Της Ελευθερίας Αρλαπάνου
Σουρεαλιστικά χαρακτηριστικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αρχίζει να λαμβάνει το δράμα «ελάφρυνση χρέους» μετά το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας καθώς οι βασικοί παίχτες, Βερολίνο και ΔΝΤ, ρίχνουν στο τραπέζι ακραία σενάρια. Και μετά την αποκάλυψη των εκρηκτικών διαλόγων που διημείφθησαν στη συνάντηση, δείχνουν το σκηνικό σύγκρουσης που δεν προοιωνίζεται ευνοϊκή λύση, ούτε στο επόμενο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Όπως εκτιμούν έμπειροι παρατηρητές, στη φάση αυτή ίσως απλά παρακολουθούμε το αδιέξοδο στο οποίο έχει φθάσει η διαπραγμάτευση μεταξύ του ωμού ρεαλισμού του ΔΝΤ και της, καλβινιστικής έμπνευσης, στρατηγική του Σόιμπλε. Τα σπασμένα ασφαλώς θα πληρώνει ο πιο αδύναμος, που στην περίπτωση μας είναι η ελληνική οικονομία.
Η στάση των δανειστών δείχνει πάντως ότι οι αποφάσεις θα είναι οδυνηρές για την Ελλάδα ως προς την πολυετή επιτήρηση στην οποία θα βρίσκεται ώστε να πετυχαίνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η Γερμανία επιδιώκει την υπογραφή ενός είδους «Μνημονίου… χρέους» που θα υπογραφεί στο τέλος του υπάρχοντος προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Συγκεκριμένοι στόχοι
Στο νέο πρόγραμμα θα υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι που πρέπει να επιτυγχάνονται με μέτρα. Δηλαδή θα πρέπει η Ελλάδα να πιάνει τους στόχους για υψηλά πλεονάσματα και σε αντάλλαγμα θα έχει κάποιες «παροχές». Αυτές θα είναι τα μέτρα διευθέτησης του χρέους, όχι με τη μορφή «κουρέματος» αλλά με πολυετείς επιμηκύνσεις που θα μειώνουν σημαντικά το βάρος για την αποπληρωμή του.
Ουσιαστικά η Ελλάδα «σύρεται» στην αποδοχή ενός προγράμματος το οποίο θα έχει αυστηρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, «κόφτες» (μειώσεις μισθών, συντάξεων, απολύσεις) όταν οι στόχοι χάνονται και περιοριστική οικονομική πολιτική με «στενό κορσέ» διαρκούς επιτήρησης. Αλλωστε, μετά το 2022 η Ελλάδα θα πρέπει να εκπληρώνει τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας.
Αυτό που προκαλεί φόβο είναι η συζήτηση που θα ανοίξει για το αν τα μέτρα 4,9 δισ. ευρώ που ψηφίστηκαν πρόσφατα είναι αρκετά για την περίοδο μετά το 2018 ή θα απαιτήσουν κι άλλα οι δανειστές. Κι αυτό στη σκιά των παζαριών για τα πολυετή πλεονάσματα και πώς θα επιτευχθούν. Στο αρνητικό σενάριο, ενδεχομένως να τεθούν νωρίτερα σε ισχύ τα μέτρα και να μην εφαρμοστούν τα αντίμετρα. Στο θετικό σενάριο να υπάρξει απόφαση για μικρότερα πλεονάσματα που θα δώσουν δημοσιονομική «ανάσα» στη χώρα.
Τι θα γίνει
Αξιωματούχοι με βαθιά γνώση του θέματος αναφέρουν ότι στις τρεις κρίσιμες εβδομάδες που ακολουθούν, μέχρι το επόμενο Eurogroup, όλα μπορούν να συμβούν. Κρίσιμη ημερομηνία η 8η ? 9η Ιουνίου όπου διενεργείται η σύνοδος του EWG που θα προετοιμάσει το Eurogroup. Μέχρι τότε θα πρέπει να υπάρχει μια μίνιμουμ συμφωνία.
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια παραμένει. Υπό τους όρους αυτούς θα υπάρξει τελικά η πολυπόθητη και αναγκαία συμφωνία για την ελληνική οικονομία μέσα στις επόμενες τρεις εβδομάδες έως το Eurogroup της 15ης Ιουνίου; Πιθανόν να υπάρξει αλλά το ζητούμενο είναι εάν οι όροι της θα επιτρέψουν την έξοδο της χώρας στις αγορές ή θα την οδηγήσουν σε ένα νέο πρόγραμμα, πέραν του 2018, σε επιτροπεία εις το διηνεκές, και τελικά σε πιο ακραίες καταστάσεις σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο.
Οπως φάνηκε πάντως τα τελευταία 24ωρα, το σενάριο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διαφοροποιείται. Ποιο πιθανό θεωρείται τώρα μια συμφωνία-γέφυρα με συμμετοχή του Ταμείου αλλά τη χρηματοδότηση να την αποφασίσει αργότερα. Δηλαδή στις 15 Ιουνίου να αποφασιστεί η διατήρηση της αυτονομίας του Ταμείου, μέχρι να πάρει διαβεβαιώσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους με παρεμβάσεις ελάφρυνσης αυτού.
Ομως, αυτή την ώρα να μη συμβάλλει χρηματοδοτικά και οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν μετά τις γερμανικές εκλογές. Η τακτική του «μέσα-έξω» από το ΔΝΤ θα επιτρέψει στο Βερολίνο να κρατήσει την παρουσία του Ταμείου ζωντανή και να μην τεθεί σε κίνδυνο η εκταμίευση της δόσης. Ομως, θα βάζει ουσιαστικά το πρόβλημα «κάτω από το χαλί», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία, την έξοδό της στις αγορές, την ένταξη στο QE.
Λιτότητα στο διηνεκές
Μία γεύση των όσων συζητούνται στο παρασκήνιο είναι τα όσα αποκαλύπτει εμπιστευτικό έγγραφο του ESM το οποίο αποκάλυψε το Reuters. Το πρώτο σενάριο προβλέπει ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί ελάφρυνση του χρέους, αν διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα στα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ ή υψηλότερο μέχρι το 2032 και πάνω από το 3% μέχρι το 2038.Το σενάριο αυτό προβλέπει επίσης ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή ελάφρυνση χρέους, στη βάση της συμφωνίας του Μαΐου του 2016. Σε αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% μέχρι το 2022 και στη συνέχεια πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% μέχρι τα μέσα του 2030 και στο 1,5% μέχρι το 2048, διαμορφώνοντας έτσι τον μέσο στόχο της περιόδου 2023-2060 στο 2,2%.Τονίζεται ακόμη ότι η μέγιστη δυνατή ελάφρυνση χρέους που εξετάζεται για την Ελλάδα είναι η επέκταση της μέσης σταθμισμένης ωρίμανσης των δανείων κατά 17,5 έτη από τα 32,5 έτη που είναι σήμερα, με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080. Ο ESM μπορεί επίσης να περιορίσει την αποπληρωμή του χρέους στο 0,4% του ΑΕΠ έως το 2050, ορίζοντας «ταβάνι» 1% στο επιτόκιο των δανείων έως το 2050. Η πληρωμή των καταβλητέων τόκων που θα υπερβαίνουν το 1%, θα αναβάλλεται έως το 2050 και το ποσό θα ενσωματωθεί στο κόστος χρηματοδότησης του ταμείου διάσωσης. Ο ESM θα επαναγοράσει επιπλέον το 2019 τα 13 δισ. ευρώ που οφείλει η Ελλάδα στο ΔΝΤ, τα οποία είναι πολύ πιο ακριβά δάνεια από αυτά της ευρωζώνης. Στο πρώτο σενάριο, προβλέπεται μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα 1,3% την προβλεπόμενη περίοδο.
Το δεύτερο σενάριο στηρίζεται στις υποθέσεις του ΔΝΤ για μέση ανάπτυξη 1% και την επιστροφή το 2023 σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, μετά από πέντε χρόνια διατήρησής του στο 3,5%. Αυτό προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα αυξηθεί και θα αγγίξει το 226% το 2060. Οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, θα είναι στα τέλη του 2020 πάνω από το όριο του 15% του ΑΕΠ, που υποσχέθηκαν οι υπουργοί της Ευρωζώνης, αγγίζοντας επίπεδα άνω του 50% το 2060. Προκειμένου να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος, η Ευρωζώνη θα πρέπει να δώσει στην Ελλάδα βαθύτερη ελάφρυνση χρέους απ’ ό,τι προσέφερε υπό όρους το 2016, σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ. Κάτι που ωστόσο οι Ευρωπαίοι απορρίπτουν.
Σύμφωνα με το τρίτο σενάριο, που αποτελεί μια πιο συμβιβαστική μορφή των δύο προηγούμενων, προβλέπεται μέσος ρυθμός ανάπτυξης 1,25%, πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και σταδιακή μείωσή του στη συνέχεια στο 1,8% αντί στο 2,2% για την περίοδο 2023-2060. Το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να καταστεί βιώσιμο με την παράταση των μέσων σταθμισμένων λήξεων κατά 15 έτη με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080, την επιβολή ανώτατου ορίου στα επιτόκια των δανείων στο 1% έως το 2050 και τον καθορισμό του ανώτατου ορίου απόσβεσης στο 0,4% του ελληνικού ΑΕΠ, όπως προβλέπεται σύμφωνα με το τελευταίο αυτό σενάριο.
Βουντού economics
Οι τόνοι έχουν ανέβει κατακόρυφα όχι μόνο στο παρασκήνιο αλλά και στη δημόσια συζήτηση ειδικά στο εσωτερικό της Γερμανίας, όπου το ελληνικό χρέος έχει σκαρφαλώσει ψηλά στην προεκλογική ατζέντα της χώρας. Είναι ενδεικτικό το σχίσμα Σόιμπλε – Γκάμπριελ με την «πτέρυγα» Γκάμπριελ να μιλά ακόμη και για «οικονομική επιστήμη βουντού» ασκώντας σκληρή κριτική στα σενάρια επί των οποίων διαπραγματεύεται το Βερολίνο με το ΔΝΤ για την ανάπτυξη στην Ελλάδα για τα επόμενα 40 χρόνια από τους θεσμούς και το ΔΝΤ, καθώς και στους υπολογισμούς για πιθανά πρωτογενή πλεονάσματα.
Ημερησία