Ρεπορτάζ

Στα δικαστήρια ιδιοκτήτης γνωστού εστιατορίου με τον «αφανή» συνεταίρο του

• Βρέθηκε υπόλογος, με την περιουσία του να κινδυνεύει για οφειλές που δημιουργήθηκαν και που ανέλαβε εν αγνοία του ενώ κατήγγειλε ακόμη και πλαστογραφία

Το success story στη λειτουργία γνωστού εστιατορίου στην πόλη της Ρόδου, ενός καταστήματος που έκλεψε από την πρώτη στιγμή τις εντυπώσεις, φέρεται να διέρχεται κρίση μετά από προσφυγή στη δικαιοσύνη του φερόμενου ως αρχικού ιδιοκτήτη του έναντι «αφανή» συνεταίρου του, που ασκούσε τη διαχείρισή του.
Δυνάμει καταστατικού του έτους 2018, συστάθηκε Μονοπρόσωπη Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία και έχει ως σκοπό/δραστηριότητα την εκμετάλλευση καταστημάτων εστίασης, όπως την εκμετάλλευση εστιατορίου, μπαρ, σνακ μπαρ και καντίνας, όπως επίσης και τη χονδρική και λιανική πώληση ποτών, αλλαντικών, ειδών διατροφής και παρόμοιων ειδών.
Η εταιρεία φαινομενικά έχει μοναδικό ιδρυτή και εταίρο τον ενάγοντα.
Ενώ όμως η τυπική της κατάσταση παρουσιάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε άπαντα τα δημόσια έγγραφα και τις συναλλαγές της με τρίτους, η πραγματική της κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.
Ειδικότερα, η εταιρεία αυτή συστάθηκε όχι μόνον από έναν, αλλά από τρεις εταίρους και δη από τον ενάγοντα, από ακόμη έναν ημεδαπό και από τον εναγόμενο.
Ο ενάγων κατείχε την τεχνογνωσία και την εμπειρία για τον τρόπο επιτυχούς οργάνωσης μιας επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος, ο δεύτερος ήταν επαγγελματίας μάγειρας και ο εναγόμενος, που δεν είχε καμία γνώση επί του αντικειμένου, ανέλαβε να καλύψει ολόκληρο το κεφάλαιο για την κατασκευή, τον εξοπλισμό και την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης, αφετέρου ήταν ο πραγματικός διαχειριστής της εταιρείας αλλά και του ταμείου της επιχείρησης, μιας και θα κάλυπτε το κεφάλαιο αλλά και θα συμμετείχε σε αυτήν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό.
Ειδικότερα, η άτυπη συμμετοχή τους στα κέρδη και τις ζημίες της ως άνω εταιρείας συμφωνήθηκε να ανέρχεται σε ποσοστό 60% για τον αντίδικο (ο οποίος θα επωμιζόταν το σύνολο των εξόδων για την κατασκευή του καταστήματος και την αγορά του εξοπλισμού και την εν τοις πράγμασι διαχείριση της εταιρείας και λειτουργία της επιχείρησης), σε ποσοστό 30% για τον ενάγοντα και σε ποσοστό 10% για τον δεύτερο.
Ο λόγος δε, για τον οποίο η εταιρεία συστάθηκε ως Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. – παρ’ ότι ήταν τρεις συνέταιροι – ήταν επειδή, τόσο ο αντίδικος όσο και ο έτερος αφανής εταίρος, είχαν γεγενημένες οφειλές προς τη Δ.Ο.Υ., τον ΕΦΚΑ, Τράπεζες και τρίτους και ζήτησαν από εκείνον που δεν είχε έως τότε καμία απολύτως οφειλή προς οποιονδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και είχε τη δυνατότητα λήψης φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας να εμφανίζεται ως διαχειριστής και μοναδικός εταίρος.
Διατείνεται ότι ουδέποτε έλαβαν εκείνος και ο έτερος αφανής εταίρος γνώση του συνολικού κόστους για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του καταστήματος, καθώς αυτά αποτελούσαν προφορική συμβατική υποχρέωση του εναγόμενου.
Η λειτουργία της επιχείρησης ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2019 κι έκτοτε τη διαχείριση των οικονομικών – λογιστικών της επιχείρησης ασκούσε αποκλειστικά ο αντίδικος.
Από την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης έως και το τέλος του καλοκαιριού του έτους 2019 δεν είχαν διανεμηθεί κέρδη καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενα του αντιδίκου, ο οποίος γνώριζε ως πραγματικός διαχειριστής του ταμείου της επιχείρησης της εταιρείας και των λογιστικών εργασιών της, τα έσοδα και τα έξοδά της, η εταιρεία δεν είχε κέρδη.
Από το τέλος του καλοκαιριού του έτους 2019 όμως, ο αντίδικος άλλαξε στάση απέναντί τους, όπως διατείνεται, κι άρχισε να επιδεικνύει την έντονη δυσαρέσκειά του, καθώς η τουριστική περίοδος όδευε στη λήξη της και σύμφωνα με τον ίδιο η επιχείρηση δεν ήταν βιώσιμη, ήτοι παρουσίαζε ζημία, γεγονός το οποίο το πρώτον γνωστοποίησε σε αυτούς και το οποίο απέδιδε σε εκείνους διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανάπτυξη και εξέλιξη της επιχείρησης.
Ο εναγόμενος όπως ισχυρίζεται ο ενάγων τους ανακοίνωσε ότι σκόπευε να αποχωρήσει από την εταιρεία και την επιχείρηση και τότε επικοινώνησε με τον λογιστή της εταιρείας, ο οποίος του γνωστοποίησε ότι η εταιρεία όφειλε στη Δ.Ο.Υ., στον Ε.Φ.Κ.Α. αλλά και σε ιδιώτες προμηθευτές και περαιτέρω ότι ως (φαινομενικός) διαχειριστής ευθυνόταν με την προσωπική του περιουσία για τις οφειλές προς τη Δ.Ο.Υ. και τον Ε.Φ.Κ.Α.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 έλαβε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εξώδικη δήλωση άλλης εταιρείας με την οποία του γνωστοποιήθηκε ότι η ΙΚΕ όφειλε ποσό 325.000 € για κατασκευαστικές εργασίες.
Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ο εναγόμενος είχε εκδώσει τυπικά επ’ ονόματι εταιρείας στην οποία ήταν ουσιαστικά διαχειριστής τέσσερα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών προς την εταιρεία Ι.Κ.Ε., προκειμένου, όπως του είχε πει, να συμψηφίζει το ποσό του Φ.Π.Α. των τιμολογίων αυτών ως εξόδων με το Φ.Π.Α. των εσόδων της επιχείρησης.
Ο αντίδικος τότε του ανέφερε ότι όντως υφίστατο η αναφερόμενη στην ως άνω εξώδικη δήλωση εργολαβική σύμβαση για την κατασκευή του καταστήματος η οποία ανερχόταν στο δυσθεώρητο ποσό των 325.000 €.
Ενώ δε έως τότε απειλούσε ότι θα αποχωρήσει ο ίδιος από την εταιρεία και την επιχείρηση, μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε τρομοκρατηθεί ο ενάγων στην ιδέα ότι η εταιρεία ενδεχομένως να όφειλε τεράστια ποσά σε τρίτους και ότι ως τύποις διαχειριστής της εταιρείας θα εκαλείτο να εξοφλήσει προσωπικά χρέη της εταιρείας, του πρότεινε να μεταβιβάσει όλα του τα εταιρικά μερίδια σε εκείνον ή σε κάποιο πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και να αναλάβει αυτός τα χρέη της που είχαν γεννηθεί ήδη από τη σύστασή της και στο εξής να πορευθεί επιχειρηματικά μόνος του.
Συμφώνησαν τότε ο ίδιος και ο έτερος μέτοχος κι ενώ, όπως υποστηρίζει, ανέμενε την σύνταξη του συμφωνητικού μεταβίβασης των εταιρικών του μεριδίων και την έγγραφη ανάληψη της υποχρέωσής του να εξοφλήσει ο ίδιος τις οφειλές της εταιρείας, στα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2019 ενημερώθηκε από τον λογιστή της εταιρείας, ότι ο αντίδικος συνέστησε ως μοναδικός εταίρος και καταχώρησε στο Γ.Ε.ΜΗ. άλλη μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία διαχειριστής και εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει από της συστάσεώς της ο ίδιος.
Η έδρα αυτής ήταν ακριβώς η ίδια και η εταιρεία ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το κατάστημα για τη στέγαση της επιχείρησής της και τον διακριτικό τίτλο αυτής ως επωνυμία του καταστήματος.
Από τον λογιστή, όπως ισχυρίζεται, πληροφορήθηκε επίσης ότι είχε αποστείλει σε αυτόν δελτίο αποστολής – τιμολόγιο δήθεν πώλησης (επιστροφής) του εξοπλισμού της επιχείρησης, ποσού 66.540 €, το οποίο φαινομενικά έφερε την υπογραφή του ενάγοντος ως διαχειριστή και εκπροσώπου, η οποία ωστόσο έχει πλαστογραφηθεί.
Εκτοτε αποφεύγει δε με κάθε τρόπο την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού ή δήλωσης για την αναγνώριση της υποχρέωσής του, προφανώς προσπαθώντας να εξαντλήσει το χρονικό διάστημα της πενταετίας από το χρονικό σημείο των παράνομων πράξεων του (Σεπτέμβριος 2019) προκειμένου η επίδικη αξίωσή του να υποπέσει σε παραγραφή.

Με την αγωγή του διεκδικεί σε πρώτη φάση να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει:
– το ποσό των 44.184,18 €, το οποίο έχει βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ. Ρόδου,
– το ποσό των 62.241,39 €, το οποίο έχει βεβαιωθεί στον Ε.Φ.Κ.Α και
– το ποσό των 50.000 €, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Σάββας Λυριστής.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου