Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενος για απάτη κατ’ εξακολούθηση εκ της οποίας η συνολική ζημία και το σκοπούμενο παράνομο όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ θα καθίσει την 4η Φεβρουαρίου 2021 ένας εργολάβος της Ρόδου, που καταμηνύθηκε, με τον συνέταιρό του, για απάτη και υπεξαίρεση, από αλλοδαπό, που υποστήριξε ότι τους ανέθεσε την αποπεράτωση πολυτελούς κατοικίας στη Μύκονο, χωρίς να υλοποιήσουν το έργο.
Οι δύο κατηγορούμενοι απολογούμενοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα όσα τους αποδίδονται υποστηρίζοντας ότι ο μηνυτής επιδιώκει να ποινικόποιήσει μια καθαρά αστικής φύσεως διαφορά.
Ο ένας εκ των δύο, που απηλλάγη, υποστήριξε μάλιστα ότι δεν είχε καμία σχέση με την επίμαχη εργολαβία, ότι δεν έχει έλθει σε καμία συνεννόηση με τον μηνυτή κι ότι όλες οι διαπραγματεύσεις έγιναν με τον συνέταιρό του.
Ο τελευταίος διατείνεται ότι έχει εκτελέσει εργασίες πέραν της συμβατικής του υποχρέωσης με τον αλλοδαπό, έχει γκρεμίσει και ξαναχτίσει τμήματα του έργου και γενικώς ότι έχει υλοποιήσει απαιτήσεις του για τις οποίες δεν έχει υπολογίσει ο μηνυτής το εργολαβικό κόστος και την αμοιβή του και πολύ περισσότερο δεν τις αναγνωρίζει ως αξιώσεις του εργολάβου.
Ο μηνυτής με τους μηνυόμενους γνωρίστηκαν στη Ρόδο το έτος 2012 και συμφώνησαν να αναλάβουν την αποπεράτωση μίας πολυτελούς μονοκατοικίας, ιδιοκτησίας του, στη Μύκονο, στην περιοχή Χουλάκια, ευρισκόμενη κατά τον χρόνο και των συζητήσεων αλλά και της καταρτίσεως της συμφωνίας σε κατάσταση ολοκληρωμένου σκελετού από μπετόν αρμέ και της τοιχοποιίας.
Κρίσιμο και αποφασιστικό στοιχείο για την επιλογή του στην εταιρεία των εγκαλουμένων, ήταν, όπως υποστηρίζει, το γεγονός ότι ο πρώτος εξ’ αυτών μετά από διαπραγματεύσεις συμπίεσε την αρχική προσφορά από το ποσό των 638.000 ευρώ στο ποσό των 516.000 ευρώ.
Υπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό και συγγραφή υποχρεώσεων το οποίο θεωρήθηκε από τη ΔΟΥ Ρόδου σύμφωνα με το οποίο θα παρέδιδαν ολοκληρωμένη την κατοικία έως την 10η Δεκεμβρίου 2013.
Το συμφωνητικό αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με άλλο, 10 μήνες περίπου αργότερα, το οποίο ομοίως θεωρήθηκε από τη ΔΟΥ Ρόδου.
Υποστηρίζεται ότι στο πρώτο χρονικό διάστημα οι εργασίες εκτελούντο με ικανοποιητικό ρυθμό, γεγονός το οποίο έπεισε τον ιδιοκτήτη ότι θα τηρηθεί και ο προϋπολογισμός του έργου και το χρονοδιάγραμμα εκτελέσεως των εργασιών και παραδόσεως του έργου, όμως από το Φθινόπωρο του 2013 κατά τις επισκέψεις του στη Μύκονο, άρχισε να του γίνεται αντιληπτό ότι αυτό σταμάτησε να συμβαίνει, αφού η πρόοδος των εργασιών, όπως ισχυρίζεται, δεν συμβάδιζε με τις αντίστοιχες πληρωμές.
Με αφορμή μία μικρή απόκλιση αναφορικά με την αξία των εργασιών ζητήθηκε από τους εγκαλούμενους και συμφωνήθηκε η παράταση της παραδόσεως, κατά τρεις μήνες και είκοσι ημέρες, ορισθείσης νέας ημερομηνίας την 31η Μαρτίου 2014.
Την 17η Ιανουαρίου 2014, επισκέφθηκε, όπως υποστηρίζει, αιφνιδιαστικά τη Μύκονο, προκειμένου να διαπιστώσει την πρόοδο των εργασιών και με έκπληξη διαπίστωσε, ότι ουδεμία εργασία έγινε στο χρονικό διάστημα από της υπογραφής του από 15 Νοεμβρίου 2013 συμφωνητικού έως τότε, εκτός της τοποθετήσεως των δαπέδων, παρά την καταβολή του ιδιαίτερα σημαντικού ποσού των 62.548,80 ευρώ την 22α Νοεμβρίου 2013.
Ταυτόχρονα ο τοπικός υπεργολάβος, ο οποίος είχε αναλάβει τις εργασίες τοιχοποιίας, επιχρισμάτων και τοποθετήσεως των δαπέδων, του γνωστοποίησε παρουσία του πρώτου των μηνυόμενων ότι, του όφειλε 50.000 ευρώ, για εργασίες τις οποίες εξετέλεσε και ότι δεν θα προχωρούσε πλέον τις εργασίες αν δεν του καταβαλλόταν άμεσα το ποσό αυτό.
Ο μηνυτής υποστηρίζει ότι διαμαρτυρήθηκε διότι είχε καταβάλει έως τότε ποσό 498.766 ευρώ και επεσήμανε, ότι η διαμορφωθείσα κατάσταση δεν εμπνέει πλέον αισιοδοξία για την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων.
Ο μηνυτής υποστηρίζει ότι ο πρώτος μηνυόμενος ισχυρίστηκε ότι η προσφορά αποδείχτηκε πολύ μικρή ενώ πέραν τούτου είχαν κατασχεθεί από τη ΔΟΥ 58.000 ευρώ που του είχαν καταβληθεί για το έργο.
Ο μηνυτής ελάμβανε στο μεταξύ πληροφορίες από συνεργεία ότι δεν είχαν πληρωθεί και υποστηρίζει ότι τα χρήματα που κατέβαλε είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλους άσχετους σκοπούς.
Ισχυρίζεται ότι οι εγκαλούμενοι διέθεσαν για τις ανάγκες του έργου ποσό 204.000 ευρώ αντί των 499.792 ευρώ που είχαν εισπράξει.
Διατείνεται ότι κατά την επίσκεψη στη Μύκονο αποκαλύφθηκε από όλους τους υπεργολάβους οι οποίοι είχαν εργασθεί εκεί ότι αφενός είχαν λάβει μικρότερα ποσά από αυτά τα οποία είχα καταθέσει στο λογαριασμό της εταιρίας των εγκαλουμένων αφετέρου ότι υπήρχαν ακόμη και όφειλες των και προς τους υπεργολάβους και προς το ΙΚΑ.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων παρίστανται οι δικηγόροι κ.κ. Βασίλης Καβουριού και Μιχάλης Καντιδενός ενώ την πολιτική αγωγή εκπροσωπούν οι δικηγόροι κ.κ. Γ. Μαυρομάτης και Μαριέττα Χατζηγιώργη.