Η 24η Ιανουαρίου καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ως Διεθνής Ημέρα της Εκπαίδευσης, με σκοπό την ανάδειξη της συμβολής της Εκπαίδευσης στην ειρήνη και την ανάπτυξη. Με την ευκαιρία της ημέρας ας δούμε πού βρισκόμαστε. Οδηγός μας το πρόγραμμα PISA. Πρόκειται για μία έρευνα του ΟΟΣΑ στους μαθητές της Α Λυκείου στις χώρες μέλη του.
Εξετάζονται οι γνώσεις των μαθητών στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Τα θέματα έχουν τη λογική τι μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι μαθητές από αυτά που γνωρίζουν, στην προσπάθεια των ερευνητών να υπερβούν τα διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα που εφαρμόζονται στις χώρες του ΟΟΣΑ. Η έρευνα γίνεται κάθε τρία χρόνια. Η τελευταία φορά που διεξήχθη ήταν το 2018· το 2021 δεν έγινε, λόγω κορονοϊού, και μετατέθηκε για την άνοιξη του 2022.
Συνήθως στα αποτελέσματα του προγράμματος PISA μένουμε στους μέσους όρους των χωρών, με την Ελλάδα να βρίσκεται κάθε φορά κάτω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που συμμετέχουν στο πρόγραμμα PISA, από το 2000 που ξεκίνησε η έρευνα. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο που πρέπει να δούμε. Πόσα παιδιά δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν το μάθημα στην Α Λυκείου, την ηλικία στην οποία διεξάγεται ο διαγωνισμός PISA. Για να το δούμε αυτό πρέπει να αναλύσουμε τα επίπεδα που κατατάσσουν τους μαθητές στο διαγωνισμό. Τα αποτελέσματα χωρίζονται σε 6 επίπεδα με το 6ο επίπεδο να απεικονίζει το ποσοστό των μαθητών που έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις και το 1ο επίπεδο να απεικονίζει το ποσοστό των μαθητών που δεν έχουν ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για να ανταποκριθούν στην εξέταση.
Στον πίνακα βλέπουμε το ποσοστό των μαθητών μας που κατατάσσονται κάτω από το επίπεδο 2, δηλαδή στο επίπεδο 1, που έχει και υποδιαιρέσεις, 1a, 1b κτλ. Τα ποσοστά των μαθητών μας που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο 2 είναι για την κατανόηση κειμένου 30,5%, για τα Μαθηματικά 35,8% και για τις Φυσικές Επιστήμες 31,7%. Το Ισραήλ μας συναγωνίζεται στην αποτυχία. Ξεπερνάμε την Κύπρο και είμαστε χειρότεροι από την Τουρκία στην κατανόηση κειμένου και στις Φυσικές Επιστήμες. Ο μέσος όρος των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο 2 είναι από 22 έως 24%.
Το ποσοστό των μαθητών που κατατάσσεται κάτω από το επίπεδο 2 στις προηγμένες χώρες είναι 15 έως 20%. Δηλαδή ένας στους έξι έως ένας στους πέντε. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Πολωνία και η Σλοβενία από τις χώρες της ΕΕ· Ιαπωνία και Κορέα από την Άπω Ανατολή. Αυτό σημαίνει ότι στη νέα γενιά θα έχουμε τους διπλάσιους λειτουργικά αναλφάβητους από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Το χάσμα μας με την ΕΕ μεγαλώνει αντί να μικραίνει. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πριν 15 χρόνια κάναμε τη σύγκριση με τους ισχυρούς της ΕΕ, προσπαθώντας να τους φτάσουμε, ενώ τώρα συγκρινόμαστε με την Πορτογαλία (που μας ξεπερνάει σε όλα) και την Τουρκία (που μας ξεπερνά σε μερικά). Μάλλον πληρώνουμε τη διαχείριση της δεκαετίας του 2000, που εκτός από την οικονομική κρίση δημιούργησε και πολλά άλλα προβλήματα, σε πολλούς τομείς.
Στον αντίποδα, στις υψηλές επιδόσεις στο επίπεδο 6 δηλαδή, στα Μαθηματικά η Κορέα έχει το 6,9% των μαθητών και η Ιαπωνία το 4,3%. Οι χώρες της Ευρώπης βρίσκονται από 1,8 έως 4%. Η Τουρκία είναι στο 0,9%, ενώ η Ελλάδα στο 0,5%. Έχουμε δηλαδή τους μισούς αριστούχους στα Μαθηματικά από την Τουρκία. Στις Φυσικές Επιστήμες έχουμε 0% και στην κατανόηση κειμένου 0,3%. Δεν είναι, λοιπόν, ότι αδιαφορούμε για τους αδύνατους μαθητές. Αδιαφορούμε για όλους τους μαθητές, αδύνατους ή δυνατούς, αφού όλοι δυνατοί και αδύνατοι είναι λιγότεροι από των προηγμένων χωρών.
Το πρόγραμμα PISA αμφισβητείται από αρκετούς στην Ελλάδα. Πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχει ο καθένας η διαπίστωση του μεγέθους της άγνοιας των μαθητών μας δεν χωράει, πια, καμία αμφισβήτηση. Το διαπιστώνουν καθημερινά οι εκπαιδευτικοί στην τάξη. Το διαπιστώνουμε όταν ανακοινώνονται οι βαθμολογίες των Πανελλαδικών. Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα με την τηλεκπαίδευση που έφερε η πανδημία και δημιούργησε απίστευτα κενά στους μαθητές· αυτό βέβαια είναι παγκόσμιο φαινόμενο και όχι μόνο ελληνικό.
Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας. Το κάνουμε τόσα χρόνια τώρα. Βαφτίζουμε αριστούχους τους μέτριους μαθητές και τους βραβεύουμε κάθε 28η Οκτωβρίου και κάνουμε ότι δεν βλέπουμε. Το αποτέλεσμα είναι ο συνεχής κατήφορος, η συνεχής χειροτέρευση των επιδόσεων των μαθητών μας.
Πρώτο βήμα είναι, λοιπόν, να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Δεύτερο βήμα η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να ληφθούν αποφάσεις που δεν θα αλλάζουν με την αλλαγή του Υπουργού Παιδείας ή της Κυβέρνησης. Μακροπρόθεσμο σχέδιο λέγεται. Βάζουμε στόχους και προγραμματίζουμε τη βραχυπρόθεσμη, αλλά και τη μακροπρόθεσμη εφαρμογή τους. Έτσι ελπίζουμε ότι σε μία δεκαετία θα έχει αντιστραφεί το κλίμα και θα έχουμε βελτίωση των επιδόσεων. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Πηγή naftemporiki.gr