«Η συμφωνία με τους θεσμούς επείγει και είναι δυνατή» αυτό αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνοντας ότι η «οικονομία υποτροπιάζει».
Και χαρακτηρίζει «ιδιότυπο» το μείγμα των νέων φόρων, δαπανών και θεσμικών αλλαγών. εκτιμώντας ότι δεν εντάσσονται σε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη ούτε είναι σαφές πως θα χρηματοδοτηθούν «παρά την αισιοδοξία του «κειμένου εργασίας» για νέα φορολογικά έσοδα 4,7 έως 6,1 € δισ.».
Η συμφωνία επείγει – η οικονομία υποτροπιάζει
Για να στηρίξει το επιχείρημα περί ραγδαίας επιδείνωσης, το Γραφείο Προϋπολογισμού παραθέτει μια σειρά από επιχειρήματα:
Ήδη από το τέταρτο τρίμηνο του 2014, η οικονομία έχει επιστρέψει σε υφεσιακή τροχιά, οι καταθέσεις από τον περασμένο Νοέμβριο έχουν υποχωρήσει κατά 26 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2015 ο δείκτης οικονομικού κλίματος ήταν σε έντονα πτωτική τροχιά.
«Η δραστική επιδείνωση των συνθηκών στην οικονομία τροφοδοτεί νέα γενιά κόκκινων δανείων ενώ οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικές δυσκολίες και τεράστιο πρόβλημα με ξένους πελάτες και προμηθευτές» αναφέρεται χαρακτηριστικά ενώ προστίθεται ότι τα ληξιπρόθεσμα προς το δημόσιο αυξήθηκαν κατά 3,47 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στο πρώτο τρίμηνο.
Η τρέχουσα κατάσταση απειλεί πλέον ακόμη και τις υγιείς επιχειρήσεις αναφέρει η έκθεση μερικά από τα κυριότερα σημεία της οποίας είναι τα εξής:
Ο εκλογικός κύκλος και η παρατεταμένη αδυναμία συμφωνίας κυβέρνησης και θεσμών, η εκκρεμότητα γύρω από τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως είναι οι αμφιταλαντεύσεις σε ζητήματα έννομης τάξης (“rule of law”) και οι αντικρουόμενες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών σχετικά με το ενδεχόμενο συμφωνίας ή ρήξης, ενέτειναν την αβεβαιότητα, που με τη σειρά της προκάλεσε επενδυτική υστέρηση στην αγορά και σε συνδυασμό με αντιφατικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης, είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2014, την επιστροφή της οικονομίας σε υφεσιακή τροχιά.
· Η τρέχουσα κατάσταση δεν απειλεί μόνον όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά και όσες τα χρόνια της κρίσης άντεξαν, επένδυσαν, συγκράτησαν μισθούς, κατέβαλαν φό-ρους και απέφυγαν απολύσεις. Απειλεί δηλαδή, την υγιή επιχειρηματικότητα.
· Κατά τη γνώμη του ΓΠΚΒ θα ήταν ιστορικό λάθος να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη την ώρα που η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη αρχίζει να αλλάζει σε κατεύθυνση ευνοϊκή για την ίδια τη χώρα
· Όσο καιρό η Ελλάδα είναι αποκομμένη από τις αγορές, χρειάζεται τη χρηματοδοτική στήριξη κυρίως των Ευρωπαϊκών θεσμών και αυτή προϋποθέτει συμφωνία πάνω στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.
· Μόνον η τελική συμφωνία με τους εταίρους στην Ευρωζώνη θα εξαλείψει τις αβεβαιότητες και θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη.
Δημοσιονομική προσαρμογή με ιδιότυπο μείγμα νέων φόρων
ακόλουθο απόσπασμα: Συνοπτικά, η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται είναι ένα ιδιότυπο μείγμα νέων φόρων, νέων δαπανών και θεσμικών αλλαγών και σε μεγάλο βαθμό ανακοινωμένων αντιφατικών προθέσεων για αλλαγές. Για ορισμένα μέτρα (π.χ. 100 δόσεις) είναι απροσδιόριστες τελικά οι μακροχρόνιες επιπτώσεις. Παρά το βραχυπρόθεσμο όφελος, το μείγμα αυτό εντείνει την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση.
Ιδιαίτερη αναφορά υπάρχει και στο σκέλος των δαπανών:
«Στην πλευρά των δαπανών υπάρχει ασάφεια ως προς την εξέλιξή τους. Οι διάφορες ανακοινώσεις γίνονται αποσπασματικά. Η ασάφεια προκύπτει από ότι πολλά από τα μέτρα τα οποία έχουν ανακοινωθεί δεν έχουν νομοθετηθεί, αλλά και από τον αποσπασματικό χαρακτήρα πολλών ανακοινώσεων που δεν δημιουργούν πεποιθήσεις για ένα συνεχές και σταθερό σχέδιο. Το επίπεδο των δαπανών και, κυρίως, η πορεία των διαφόρων κονδυλίων εξαρτώνται από τα μέτρα που έχουν ήδη αποφασισθεί ή εξαγγελθεί και προκαλούν νέες δαπάνες: οι νέες αμυντικές προμήθειες, η χορήγηση 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους, η κατάργηση της φόρμουλας μηδενικού ελλείμματος στο ασφαλιστικό, η έκτακτη βοήθεια στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ), κ.α.
Κάθε ένα από τα μέτρα αυτά μπορεί να συζητηθεί ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, αλλά όλα μαζί δεν εντάσσονται σε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη ούτε είναι σαφές πώς θα χρηματοδοτηθούν τελικά, παρά την αισιοδοξία του «κειμένου εργασίας» για νέα φορολογικά έσοδα 4,7 έως 6,1 € δισ., ούτε τέλος στηρίζονται σε τεκμηριωμένη ανάλυση των έμμεσων, μακροχρόνιων επιπτώσεων στις συμπεριφορές και προσδοκίες των πολιτών».