Εισπνέοντας ανθοβολιές κι αέρηδες μυρωμένους , θα ξεκινήσω απόψε για μιαν εκκλησιά. Να κρυφτώ σε μια γωνιά μόνη ανάμεσα σε πολλούς.
«Η Αγία Επανάληψη, η θαυματουργή, η αχειροποίητος, όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα, θαμμένη, σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας, σε κάποιο πρόγονό μας μέλλον. Όπως την πιστεύω.»
Ακουμπώντας στο στασίδι της πίστης που έχασα. Στο στασίδι όσων απαρνήθηκα. Για τις «αργίες, αργοπορίες, αγριότητες όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας».
Να δακρύσω, με την ευαισθησία εκείνης της παιδούλας με τα κάτασπρα καινούργια πασχαλιάτικα παπούτσια, για όλα όσα έχασα.
Να ανάψω ένα κερί στην ελπίδα.
Να κρατηθώ απ’ την πίστη μέσα από μια πασχαλιά του Επιτάφιου.
Ματαιωμένη αλλά όχι παραιτημένη.
Να προλάβω να ψιθυρίσω πριν το «τετέλεσται» Εκείνου, το δικό μου «μνήσθητι».