιοσύνη; Μπορεί ο βουλευτής να επιφυλάσσει για τους Υπουργούς και Υφυπουργούς δικαίωμα δικαστικής ασυλίας; Είναι ήσσονος αξιοπιστίας η κρίση του δικαστικού λειτουργού από την κρίση του οποιουδήποτε βουλευτή, για την άσκηση της ποινικής δίωξης για αδικήματα τα οποία διέπραξαν οι παραπάνω; Το σύστημα αυτό εξυπηρετεί την ισονομία και ισοπολιτεία, εγγυάται την αυτονομία του πολίτη, την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος ή την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος; Κατά την ταπεινή μου άποψη όχι, νομίζω δε ότι συμπίπτει με την άποψη πολλών άλλων πολιτών οι οποίοι πιστεύουν ότι τελικά η δικαιοσύνη δεν μπορεί να απονεμηθεί στους εντός της Βουλής και παραμένει η καχυποψία της συγκάλυψης συμπεριφορών ποινικά κολασίμων, από τους ίδιους τους εκπροσώπους του λαού.
Εν σχέσει με το άρθρο 90 εγώ τουλάχιστο πιστεύω ότι αποτελεί ωμή επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην Δικαιοσύνη δια της επιλογής ή του κατ’ουσίαν διορισμού της ηγεσίας της. Θέλει η εκτελεστική εξουσία να διατηρεί τον ομφάλιο λώρο με την δικαιοσύνη δια του διορισμού της ηγεσίας της και δι’αυτού του τρόπου του έμμεσου επηρεασμού της.
Τα θεσμικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι με την όποτε γίνει αναθεώρηση του Συντάγματος α)να παύσουν οι βουλευτές να ασκούν έργα που εξ ορισμού ανήκουν μόνο στην Δικαιοσύνη, η δε αρμοδιότητα για την δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των Υπουργών και Υφυπουργών, να ανήκει σε συμβούλιο Εφετών, σε τριμελή ή πενταμελή σύνθεση, το οποίο θα συγκροτείται δια κληρώσεως.
Ενώ δε είχα γράψει τις παραπάνω σκέψεις διάβασα στον ημερήσιο τύπο της 14ης-6-09 «Δικαστική δικλίδα στο νόμο περί ευθύνης των Υπουργών-Τριμελές δικαστικό συμβούλιο θα επιμελείται των δικογραφιών που θα διαβιβάζονται στη Βουλή. Συγκεκριμένα προβλέπεται το Συμβούλιο να συγκροτείται από ένα Αρεοπαγίτη και δύο Προέδρους Εφετών δια
κληρώσεων, το οποίο και θα ελέγχει κάθε δικογραφία η οποία θα διαβιβάζεται στη Βουλή για να διαπιστώσει αν υπάρχουν στοιχεία που θεμελιώνουν πραγματική εμπλοκή πολιτικού προσώπου».
Ως έχει σήμερα το Σύνταγμα πιστεύω ότι η τροποποίηση αυτή αποτελεί προσπάθεια προς την ορθή κατεύθυνση παραμένει όμως ακέραιο το ερώτημα του πολίτη γιατί για να διωχθούν οι Υπουργοί ή οι Υφυπουργοί πρέπει πρώτα να αποφασίσει η Βουλή;
β)Να επιλέγουν οι ίδιοι οι δικαστές την ηγεσία τους οι οποίοι και γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, την νομική κατάρτιση, αλλά και το ήθος των συναδέλφων τους. Δεν θα πρέπει όμως να εκθέτουν οι ενδιαφερόμενοι προς τούτο υποψηφιότητα και να ψηφίζονται από την Ολομέλεια του αντίστοιχου Ανώτατου Δικαστηρίου, διότι τούτο θα οδηγήσει στην ανάπτυξη σχέσεων και εν γένει συμπεριφορών ασυμβίβαστων προς το ήθος και την αποστολή τους προκειμένου να ικανοποιηθεί η κατά τα λοιπά θεμιτή ανθρώπινη φιλοδοξία τους. Διάβασα πολλές κατά καιρούς διατυπωθείσες σκέψεις και προτάσεις, η δική μου άποψη είναι ότι οι Αντιπρόεδροι θα εκλέγονται από τους αρχαιότερους των δικαστικών λειτουργών κάθε ενός Δικαστηρίου και αυτοί θα εκλέγουν τον Πρόεδρό τους. Δικαίωμα εκλογής στην ηγεσία του Ανώτατου Δικαστηρίου θα’χουν όσοι πριν ή καταληφθούν από το όριο ηλικίας για την υποχρεωτική τους έξοδο από το Σώμα απομένει χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του έτους. Πρόεδρος θα εκλέγεται ο συγκεντρώνων την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων Αντιπροέδρων.
Εάν μετά από δύο ψηφοφορίες δεν εκλεγεί Πρόεδρος, τότε θα διορίζεται ένας εκ των Αντιπροέδρων με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Για να φτάσει ένας δικαστής στον ανώτατο βαθμό τούτο θα πρέπει να σημαίνει ότι διακρίνεται για τις αρετές του, το ήθος και τις γνώσεις του. Όμως επιτέλους οι επιθεωρητές των Δικαστηρίων και τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια θα πρέπει να λειτουργήσουν, ουσιαστικά και όχι με αποκλειστικό κριτήριο την συναδελφική αλληλεγγύη. Δεν πρέπει ο κάθε δικαστής πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε να προάγεται στην αμέσως επόμενη θέση, ιδία δε μέχρι την προαγωγή στο βαθμό του Εφέτη και μιλάω για την τακτική δικαιοσύνη, όπου είναι το συνήθως συμβαίνον. Δεν παραλείπεται κανείς ή σχεδόν δεν παραλείπεται κανείς. Απτή απόδειξη κατά την άποψή μου αποτελεί ο πρόσφατος νόμος 3630/2008 όπου μετά πάροδο δώδεκα ετών πραγματικής υπηρεσίας διαπιστώθηκε η ανεπάρκεια δικαστών, οι οποίοι εν τω μεταξύ
έφτασαν και μέχρι του βαθμού του Προέδρου Εφετών, Εισαγγελέα Εφετών και των αντίστοιχων βαθμών των λοιπών ανωτάτων δικαστηρίων και ενώ εκρίθησαν με την προαγωγή τους ως επαρκείς στην συνέχεια επανεκρίθησαν ανεπαρκείς ή ακατάλληλοι για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων και με την «εθελουσία» έξοδο ή παραιτήθησαν ή επαύθησαν. Οι επιθεωρητές και το Ανώτατο Συμβούλιο θα πρέπει κύριο και αποκλειστικό γνώμονα να’χουν μόνο το καλώς εννοούμενο συμφέρον της Δικαιοσύνης. Δεν χρειάζεται πιστεύω τόσο πολύς χρόνος για να διαπιστωθεί αν ένας δικαστής είναι ή όχι αντάξιος του λειτουργήματός του, και αυτό πρέπει να συμβαίνει μέχρι τον βαθμό του Πρωτοδίκη. Δεν μπορεί να προάγεις κάποιον από Πρωτοδίκη σε Πρόεδρο Πρωτοδικών, στην συνέχεια σε Εφέτη και στη συνέχεια Πρόεδρο Εφετών και εκ των υστέρων να διαπιστώνεις ότι είναι ανεπαρκής ή ακατάλληλος και πρέπει να αποπεμφθεί από το Σώμα. Δεν θα πρέπει όμως σε καμιά περίπτωση η ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα να κρίνεται από την ταχύτητα εκδόσεως των πολιτικών αποφάσεων.
Διότι απ’ότι γνωρίζω στους προγραφέντες συμπεριλήφθηκε και μία Εφέτης υπηρετούσα στο Εφετείο Δωδ/σου, διακρινόμενη για το ήθος και την επιστημονική της κατάρτιση, πλην όμως εβράδυνε στην έκδοση των πολιτικών αποφάσεων, με αποτέλεσμα η αποπομπή της να καθίσταται πραγματική αδικία.
γ)Την πειθαρχική αγωγή θα πρέπει να την ασκεί ο Πρόεδρος του κάθε ανωτάτου Δικαστηρίου ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση μη άσκησης της ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση της πειθαρχικής αγωγής και σε περίπτωση μη άσκησης της εντός προθεσμίας ενός μηνός, τότε πλέον να’χει το δικαίωμα ασκήσεώς της.
δ)Τέλος οφείλω να πω ότι έστω και οι ελάχιστοι πολιτικολογούντες δικαστικοί λειτουργοί θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι μόνο δικαστές και όχι πολιτικοί.
Δεν γνωρίζω αν με τις ταπεινές μου σκέψεις συνέβαλα έστω και στο ελάχιστο στην επίλυση των προβλημάτων προς την ορθή κατεύθυνση, όμως αυτές είναι οι προσωπικές μου σκέψεις, τις οποίες και σας καταθέτω. Όσοι διακονούμε την Δικαιοσύνη, σίγουρα ενδιαφερόμαστε για το κύρος και την αξιοπιστία της.
Η Δικαιοσύνη είναι το θεμέλιο της κοινωνικής συνεργασίας, μιας συνερ-γασίας που για να είναι αποτελεσματική πρέπει να εκδηλώνεται σαν κοινω-νική αλληλεγγύη.
Ο Αριστοτέλης όρισε την Δικαιοσύνη ως περιλαμβάνουσα όλες τις ηθι-κές αρετές.
Οι Ορφικοί λέγουν πως υπάρχει φυσικός νόμος παγκόσμιας πνοής που ισχύει στον ουρανό και στη γη, διέπει τον ουρανό στο σύνολο του, αυτή δε η θεϊκή παρουσία επεκτείνεται και στη γη και έχει τη σφραγίδα της σε παν ότι υπάρχει στη γη.
Ο ίδιος ο Ορφέας αναφέρει για τη δικαιοσύνη
«Εξυμνώ τον οφθαλμό της δίκης που βλέπει τα πάντα και λάμπει από ομορφιά, η οποία ακόμα και στον ιερό θρόνο του Δία κάθεται και παρατηρεί τους ανθρώπους που ανήκουν σε πολλές φυλές. Και επιπίπτει ως δικαία τιμωρός κατά των αδίκων, συνάπτουσα τα ονόματα κατά την ισότητα δια της αληθείας. Διότι όλα όσα φέρονται στις κακόβουλες σκέψεις των ανθρώπων είναι δυσδιάκριτα, επειδή αυτοί είναι άδικοι και θέλουν το επιπλέον με τις σκέψεις τους. Η δίκη επεμβαίνει δικαίως σε άδικα έργα και είναι έχθρα των αδίκων ανθρώπων, έχει όμως όλες τις καλές προθέσεις για τους δικαίους και τελειώνοντας τον ύμνο αυτό λέγει: Ω Θεά δος μου καλές σκέψεις έως ότου επέλθει από την μοίρα η προορισμένη ημέρα του βίου μέχρι να αποθάνου-με».
Εμείς οφείλουμε να πράξουμε έστω και στο ελάχιστο το χρέος μας «μέχρι να αποθάνουμε» συμπληρώνω εγώ.
Το πόσο επίκαιρα είναι σήμερα τα περισσότερα από τα παραπάνω προβλήματα είναι γνωστό από τους Παπαγγελόπουλους και τους Πολάκηδες.Η σημερινή Κυβέρνηση θα πρέπει να πράξει το καθήκον της όπως αυτό ορίζεται από το Σύνταγμα και τους σχετικούς νόμους.
Η θέση των δικογραφιών στο αρχείο είναι αντίθετη με την συνταγματική επιταγή.Η Δικαιοσύνη είναι εκείνη που πρέπει να αποφανθεί περί της αθωότητας ή μη των κατηγορουμένων ή των υπόπτων ως κατηγορούμενοι. Σε αντίθετη περίπτωση η Κυβέρνηση θα μείνει με το στίγμα ότι υποχώρησε για πολιτικές σκοπιμότητες οι δε φερόμενοι ως κατηγορούμενοι ή ύποπτοι θα μείνουν με την «ρετσινιά » του ενόχου και μάλιστα χωρίς δικαστική απόφαση.
Ρόδος 27-5-2020
Κωνσταντίνος Σαρρής
Δικηγόρος