Βόμβα στο σχεδιασμό της κυβέρνησης για την αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων αλλά και αξιοποίηση των λιστών της «φοροδιαφυγής» βάζει το ΣτΕ με τον καθορισμό ως αντισυνταγματικής της διαδικασίας αλλεπάλληλων παρατάσεων παραγραφής ανέλεγκτων χρήσεων, που είχε ακολουθήσει το Υπ. Οικονομικών λόγω αδυναμίας γρήγορης εκκαθάρισης των εκκρεμοτήτων ελέγχου. Παράπλευρη απώλεια είναι και η ακύρωση της προσμέτρησης εσόδων από την πάταξη της φοροδιαφυγής, όπου η κυβέρνηση είχε επενδύσει πολλά στην προσπάθεια για τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Ουσιαστικά κι εδώ αναδεικνύεται μια μόνιμη παθογένεια της δημόσιας διοίκησης και του πολιτικού συστήματος που αντί στο μείζον αυτό θέμα να κινηθεί γρήγορα αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία επέλεξε την αργή διαδικασία των παρατάσεων.
Η απόφαση του ΣτΕ δένει τα χέρια των ελεγκτών σε ό,τι έχει να κάνει με στοιχεία που ανατρέχουν στο διάστημα προ του 2011, όπου όμως αναφέρονται οι υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ, της λίστας των μεγαλοκαταθετών, της λίστας Μπόργιανς κ.λ.π. Με δεδομένο ότι έλεγχοι μπορούν να γίνουν μόνο για τις χρήσεις 2011 και εξής, καθίσταται δύσκολο να αποκαλυφθούν ίχνη του «μαύρου» χρήματος ειδικά από χρονικά διαστήματα μεγάλου ενδιαφέροντος (Χρηματιστήριο, εισροή μεγάλων κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα και εκτίναξη δανεισμού κτλ).
Ζητούμενο που μένει να αποσαφηνιστεί είναι το εάν θα θεωρηθούν τα στοιχεία για τις καταθέσεις (λίστα 1,3 εκατομμυρίων ΑΦΜ με μεγάλες καταθέσεις) ως νέα στοιχεία. Σε αυτήν την περίπτωση, η παραγραφή γίνεται δεκαετής, άρα οι έλεγχοι μπορούν να φτάσουν ως και το 2006, ωστόσο όπως αναφέρεται, η έως τώρα στάση των δικαστηρίων είναι να απορρίπτουν το επιχείρημα ότι πρόκειται για νέα στοιχεία, με το σκεπτικό ότι ο φοροελεγκτικός μηχανισμός όφειλε να εντοπίσει αυτές τις καταθέσεις εξαρχής.
Ως ερμηνευτικά «ακραία» χαρακτηρίζεται, επίσης, η επίκληση των διατάξεων του νόμου 4174, με τις οποίες η παραγραφή στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής- ακόμα και για ανακριβείς δηλώσεις εισοδήματος- είναι 20ετής.
Γιώργος Αλεξάκης