Γόρδιο δεσμός εξακολουθεί να αποτελεί το θέμα του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον τουρισμό, που τώρα είναι περισσότερο από αναγκαίο από ποτέ, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των πρόσφατων ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα Εθνικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης του Τουρισμού, 2009 και 2013.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ τις επενδύσεις για καταλύματα 4 και 5 αστέρων από 5 εώς 7 δισ. ευρώ έως το 2021 προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος των 20 δισ. ευρώ εσόδων έως τότε με βάση τη σχετική επικαιροποιημένη μελέτη που έχει εκπονηθεί πρόσφατα. Επιπλέον, η σημαντική συμβολή του ελληνικού τουρισμού στην οικονομική ανάπτυξη και στην απασχόληση αποτυπώνεται από πρόσφατες εκθέσεις του Συνδέσμου, οι οποίες αναφέρουν ότι:
• «συνέβαλε άμεσα στη δημιουργία του 10,0% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ η άμεση και έμμεση συμβολή του εκτιμάται σε 22,0% έως 26,5%»
• «από κάθε 1 ευρώ τουριστικής δραστηριότητας, δημιουργείται επιπλέον 1,2 ευρώ έως 1,65 ευρώ πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας»
• «συμβάλλει άμεσα στο 15,0% της απασχόλησης και συνολικά μεταξύ 33,0% και 39,0% ενώ αποτέλεσε και βασικό μοχλό μείωσης της ανεργίας».
Παρόλα αυτά, στο τελευταίο του τεύχος για τις εξελίξεις στον κλάδο ο ΣΕΤΕ βλέπει ότι υπάρχουν ακόμη ορισμένοι μύθοι (από τους πολλούς) που αφορούν στην σχέση μεταξύ τουρισμού και βιώσιμης ανάπτυξης και που είναι σκόπιμο να αποκατασταθούν:
• Μύθος 1ος: Ανάγκη για σημαντικότατο περιορισμό της τουριστικής ανάπτυξης εντός περιοχών του Δικτύου Φύση 2000 (Natura 2000), στα νησιά και στις παράκτιες περιοχές. Tο υψηλό ετήσιο κόστος διαχείρισης των περιοχών Φύση 2000 (πάνω από € 60 εκατομμύρια με κύρια πηγή τον εθνικό προϋπολογισμό), δημιουργεί ευρύτατο πεδίο στρατηγικών συνεργασιών, ιδιαίτερα όταν αυξάνονται διεθνώς οι καλές πρακτικές τουριστικής ανάπτυξης εντός περιοχών οικολογικού ενδιαφέροντος (όπως το βραβευμένο από τo WTTC, Emirates Wolgan Valley resort and spa). Παράλληλα, συχνά παραλείπεται η αναφορά στο ιδιαίτερα εκτεταμένο γεωμορφολογικό απόθεμα και στην περιορισμένη πίεση στις ακτές καθώς και στο ότι ιστορικά σημαντικό μέρος της ζωής των τοπικών κοινωνιών εντοπίζονταν εκεί.
Από την άλλη και ιδιαίτερα τις περιπτώσεις κορεσμένων ή/ και φθινόντων προορισμών, μία ολοκληρωμένη τουριστική στρατηγική καθώς και η αποδοχή και η εφαρμογή των αρχών της Local Agenda 21 – τόσο από το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα – μπορεί να συμβάλλει στην αναζωογόνησή τους
• Μύθος 2ος: Ανάγκη για αποδέσμευση από «συμβατικές» μορφές τουρισμού ή κατάργησης σύνθετων τουριστικών προϊόντων. Αντίθετα, ζητούμενο είναι η υποστήριξη και συμπλήρωση του παραθεριστικού τουρισμού («ήλιου και θάλασσας») – της κυρίαρχης μορφής τουρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχοντας 102,2 δισ. ευρώ τουριστική δαπάνη – με εναλλακτικές μορφές (πχ. πολιτισμικός και θρησκευτικός τουρισμός ή βιωματικός τουρισμός) στις οποίες υπάρχουν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης (πχ. η Ελλάδα κατέχει μόλις το 2,4% των ταξιδίων για πολιτισμικό τουρισμό από τα 61 εκ. που πραγματοποιούνται πανευ- ρωπαϊκά). Σε συνδυασμό με τα σύνθετα τουριστικά προϊόντα (όπως η τουριστική κατοικία) μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της διαρκούς και τοπικής ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες καθώς και στην βελτίωση της προσβασιμότητας των προορισμών.
• Μύθος 3ος: Κάθε μορφή τουριστικής ανάπτυξης οδηγεί νομοτελειακά σε υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας “ευαίσθητων” προορισμών. Τουναντίον, τέτοιοι προορισμοί συχνά συγκρατούσαν υπερπολλαπλάσιο μόνιμο πληθυσμό (όπως η Σύμη, το Καστελόριζο, η Ύδρα, η Σέριφος και οι Παξοί) ενώ οι σύγχρονες εξελίξεις στις τεχνολογίες προστασίας περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Παράλληλα, η ενίσχυση της τοπικής ζήτησης συμβάλλει στην αναζωογόνηση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων και οικισμών καθώς και στην αναβάθμιση του τοπίου όπως φαίνεται από το παράδειγμα της πρώην μεταλλευτικής πόλης Rorosxiv στη Νορβηγία – και πλέον μνημείου πολιτισμικής κληρονομιάς της UNESCO – που έχει ενσωματώσει επιτυχώς την τουριστική ανάπτυξη με όρους βιωσιμότητας.
• Μύθος 4ος: Η απουσία τουριστικής ανάπτυξης απαραίτητα συνδέεται με υψηλής ποιότητας φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Αντίθετα, ο τουρισμός και ειδικότερα η οργανωμένη τουριστική ανάπτυξη – υπό όρους και προϋποθέσεις – συμβάλλει θετικά είτε αναβαθμίζοντας άμεσα το τοπικό περιβάλλον (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Fregate Island Private που συνέβαλε στην αποκατάσταση του ευαίσθητου αλλά εξαιρετικά υποβαθμισμένου οικοσυστήματος του πολύ μικρού νησιού Fregate στις Σεϋχέλλες), είτε δρώντας ανταγωνιστικά σε μεμονωμένες αλλά ευρύτατης κλίμακας δραστηριότητες που επωφελούμενες την απουσία ή τον ελλιπή κρατικό έλεγχο επιφέρουν σημαντικότατες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (όπως η εκτός σχεδίου οικιστική δόμηση, η αυθαίρετη δόμηση και οι δασικές πυρκαγιές).
Τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του ελληνικού τουρισμού είναι πράγματι, η περιορισμένη κλίμακα, η φύση και ο πολιτισμός, η νησιωτικότητα, το ήπιο κλίμα αλλά και η κοινωνική συνοχή, ασφάλεια και σταθερότητα (ιδιαίτερα υπό το πρί- σμα γεωπολιτικών εξελίξεων που επηρεάζουν άμεσα Ευρωπαϊκούς αστικούς προορισμούς όπως η Στοκχόλμη, το Παρίσι και οι Βρυξέλλες) που όμως για να αξιοποιηθούν (και εν τέλει να διαφυλαχθούν και να αναβαθμισθούν) πρέπει να απομακρυνθούν από τον μουσειακό τους χαρακτήρα και να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.
Οι προκλήσεις, αναφέρει ο ΣΕΤΕ, για το μέλλον είναι πολλές και με πολλούς αποδέκτες, αλλά βασικότερη είναι μία: η κατανόηση από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ότι ο αμοιβαίος συμβιβασμός στο πλαίσιο της θεσμοθέτησης και εφαρμογής ενός νέου Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, δεν σημαίνει άνευ όρων παραίτηση από τους εκάστοτε σκοπούς και στόχους αλλά αντίθετα δίνεται η δυνατότητα, αυτοί να γίνουν περισσότερο εφικτοί
Οι επενδύσεις στον τουρισμό
Ο ΣΕΤΕ, στο τελευταίο τεύχος επιχειρεί και μία πρώτη προσέγγιση όσον αφορά τις τουριστικές επενδύσεις, εκτιμώντας ότι αυτές ανήλθαν πέρυσι στο 1,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 615 εκατ. ευρώ αφορούν σε εγχώρια δαπάνη.
Τα στοιχεία αποτελούν μια πρώτη προσέγγιση και βασίζονται σε μελέτη του SETE Intelligence που θα δημοσιευθεί προσεχώς και η οποία βασίζεται στην ανάλυση ισολογισμών χρήσης 2014 ξενοδοχειακών εταιρειών στις οποίες ανήκαν 1.982 μονάδες με 131.884 δωματίων (32% του συνό- λου). Ανά κατηγορία, αντιπροσωπεύουν το 50% των δωματίων 5*, 41% των δωματίων 4*, 33% των δωματίων 3*, 21 % των δωματίων 2* και 5% των δωματίων 1*. Η μελέτη θα δημοσιευθεί όταν ολοκληρωθεί και η επεξεργασία των ισολογισμών χρήσης 2015 και, τότε, θα αναθεωρηθεί και η εκτίμηση των επενδύσεων για το 2015 και για το 2016
Σύμφωνα λοιπόν με εκτιμήσεις του ΙΝΣΕΤΕ, το σύνολο των επενδύσεων των ξενοδοχείων το 2014 ανήλθε σε 785 εκατ. ευρώ. Από το ποσό αυτό ένα μέρος αφορά σε εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες και το υπόλοιπο σε αγαθά και υπηρεσίες εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Το ποσοστό εγχώριας προστιθέμενης αξίας εκτιμάται σε 59% στις νέες κατασκευές και 44% στις ανακαινίσεις. Συνεπώς, η επένδυση του ξενοδοχειακού κλάδου για το 2014, καθαρή από εισαγωγές, ανέρχεται σε 400 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τα έσοδα των καταλυμάτων, που δεν περιλαμβάνουν μόνο ξενοδοχεία αλλά και ενοικιαζόμενα δωμάτια, βίλες κλπ., αντιπροσωπεύουν το 45% της τουριστικής δραστηριότητας. Ελλείψει στοιχείων για τους άλλους κλάδους, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος προσφέρει μόνο ένα μέρος των καταλυμάτων, μπορεί κανείς αναλογικά να εκτιμήσει το σύνολο της επένδυσης των άλλων κλάδων σε τουλάχιστον 960 εκατ. ευρώ. Αναγνωρίζοντας ότι, σε σχέση με τους άλλους κλάδους που εξυπηρετούν τον τουρισμό, ο ξενοδοχειακός κλάδος είναι συγκριτικά μεγαλύτερης εντάσεως κεφαλαίου “και προκειμένου να είμαστε συντηρητικοί στις προβλέψεις μας, απομειώνουμε το ποσό αυτό κατά το 1/3 και εκτιμούμε την συνολική δαπάνη των άλλων κλάδων σε 640 εκατ. ευρώ. Συγκρινόμενοι με τον ξενοδοχειακό κλάδο, οι άλλοι κλάδοι έχουν επίσης χαμηλότερη αναλογία εγχώριας δαπάνης στις επενδύσεις λόγω του ότι επενδύουν περισσότερο σε μηχανήματα και εξοπλισμό και λιγότερο σε κτίρια συντηρητικά, η εγχώρια δαπάνη εκτιμάται σε 1/3 της συνολικής επένδυσης. Συνεπώς η επένδυση των άλλων κλάδων για το 2014, επίσης καθαρή από εισαγωγές, εκτιμάται σε 215 εκατ. ευρώ
Βάσει των παραπάνω, το σύνολο της επενδυτικής δραστηριότητας του τουρισμού για το 2014 υπερβαίνει τα 1,4 δισ. μικτά, εκ των οποίων 615 εκατ. ευρώ αφορούν σε εγχώρια δαπάνη. Ελλείψει άλλων στοιχείων εκτιμούμε το ίδιο ποσό και για το 2015 και για το 2016”, αναφέρουν οι αναλυτές του ΣΕΤΕ.