Δυο μήνες μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και κατόπιν πολλών επαφών μελών της ελληνικής Κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά και της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου, εξακολουθούν να κυκλοφορούν έντονα τα καταστροφικά σενάρια χρεοκοπίας από πιστωτικό γεγονός, λόγω αδυναμίας της Χώρας μας να εξυπηρετήσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του υπερβολικού Δημόσιου χρέους της, τονίζει ο Β. Κορκίδης.
Κάθε λοιπόν καθυστέρηση στη διαδικασία και ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, παρατείνει την αβεβαιότητα, ενισχύει τα διάφορα σενάρια φόβου και “στεγνώνει” από την ήδη προβληματική ρευστότητα, την εσωτερική αγορά.
Οι δε λεονταρισμοί μέσω δηλώσεων, για πιθανή κατάληξη ρήξης με τους δανειστές και εξόδου απο την Ευρωζώνη θα πρέπει να γίνει κατανοητό οτι είναι μια “αυτοκτονική” συμπεριφορά, που δεν θα αποτελεί κατόρθωμα, αλλά αποτέλεσμα απόλυτης αποτυχίας στη διαχείριση της διαπραγμάτευσης. Ζητούμενο μετά από τη δραματική προειδοποίηση της Κομισιόν οτι το Ταμείο μας θα είναι άδειο σε δύο εβδομάδες, θα πρέπει να είναι μια αξιοπρεπής συμφωνία, χωρίς εσωκυβερνητικές διαφωνίες.
Το κλίμα ρήξης δημιουργεί πανικό στην κοινωνία και την οικονομία με απόδειξη τα 26 δις που “έφυγαν” από τις ελληνικές τράπεζες, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να έχουν μειωθεί για πρώτη φορά κάτω από τα €140 δισ. Παράλληλα πάνω από €15 δις διεθνών κεφαλαίων ρευστοποιήθηκαν, εγκαταλείποντας το Ελληνικό Χρηματιστήριο.
Είναι λοιπόν καθήκον της Κυβέρνησης να συζητήσει και να πείσει το Brussels Group με τις προτάσεις της, ώστε να αποδεχθούν οι θεσμοί τη λίστα μεταρρυθμίσεων των €3δισ. και επιτέλους να εγκρίνουν την εκταμίευση μέρους της δόσης των €7,2 δισ., που εκρεμμεί απο το 2014.
Αλλωστε ο κεντρικός στόχος του διαλόγου της Κυβέρνησης με την αγορά μέσα από τις δομές κοινωνικής εκπροσώπησης ευθυγραμμίζεται με την αναγκαιότητα για άμεση υλοποίηση πολιτικών που θα απεγκλωβίσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις από την ασφυξία στην οποία έχουν περιέλθει εξαιτίας συσσωρευμένων ανασταλτικών παραγόντων, όπως είναι η έλλειψη ρευστότητας, η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση είτε μέσω των τραπεζών είτε μέσω των κοινοτικών προγραμμάτων, η φοροεπιδρομή, η μείωση των εισοδημάτων, η γραφειοκρατία στο Δημόσιο και βεβαίως η αδυναμία εξυγίανσης του χώρου από πρακτικές παραοικονομίας.
Το τελευταίο διάστημα ως γνωστό, παρατηρείται μεγάλη αναστάτωση στην αγορά, καθώς υπάρχει μια κλιμάκωση της απαίτησης πολλών οίκων για προπληρωμή παραγγελιών και πλήρη κάλυψη με έκδοση τραπεζικών εγγυήσεων από την πλευρά των ελληνικών εισαγωγικών επιχειρήσεων. Η αβεβαιότητα που επικρατεί σε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις και ειδικότερα με το αν θα προκύψει συμβιβαστική επωφελής προς τη χώρα συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, που θα θέσει τέλος στα σενάρια καταστροφολογίας περί εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη και το κοινό νόμισμα, προκαλεί αναταράξεις στις συναλλακτικές επιχειρηματικές σχέσεις.
Η δυσπιστία σε βάρος της ελληνική οικονομίας μετά τη πρόσφατη τριπλή υποβάθμιση της, από τον οίκο Fitch σε CCC από B, είναι πάλι παρούσα. Λαμβάνει δε, ανησυχητικές διαστάσεις ειδικά στον κλάδο του εμπορίου αλλά και στην εγχώρια βιομηχανία και μεταποίηση.
Πόσο εύκολο είναι όμως σήμερα για μια εισαγωγική επιχείρηση να προεξοφλεί εις ολόκληρον και μάλιστα τοις μετρητοίς τις παραγγελίες που έχει ανάγκη από το εξωτερικό; Καθόλου. Η πραγματικότητα είναι ότι τουλάχιστον 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις της λειτουργίας τους. Από τη ζοφερή οικονομική κατάσταση που επικρατεί, τουλάχιστον 1 στις 5 εμφανίζεται αδύναμη να καλύψει τις οικονομικές της υποχρέωσεις και πάνω από 2 στις 5 έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές σε εφορία και Ασφαλιστικά Ταμεία. Οι εισαγωγικές επιχειρήσεις καλούνται να βρουν τρόπους να ανταποκριθούν στην απαίτηση για έκδοση «ακριβών» εγγυητικών επιστολών και να αντιμετωπίσουν τη μείωση των ορίων ασφάλισης των πιστώσεων από το εξωτερικό. Τρόποι αντιμετώπισης μιας κατάστασης, “Αδράνειας, Απραξίας και Ασφυξίας” της πραγματικής οικονομίας, εάν δεν “κλειδώσει” μια νέα συμφωνία επανεκκίνησης είναι αμφίβολο ότι υπάρχουν.
Η επιστροφή στη συναλλακτική εμπιστοσύνη μεταξύ των ξένων αγορών και της ελληνικής εξαρτάται αποκλειστικά από την έκβαση της διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους. Σ’ αυτήν έχει εναποθέσει τις ελπίδες της η αγορά για να διαμορφωθεί εκ νέου ένα κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς όφελος της μικρομεσαίας ελληνικής επιχειρηματικότητας. Από αυτή την εξέλιξη θα καθοριστεί ο θάνατος ή η αναγέννησή της αγοράς. Ελπίζω να κυριαρχήσει η λογική και το δημόσιο συμφέρον. Να βγούμε επιτέλους από την αδράνεια και το σκοτάδι ενός διαρκώς επερχόμενου τέλους.
Ούτε το “μαρτύριο της σταγόνας” που περνάμε σήμερα, ούτε ο “ξαφνικός θάνατος” εξόδου μας από το ευρώ, είναι επιλογές του ελληνικού λαού και δεν νομιμοποιούνται να είναι στις επιλογές της διαπραγματευτικής ομάδας της Κυβέρνησης. Η δε πολυτέλεια προτίμησης “κόμματος και χρώματος”, αλλά και προσωπικών απόψεων δεν μπορεί να υφίσταται μπροστά στην προτεραιότητα διάσωσης της Πατρίδας μας. Η κατάληξη σε μια άτακτη χρεοκοπία από πιστωτικό γεγονός, μετά από 5 χρόνια άνισου αγώνα με θύματα εκατομμύρια Έλληνες πολίτες, θα είναι από τους πολιτικούς του τόπου μια εθνική εγκληματική ενέργεια.
Κοινή επιδίωξη πρέπει να είναι η αναγέννηση και όχι ο “θάνατος” των μικρομεσαίων, η λειτουργία και όχι η απραξία της πραγματικής οικονομίας, η απασχόληση και όχι η ανεργία, η παρουσία και όχι η απομόνωση της χώρας, η αξιοπρέπεια και όχι η πτώχευση του ελληνικού λαού. Ένας “έντιμος συμβιβασμός” προϋποθέτει “ειλικρινείς υποχωρήσεις” εκατέρωθεν.
Η ρήξη δεν είναι λύση, καταλήγει ο κ. Κορκίδης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ