Συνεντεύξεις

Γιώργος Καββαθάς: «Βρισκόμαστε σε μία καμπή για τις μικρές επιχειρήσεις…»

Για τα αποτελέσματα της 4ης Ετήσιας Έκθεσης του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ αλλά και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ) μιλάει στην «δημοκρατική» ο πρόεδρός της, κ. Γιώργος Καββαθάς. Οπως ο ίδιος επισημαίνει ότι ούτε το «καλάθι του νοικοκυριού» ούτε τα επιδόματα αποδίδουν, τελικά, αφού η ακρίβεια δεν έχει αποκλιμακωθεί και τονίζει ότι η μόνη λύση για το πρόβλημα είναι η συγκράτηση των τιμών, με μέτρα.

• Κύριε Καββαθά, παρουσιάστηκε η Ετήσια Έκθεση 2022 «Κρίσεις, ελληνική οικονομία και μικρές επιχειρήσεις» του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Έκθεσης και τι προκάλεσε τις επιπτώσεις στην επιχειρηματικότητα;
Η 4η Ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ είναι πλέον θεσμός στην επιστημονική και πολιτική συζήτηση γύρω από τα πεδία ενδιαφέροντος των μικρών επιχειρήσεων και είναι μια προσπάθεια που δεν εξελίχθηκε εν μέσω κανονικότητας, αλλά σε μία περίοδο που ήταν γεμάτη από πρωτόγνωρα γεγονότα και εξελίξεις, όπως το ξέσπασμα της πανδημίας CoViD-19 αλλά και η ενεργειακή κρίση και η κρίση ακρίβειας. Υπό το φάσμα αυτών των κρίσεων εξετάζεται και η πορεία των μικρών επιχειρήσεων στη φετινή Ετήσια Έκθεση.
Στην Έκθεση παρουσιάζονται και ερμηνεύονται οι βασικές οικονομικές εξελίξεις σε διεθνές και εθνικό περιβάλλον, ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της επίπτωσης αυτών των κρίσεων στη μικρή επιχειρηματικότητα.
Οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, προκάλεσαν στις επιχειρήσεις τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις.
Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Ειδικότερα, στο πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Η δεύτερη επίπτωση ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών. Με βάση τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται, καθώς από 6,6% που ήταν στο 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν σε 59,2% στο 1ο εξάμηνο του 2022.
Η τρίτη επίπτωση αφορά στα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που παρουσιάζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, τα οποία αποτυπώνονται στην αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των επιχειρήσεων με μηδενικά ή αρκετά χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα.
Από την άλλη μεριά, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε περαιτέρω, τόσο στο δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και στο πρώτο εξάμηνο του 2022, καταγράφοντας την υψηλότερη επίδοση από την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει το προ πανδημίας επίπεδο. Αυξητικά κινήθηκε και η απασχόληση, ενώ ενισχυμένο ήταν και το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε επενδύσεις. Το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, η πολύ καλή τουριστική περίοδος, η μείωση φορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων και τα μέτρα αντιμετώπισης των υψηλών τιμών ενέργειας, θεωρούνται οι βασικοί παράγοντες των θετικών αυτών εξελίξεων.
Ωστόσο, όσον αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρατηρείται υστέρηση στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών. Είναι χαρακτηριστικό πως από τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν ενσωματώσει νέες τεχνολογίες στη δραστηριότητά τους μόνο το 17,4% τις υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ενώ με μία προσεκτικότερη ανάγνωση των ευρημάτων σε σχέση με τις επενδύσεις, φαίνεται πως αποτελούσαν κυρίως επενδύσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο επέκτασης ή ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, το μεγάλο μέρος των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας, δεδομένου ότι το ύψος της επένδυσης για περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις ήταν έως 5.000€, ενώ, όπως γνωρίζουμε και από τις έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, περισσότερες από 8 στις 10 επιχειρήσεις (86,4%) χρηματοδότησαν την επένδυση που πραγματοποίησαν με ίδια κεφάλαια. Τα προγράμματα χρηματοδότησης (ΕΣΠΑ) αφορούν στο 6%, ενώ ο τραπεζικός δανεισμός στο 3,8%. Συνεπώς, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων χρηματοδοτούν τις επενδύσεις με Ίδια Κεφάλαια, αξιοποιώντας σε χαμηλό βαθμό ακόμη και τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους εργαλείων όπως το ΕΣΠΑ. Το γεγονός αυτό αφενός επηρεάζει το ύψος, τη συχνότητα αλλά και τον αριθμό των επενδύσεων, ενώ διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυξημένης ευαλωτότητας απέναντι σε αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι μια πιθανή έλλειψη ρευστότητας για παράδειγμα (λόγω πανδημίας, ενεργειακής κρίσης) επιδρά άμεσα στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να σχεδιάσουν και να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο από το κυρίως σώμα της Έκθεσης όσο και από τις επιμέρους απόψεις που κατατίθενται από τους διακεκριμένους επιστήμονες σχετικά με πτυχές των πολλαπλών αυτών κρίσεων στη διεθνή και ελληνική οικονομία, το συμπέρασμα είναι ότι οι μικρές επιχειρήσεις χρειάζονται δύο πράγματα:
• πολιτικές διακριτής στόχευσης και
• συνέχεια σε αυτές τις πολιτικές.
• Παρά το γεγονός πως ο Τουρισμός (σε όλη την χώρα, και σε αμιγώς τουριστικές περιοχές) κατέγραψε φέτος μεγάλη αύξηση, τα ‘λουκέτα’ στις επιχειρήσεις –και κυρίως στην εστίαση- δεν απεφεύχθησαν. Πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση στο νέο έτος; Τι περιμένουμε;
Χωρίς αμφιβολία βρισκόμαστε σε μία καμπή για τις μικρές επιχειρήσεις, όπου το «σημαντικότερο από τα σημαντικά προβλήματα» αφορά στα αλλεπάλληλα κύματα ανατιμήσεων σε όλο το εύρος της οικονομίας.
Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το Διάμεσο Διαθέσιμο Ισοδύναμο Εισόδημα εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (στοιχεία Eurostat).
Στην πραγματικότητα οι μικρές επιχειρήσεις λοιπόν αντιμετωπίζουν κίνδυνο διπλής ασφυξίας, αφενός λόγω της εκτίναξης του λειτουργικού τους κόστους σε ενέργεια, καύσιμα, πρώτες ύλες και αφετέρου λόγω της κατακρήμνισης των οικογενειακών εισοδημάτων που προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά.
Χρειαζόμαστε έγκαιρα ένα άλλο μίγμα πολιτικών που θα κρατήσει ζωντανές τις μικρές επιχειρήσεις, ώστε να κρατήσει «ζωντανά» και τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα, που είναι τόσο αναγκαία για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και για ουσιαστικές παρεμβάσεις ανακούφισης μίας κοινωνίας και μιας οικονομίας που είναι σε διακινδύνευση.
Δεν μπορεί να μένουν εκτός δημόσιας ατζέντας και εκτός πολιτικών προτεραιοτήτων η διευθέτηση των χρεών που δημιουργήθηκαν κατά τις επάλληλες και παράλληλες κρίσεις, η μείωση έμμεσων φόρων, η αναστολή της προβλεπόμενης αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών και προφανώς ένας διαφορετικός σχεδιασμός στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένας σχεδιασμός που θα ενισχύσει τη ρευστότητα των μικρών επιχειρήσεων και θα δώσει πραγματική ώθηση στο πιο δοκιμασμένο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας την τελευταία 12ετία.
• Την ίδια ώρα, οι μισθοί, συντάξεις και αποδοχές παραμένουν στον πάγο και φυσικά, οι όποιες αυξήσεις δεν έχουν αντίκρυσμα λόγω του πληθωρισμού. Πώς θα το αντιμετωπίσει η οικονομία και η κοινωνία;
Η επιλογή της δημιουργίας παρατηρητηρίου για τις τιμές σε κάποια προϊόντα, όπως είναι στην ουσία το «καλάθι του νοικοκυριού» ή της παροχής επιδομάτων (διάφορα pass) για επιμέρους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας δεν αποδίδει. Η ακρίβεια δεν έχει αποκλιμακωθεί. Το αντίθετο συνέβη. Και την ίδια στιγμή οι επιδοτήσεις – δηλαδή τα χρήματα των φορολογούμενων πολιτών – καταλήγουν σε λίγους και συγκεκριμένους.
Το πρόβλημα είναι ορατό για όποιον θέλει να το δει. Η ακρίβεια στα τρόφιμα είναι πολύ πάνω από τον επίσημο πληθωρισμό (15% έναντι 8,5% αντιστοίχως, τον τελευταίο μήνα), οι πολίτες περικόπτουν τις δαπάνες σε βασικά είδη διατροφής (1 στους 2 λέει η πρόσφατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ).
Κεντρικός στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την συγκράτηση των τιμών, με μέτρα όπως: μείωση ΦΠΑ στα τρόφιμα, μείωση ΕΦΚ στα καύσιμα, εντατικοί έλεγχοι και πάταξη φαινομένων εναρμονισμένων πρακτικών και χειραγώγησης τιμών, που προφανώς δεν γίνεται από τις μικρές επιχειρήσεις. Εκεί, σε αυτήν την μάχη με την ακρίβεια, κάθε ευρώ που δαπανά το κράτος μπορεί να έχει αποτέλεσμα.
• Οι επιχειρήσεις είναι αντιμέτωπες με τις τράπεζες που είναι ακόμη επιφυλακτικές ως προς την ροή χρηματοδοτήσεων. Τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση;
Δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Οι τράπεζες αρνούνται να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας προκειμένου να αποτραπεί ένα νέο κύμα χρεοκοπιών.
Προφανώς δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, ωστόσο λόγω των κερδών τους στους πρώτους 9 μήνες του 2022 όσο και των δεκάδων δισ. ευρώ με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από τους Έλληνες φορολογούμενους με αφορμή τις ανακεφαλαιοποιήσεις, θα έπρεπε ένα μέρος της κυβερνητικής στήριξης να είναι πρόθυμες να το ανταποδώσουν.

Αντιθέτως, εξακολουθούν να έχουν κλειστή τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης για τους μικρούς, αρνούνται να δεσμευτούν για γενναία μείωση των προμηθειών στην λίστα των 12 συναλλαγών που δημοσιοποίησε το υπουργείο Οικονομικών, όπως και για αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων που να συμβαδίζει με τις αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού και εκείνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παράλληλα, το σχέδιό τους για ελάφρυνση των ευάλωτων δανειοληπτών καλύπτει ένα πολύ περιορισμένο εύρος νοικοκυριών. Βάσει των προτάσεων των τραπεζών, η ελάφρυνση θα αφορά περίπου 30.000 δάνεια θα περιλαμβάνει σε κάθε δόση το ήμισυ της επιβάρυνσης που προέκυψε από τις αυξήσεις στα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπό τον όρο να ανήκουν σε ευάλωτα νοικοκυριά και να εξυπηρετούνται κανονικά
Η Κυβέρνηση οφείλει να αξιοποιήσει τα όποια χρηματοδοτικά εργαλεία έχει στα χέρια της και το σημαντικότερο είναι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, προκειμένου να πετύχει έστω ένα by pass του τραπεζικού συστήματος, με μία αναπτυξιακή λογική φιλική προς τις μικρές επιχειρήσεις. Η απόλυτα συγκρίσιμη με τη χώρα μας Πορτογαλία στον σχεδιασμό αξιοποίησης των αντίστοιχων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης έχει προβλέψει ένα σημαντικό ποσοστό (~40%) να «περάσει» μέσα από εξω-τραπεζικό μηχανισμό, με στόχευση τις μικρότερες επιχειρήσεις. Ας παραδειγματιστούμε για μια φορά θετικά.

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου