Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προσέφυγε η τράπεζα Πειραιώς κατά γνωστής ανώνυμης εμπορικής βιοτεχνικής εταιρείας της Ρόδου για την υπαγωγή της στην Έκτακτη Διαδικασία Ειδικής Διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του Ν. 4307/2014.
Η έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης, ρυθμίζει το ζήτημα της μεταβίβασης του ενεργητικού μίας επιχείρησης που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, σε νέο αποκτώντα.
Για να θεωρηθεί έγκυρη η κατάθεση σχετικής αίτησης απαιτείται συμμετοχή πιστωτών που συγκεντρώνουν κατ’ ελάχιστον στο 40% των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας.
Επιπλέον, με το δικόγραφο της αίτησης των πιστωτών, απαιτείται, για το παραδεκτό της, η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του ειδικού διαχειριστή ότι αποδέχεται το ανατεθέν σε αυτόν έργο.
Το έργο του ειδικού διαχειριστή διαρκεί δώδεκα μήνες από την έκδοση της απόφασης επί της κατατεθείσας αιτήσεως.
Ως προς την απόφαση που θα εκδοθεί, δέον να τονιστεί ότι δεσμεύει όλους τους πιστωτές, ακόμα και τους μη συμβεβλημένους, οι δε απαιτήσεις των πιστωτών του αιτούντος περιορίζονται στο ποσό που ορίζεται σύμφωνα με την απόφαση.
Δέον να επισημανθεί ότι η εν λόγω διαδικασία παρουσιάζει εμφανείς ομοιότητες με την ειδική εκκαθάριση. Όσον αφορά στην εφαρμογή της, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα περιορισμένη μέχρι σήμερα, αφενός λόγω του πλουραλισμού των εξυγιαντικών διαδικασιών που υπάρχουν στην ελληνική έννομη, αφετέρου επειδή είναι αρκετά χρονοβόρα και βραδυκίνητη, οδηγεί δε σε αποφυγή από την πτώχευση μόνο στην περίπτωση της πλήρους και ολοσχερούς ικανοποίησης των πιστωτών του οφειλέτη, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και σπάνιο.
Σύμφωνα με την αίτηση η εταιρεία από τα τέλη του 2011 έχει περιέλθει σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση και δεν ανταποκρίνεται στις τρέχουσες οικονομικές της υποχρεώσεις επαρκώς.
Μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησής της να διαταχθεί η διαδικασία εξυγίανσής της, επανήλθε με άλλη και από τον Ιανουάριο του 2018 έγινε δεκτό το αίτημα της να απαγορευθούν τα πάσης φύσεως καταδιωκτικά μέτρα κατά της περιουσίας της και των εταίρων της, λόγω αιτήματος για την υπαγωγή της στην προστασία του πτωχευτικού κώδικα.
Πιο συγκεκριμένα με την απόφαση, απαγορεύεται η εταιρεία να προχωρήσει σε οποιαδήποτε διάθεση ή μεταβολή της νομικής ή πραγματικής κατάστασης οποιουδήποτε περιουσιακού της στοιχείου, είτε αυτό χρησιμοποιείται για τη λειτουργία της αναφερόμενης στο σκεπτικό επιχείρησης, είτε όχι.
Περαιτέρω αναστέλλει τις ατομικές διώξεις των πιστωτών και των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της εταιρείας και των εγγυητών της, τα μέτρα εκκρεμή ή μη ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της εταιρείας και των εγγυητών της για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, τη λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης αυτής και των εγγυητών της σε κατάσταση πτώχευσης και τη λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου και έκδοσης προσωρινής διαταγής κατά της αιτούσας και των εγγυητών και της εγγραφής προσημείωσης πλην των συναινετικών προσημειώσεων.
Το δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι τα ως άνω προληπτικά μέτρα ισχύουν έως την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης και σε κάθε περίπτωση κατ’ ανώτατο όριο έως τέσσερις μήνες συνολικά από την έκδοση της απόφασης.
Η εταιρεία ωστόσο δεν κατέθεσε αίτηση άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης με αποτέλεσμα τα προληπτικά μέτρα να παύσουν να ισχύουν.
Η όλη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής της εταιρείας με τους πιστωτές της, παρότι έχει γνωστοποιήσει, ότι έχει ήδη έλθει σε συμφωνία με το 79,59% αυτών, έχει εξελιχθεί σε πραγματικό “θρίλερ” για τους μετόχους της.
Όπως έγραψε η “δ”, η συγκεκριμένη εταιρεία, προσέφυγε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο μετά τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε εξαιτίας κυρίως της κρίσης που μαστίζει την κτηματαγορά.
Η εταιρεία συστάθηκε το 1983 και το μετοχικό της κεφάλαιο ανήλθε στην πορεία μετά και από συγχωνεύσεις με άλλες εταιρείες των ίδιων συμφερόντων στο ποσό των 3,8 εκατ. ευρώ. Μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων της επένδυσε δυναμικά σε ακίνητα στο νησί της Ρόδου και εξασφάλισε ένα πλούσιο χαρτοφυλάκιο στην πόλη της Ρόδου και στα γύρω χωριά.
Η πορεία της υπήρξε από συστάσεώς της κερδοφόρα και επικερδής αλλά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, που έπληξε πρωτίστως την αγορά ακινήτων, καθώς δημιούργησε αρνητική ψυχολογία και φόβο στους υποψήφιους επενδυτές και ταυτόχρονα έκλεισε την στρόφιγγα του δανεισμού από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, περιόρισε τα έσοδά της.
Δημιουργήθηκε έτσι έλλειψη ρευστότητας με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον επαρκείς πόρους για να αντεπεξέλθει σε εργασίες κατασκευών που έχει σχεδιάσει αλλά και στις οικονομικές υποχρεώσεις της ενώ ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με πιστώτριες τράπεζες για την αναδιάρθρωση του δανεισμού της.
Βρέθηκε εξάλλου αντιμέτωπη με απρόβλεπτα εμπόδια στην εξέλιξη των επιχειρηματικών της σχεδίων κυρίως με την αναστολή τους λόγω πολεοδομικών προβλημάτων σε κεντρικό ακίνητο στο νησί της Ρόδου.
Τα δάνειά της φέρονται να ανέρχονται σε 45 εκατ. ευρώ, ενώ έχει προβεί στη σύναψη και χρηματοδοτικών μισθώσεων για τις οποίες υπάρχουν οφειλές ενός εκατ. ευρώ περίπου. Οι οφειλές της σε προμηθευτές αγγίζουν τα 4 εκατ. ευρώ και σε επιταγές τα 600.000 ευρώ. Οι οφειλές της στην εφορία ανέρχονται σε 290.000 ευρώ περίπου και σε ασφαλιστικούς οργανισμούς σε 370.000 ευρώ περίπου.
Η τράπεζα Πειραιώς επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι η εταιρεία έχει ληξιπρόθεσμη οφειλή 36,2 εκατ. ευρώ και εκπροσωπεί ποσοστό 63,10% των συνολικών απαιτήσεως εις βάρος της ενώ συνεργάζεται με δικηγόρο που είναι ενταγμένη στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που αποδέχεται το έργο του ειδικού διαχειριστή.
Η υπόθεση προσδιορίστηκε για να συζητηθεί την 25η Οκτωβρίου 2018.