Περίπου 2 εκατομμύρια Γερμανοί, δηλαδή το 5% του ενεργού πληθυσμού, αναγκάζονται να κάνουν τουλάχιστον δύο δουλειές για να ζήσουν, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στην δημοσιότητα.
Το 2014 το 5% του ενεργού πληθυσμού της Γερμανίας είχε τουλάχιστον μια δεύτερη δουλειά μαζί με την κύρια απασχόλησή του, ανακοίνωσε το Ομοσπονδιακό Γραφείο Στατιστικών Destatis, επισημαίνοντας ότι η αναλογία αυτή σημείωσε αύξηση 13% σε σχέση με το 2011.
Τα στοιχεία που υπάρχουν φτιάχνουν το πορτρέτο αυτών των 2 εκατομμυρίων εργαζομένων: πρόκειται στην πλειονότητά τους για γυναίκες ηλικίας 35 ως 55 ετών που εργάζονται ως μισθωτοί.
Η ανάγκη να κάνουν πολλές δουλειές αφορά κυρίως το 5,4% των ενεργών γυναικών, έναντι ποσοστού 4,6% των ανδρών, και τις ηλικιακές ομάδες 35-44 ετών (5,8%) και 45-54 ετών (5,5%).
Το Destatis εξηγεί ότι οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο από τους άνδρες, καθώς αυτές κατέχουν ως επί το πλείστον θέσεις μερικής απασχόλησης στην Γερμανία. Αυτό αποτελεί έναν αποφασιστικό παράγοντα που ωθεί στην αναζήτηση μιας συμπληρωματικής εργασίας.
Βάσει των στοιχείων του Destatis, η δεύτερη δουλειά είναι κυρίως μισθωτή (σε ποσοστό 60,5%), μολονότι λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο των Γερμανών (34,5%) κάνουν δεύτερη δουλειά ως ανεξάρτητοι εργαζόμενοι. Επίσης, σύμφωνα με το Destatis η συμπληρωματική εργασία αντιστοιχεί σε 8,5 ώρες την εβδομάδα.
Τα στοιχεία αυτά αλλάζουν την εικόνα για την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας στην Γερμανία, μια χώρα την οποία επικαλούνται συχνά ως υπόδειγμα στην Ευρώπη καθώς σε ορισμένες περιοχές της υπάρχει σχεδόν πλήρης απασχόληση. Η Γερμανία έχει εξάλλου σήμερα το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (6,4% τον Μάρτιο με διορθωμένα στοιχεία ανάλογα με τις εποχικές μεταβολές) από την επανένωσή της το 1990.
Η Γερμανία προχώρησε σε μια σημαντική απελευθέρωση της αγοράς εργασίας της μεταξύ του 2003 και του 2005 χάρη στις μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η χώρα αποτελεί σήμερα τον οικονομικό μοχλό της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά διάφορες μελέτες υπενθυμίζουν τακτικά τις ανισότητες που συσσωρεύονται εδώ και αρκετά χρόνια.
ΑΠΕ-ΜΠΕ