Μια ιστορία αγάπης βγαλμένη από τα παραμύθια – Τον θάνατό της έκανε γνωστό ο γιος της, γνωστός τραγουδιστής, Γιώργος Γιαννιάς
Είναι μερικές ιστορίες αγάπης, βγαλμένες από παραμύθια για να θυμίζουν στους κοινούς θνητούς πως «η μεγαλύτερη ευτυχία που δίνεται από τους θεούς είναι ο έρωτας», όπως είπε ο Πλάτωνας.
Το βράδυ της περασμένης Τρίτης η Μαρία Καραγιάννη Γιαννιά, πέντε μήνες μετά από την απώλεια του αγαπημένου της Στέφανου, «έφυγε» κι εκείνη.
Πέντε μήνες, τόσο άντεξε μακριά του. Όταν γνωρίστηκαν η Μαρία ήταν 14 ετών και ο Στέφανος 18. Ο έρωτας, όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος ο Στέφανος Γιαννιάς στη «δημοκρατική» ήταν κεραυνοβόλος. Πέρασαν από 40 κύματα μέχρι να καταφέρουν να είναι μαζί. Δεν κατάφερε να τους χωρίσει ούτε η μετακόμιση της Μαρίας στην Αμερική… Εκτοτε πορεύτηκαν μαζί στη ζωή. Μέχρι που στις 13 Σεπτεμβρίου 2023 φεύγει από τη ζωή ο αγαπημένος της Στέφανος.
Η Μαρία Καραγιάννη δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατό του. Ηταν μαζί 55 ολόκληρα χρόνια. Στις 27 Φεβρουαρίου 2024, και έπειτα από προβλήματα υγείας που την ταλαιπώρησαν στο τελευταίο διάστημα μετά τον χαμό του αγαπημένου της συζύγου, κίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
Συγκλονισμένα τα τρία τους παιδιά, ο Τσαμπίκος, η Σεβούλα και ο Γιώργος, μέσα σε πέντε μήνες έχασαν και τους δυο τους γονείς. Η μόνη τους παρηγοριά αυτές τις δύσκολες ώρες, είναι πως οι γονείς τους συναντήθηκαν ξανά.
Τον Ιούνιο του 2020, ο Στέφανος Γιαννιάς, παραχώρησε συνέντευξη στη “δημοκρατική”.
Ευφυής, εξαιρετικά ευγενής, με χιούμορ εξιστόρησε την πορεία του από τον Αρχάγγελο μέχρι την Αμερική. Ορφάνεψε από πατέρα στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Μεγαλώνοντας, έγινε ένας από τους καλύτερους ράφτες της Ρόδου. Τα κοστούμια του έφτασαν μέχρι την Αυστραλία, με την τέχνη του εντυπωσιάστηκε ακόμα και ο διάσημος ηθοποιός Γκρέγκορι Πεκ.
Η δεξιοτεχνία του στη ραπτική και η αγάπη του για τη γυμναστική, τον οδήγησαν τότε στην αυλή του βασιλιά Κωνσταντίνου: “Στη διάρκεια της θητείας μου είχα γνωρίσει όλους τους διοικητές των ανακτόρων γιατί ήμουν καλός ράφτης και έρχονταν όλοι και τους έραβα κοστούμια. Εγώ πριν πάω στην βασιλική ακολουθία είχα δικό μου ατελιέ, στον Αρχάγγελο. Εκανα μόδες δικές μου, τα κοστούμια μου έφτασαν μέχρι την Αυστραλία!”…
Εφυγε στην Αμερική με την γυναίκα της ζωής του, Μαρία, όπου έζησε το αμερικάνικο όνειρο και επέστρεψαν στη Ρόδο, το 1984…
Η διήγηση για την μεγάλη του αγάπη, ήταν καθηλωτική:
«Οταν είχα το ραφείο στον Αρχάγγελο, πήγαινα στο χωριό της, την Μαλώνα, και για να ράβω ρούχα. Μια μέρα, πήγαμε με ένα φίλο στη Μαλώνα να δούμε σινεμά, γιατί τότε στον Αρχάγγελο δεν είχε. Οταν μπήκα, κάθισα στην άκρη και όπως έβλεπα τον κόσμο που έμπαινε, βλέπω μια μελαχρινή με μακριά μαύρα μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια καστανά, κούκλα! Αμέσως με χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα. Οταν έσβησαν τα φώτα στο σινεμά, γύρισε με κοίταξε, την κοίταξα, κι αυτό ήταν! Από τη χαρά μου χοροπηδούσα πάνω στο κάθισμα. Στο τέλος του σινεμά, όταν έφευγε, τη χαιρέτισα. Πού να ησυχάσω την άλλη μέρα! Πήγα στη Μαλώνα, και έψαχνα να τη βρω, γιατί δεν ήξερα ούτε το όνομά της. Ρωτώντας, έμαθα ποια είναι και πού μένει και πήγα με το μηχανάκι. Ηταν στην αυλή, την είδα και με είδε, κι από εκείνη τη στιγμή είμαστε μαζί. Εκείνη ήταν 14 ετών και εγώ 18. Της έκανα καντάδες κάτω από το σπίτι της, με μια κιθάρα. Της τραγουδούσα τραγούδια του Καζαντζίδη.
Η Μαρία έφυγε στην Αμερική τον Ιανουάριο του 1966 και εγώ πήγα στα ανάκτορα τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Οι γονείς της είχαν ήδη πάει στην Αμερική και μέχρι να γίνουν τα χαρτιά της Μαρίας, βρήκα καιρό…. και αρμένιζα! Είχαμε αλληλογραφία κρυφά από τον μπαμπά της όταν έφυγε κι εκείνη, γιατί είχε αντιρρήσεις επειδή ήμουν Αρχαγγελίτης (γέλια)! Ο πατέρας μου σκοτώθηκε όταν ήμουν τεσσάρων ετών περίπου.. Ημασταν η πιο πλούσια οικογένεια και γίναμε η πιο φτωχή όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε δικό του φορτηγό. Στο σπίτι μας είχαμε την καρέκλα του δεσπότη, που ερχόταν στο σπίτι μας μετά τη λειτουργία και καθόταν εκεί. Είχαμε το πρώτο ραδιόφωνο, τότε ήταν μεγάλη υπόθεση. Λειτουργούσε με μπαταρία αυτοκινήτου. Μετά που σκοτώθηκε ο πατέρας μου τα χάσαμε όλα, εγώ και τα τρία αδέλφια μου, ζήσαμε μεγάλη φτώχια.
Η Μαρία, μου έστελνε γράμματα. Εντωμεταξύ εγώ πριν φύγω προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον πατέρα της, του έστελνα γράμματα και δεν απαντούσε! Οπότε, πριν πάω στα ανάκτορα, του έστειλα ένα τελευταίο και του έγραψα “Κύριε Καραγιάννη, σου στέλνω το τελευταίο μου γράμμα παρακαλώντας σε να αφήσεις την κόρη σου να με αγαπά, διαφορετικά αν σε κάποιον νέο συμβεί κάτι απρόοπτο και δυσάρεστο, θα φταίτε εσείς!”. Σε αυτό το γράμμα μου απάντησε, κατάλαβε ότι αγαπώ πραγματικά τη Μαρία και μου είπε, “Τι να κάνω παιδί μου που η Μαρία είναι τόσες χιλιάδες μίλια μακριά… Πήγαινε στο στρατό και όταν τελειώσεις με το καλό να κάνουμε το γάμο”. Οταν πήρα αυτή την απάντηση τρελάθηκα από τη χαρά μου, αμέσως πήγα αγόρασα βέρες, πήγα στον νονό της και είπα σε όλο τον κόσμο ότι αρραβωνιαστήκαμε! Αυτή η αγάπη παραμένει μέχρι σήμερα…
Στις 31 Ιανουαρίου του 1969 φύγαμε για την Αμερική όπου ήταν οι γονείς της Μαρίας. Εδώ στη Ρόδο ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια, υπήρχε φτώχεια. Ηταν περίοδος της Χούντας, που μας κυνηγούσε, δεν μας άφηνε σε ησυχία. Εμένα με κυνηγούσε επειδή ήμουν στη βασιλική φρουρά. Το 1984 πήραμε την απόφαση να επιστρέψουμε, όταν άρχισαν τα πράγματα να γίνονται δύσκολα στην Αμερική με την έξαρση της εγκληματικότητας και της βίας. Φοβήθηκα για τα παιδιά. Πήραμε την απόφαση να αφήσουμε πίσω τις δουλειές μας, είχα δέκα καθαριστήρια τότε στη Βαλτιμόρη. Big Businness, που λένε. Εκανα τότε 5.000 δολάρια καθαρά τον μήνα. Ηρθαμε στη Ρόδο κι εγκατασταθήκαμε στη Μαλώνα. Μείναμε 8 μήνες, κι έπειτα αγόρασα καθαριστήριο στη Ρόδο και από τότε μείναμε εδώ».