Ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, πιθανότατα όμως και ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, μεταφέρεται η «κόντρα» των παραγωγικών τάξεων του νησιού με τον Δήμο Ρόδου για τον ΔΗΦΟΔΩ.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», το Επιμελητήριο δέχτηκε καταγγελίες ότι ο Δήμος Ρόδου έχει δεσμεύσει τα ΑΦΜ επιχειρηματιών του νησιού για οφειλές τους σε δημοτικό φόρο παρά το γεγονός ότι η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει οριστικά και αμετάκλητα αντισυνταγματικό τον φόρο και με διάταξη στο τρίτο μνημόνιο προβλέπεται πέραν της κατάργησής του, η μη αναδρομική αξίωση των ήδη καταβληθέντων.
Θυμίζουμε ότι η δημοτική αρχή, μετά την υπ’ αρίθμ. 138/2015 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, της 11ης Ιουνίου 2015, δεν δεσμεύεται να ακυρώσει ταμειακές βεβαιώσεις για την καταβολή δημοτικού φόρου, παρότι έχει κριθεί αντισυνταγματικός και επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του δημοτικού συμβουλίου να κρίνει επί σχετικών αιτήσεων διαγραφής, με το βάρος του όρου ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται για το δημόσιο συμφέρον. Δηλαδή ότι η οικονομική κατάσταση του Δήμου είναι τέτοια, που να επιτρέπει διαγραφές.
Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει μείζονα προβλήματα σε επιχειρηματίες, που βρίσκονται ενώπιον του διλήμματος να καταβάλουν το 30% των ποσών που τους βεβαιώθηκαν προκειμένου να ασκήσουν ενδικοφανείς προσφυγές για την ακύρωση των ποσών που τους καταλογίστηκαν για οφειλές σε δημοτικό φόρο ή να ζητήσουν την ακύρωσή τους, που όπως όλα δείχνουν, δεν θα αποδεχτεί ο Δήμος Ρόδου.
Ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου κ. Γιάννης Πάππου, αποφάσισε να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της διοικούσας επιτροπής, ενώ έχει αναθέσει στο δικηγορικό γραφείο Ζέπος και Γιαννόπουλος των Αθηνών και στα δικηγορικά γραφεία Γιώργου Μαυρομάτη και Ακη Δημητριάδη στη Ρόδο τη μελέτη της υπόθεσης.
Εξετάζεται μάλιστα το ενδεχόμενο άσκησης μηνύσεων για εκβίαση σε βάρος εκπροσώπων του Δήμου Ρόδου!
Στο μεταξύ εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει γνωμοδότηση του δικηγόρου κ. Παντελή Αποστολά σχετικά με τη διάταξη της παρ. 9 της Υποπαραγράφου Δ.12 του άρθρου 2 του ν. 4336/14-8-2015, με την οποία ορίσθηκε ότι «καταβληθέντα ποσά (δημοτικού φόρου) δεν αναζητούνται», διάταξη που ακολούθησε την έκδοση των αποφάσεων 4504/2014 και 4505/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σε συνέχεια ομοίων αποφάσεων τμημάτων του με αριθμούς 3930/2013 και 3931/2013), με τις οποίες κρίθηκε αντισυνταγματικός ο ν. 2214/1994 (άρθρο 60), ο οποίος επέβαλε, υπέρ των Ο.Τ.Α., φόρο με την ονομασία “Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου” (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.).
Ο κ. Αποστολάς, αναφέρει στη γνωμοδότηση του τα εξής:
«Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται, ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει σε ισχύ νόμους που ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών σύμφωνα προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά [πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου : Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. κατά Βελγίου, (Α332): (1995) παράγρ. 28 επ., Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας (Α222) (1992) παράγρ. 51 κ.α. ΟλΑΠ 40/1998 Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1999 (1), ΑΡΜ/1999 (412), Δ/ΝΗ/1999 (46), ΔΙΚΗ/1999 (230), ΕΔΚΑ/1999 (138), ΕΕΜΠΔ/1999 (28), ΕΕΡΓΔ/1999 (694), ΝΟΒ/1999 (752), ΤΟΣ/1999 (103]. Τέτοιες είναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ ΑΚ), οι οποίες περιλαμβάνονται και κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΑΚ στην περιουσία.
Με τη διάταξη της παρ. 9 της Υποπαραγράφου Δ.12 του άρθρου 2 του ν. 4336/14-8-2015 ορίσθηκε ότι «Καταργείται η διάταξη του άρθρου 60 του ν. 2214/1994 (Α`75). Καταβληθέντα ποσά δεν αναζητούνται.»
Οι απαιτήσεις, λοιπόν, επιστροφής από τον Δήμο εκείνων των προσώπων που παράνομα (λόγω της αντισυνταγματικότητας του ΔΗΦΟΔΩ) κατέβαλαν διάφορα χρηματικά ποσά, απαιτήσεις που αποτελούν από τη γέννησή τους στοιχείο της περιουσίας των καταβαλλόντων, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Άρα, η διάταξη της παρ. 9 της Υποπαραγράφου Δ.12 του άρθρου 2 του ν. 4336/14-8-2015, με την οποία ορίσθηκε ότι καταβληθέντα ποσά δεν αναζητούνται, αντίκειται στο άρθρο 1 του προαναφερόμενου Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. 4».