Σκληρή κριτική από το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής. Δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο για τη μετα-μνημονιακή εποχή. Σε λάθος βάση γίνεται η συζήτηση. Συνεχή «μπρος πίσω» σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις. Ασαφείς και οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση βαδίζει για την επόμενη μέρα χωρίς σχέδιο, υποστηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του. Στέκεται ιδιαίτερα στη ρευστή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία. «H τελευταία αξιολόγηση της πορείας του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα το Νοέμβριο (…) Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις έχουν συσσωρευθεί εκατοντάδες εκκρεμείς υποχρεώσεις της ελληνικής πλευράς. Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται άλλη μια φορά όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στο συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή στο δεύτερο «μνημόνιο») όσο το αν, πώς ή σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοσθούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν».
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε άλλο σημείο της έκθεσης, «ακόμα και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων μέτρων γίνονται υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών. Η διαρκής διαπραγμάτευση για σημαντικά και ασήμαντα θέματα ανέδειξε και τα προβλήματα των τυπικών και άτυπων θεσμών διακυβέρνησης».
Εκεί όμως που ασκεί ιδιαίτερα σκληρή κριτική είναι στο γεγονός ότι δεν έχει καταστρωθεί ακόμα το πλήρες σχέδιο για την επόμενη μέρα:
* Δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον «μνημόνιο» (που τελειώνει το 2014). Όσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. «Ας σημειωθεί ότι είμαστε η τελευταία από τις χώρες που στηρίχθηκαν από ΕΕ και ΔΝΤ που ακόμα διαπραγματεύεται διάφορα ζητήματα του προγράμματος προσαρμογής και δεν έχει διαμορφώσει στρατηγική για την περίοδο μετά το ‘μνημόνιο’».
Η έκθεση συνεχίζει τονίζοντας ότι στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί από πλευράς τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του «τέλους του μνημονίου». Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα (α) δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, (β) προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσης απαιτήσεων και (γ) τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν λάθος.
Όπως αναφέρει, οι πρώτες ανακοινώσεις για το αναπτυξιακό σχέδιο περιέχουν έως τώρα μόνο τις γενικές κατευθύνσεις. Π.χ. ο υπουργός οικονομίας Γκίκας Χαρδούβελης έγραφε σε άρθρο του ότι «ο κεντρικός άξονας του σχεδίου αυτού δεν μπορεί να είναι άλλος από την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και της ελκυστικότητας της Ελλάδας ως τόπου διεξαγωγής επενδύσεων». Συμπλήρωνε ότι προς τον σκοπό αυτό πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις π.χ. «η φορολογική πολιτική πρέπει πραγματικά να στηρίζει την οικονομία […] και όχι να είναι προϊόν πελατειακών διευθετήσεων». Το άρθρο αυτό έδωσε συνέχεια σε προηγούμενες συναφείς ανακοινώσεις του πρωθυπουργού. Και ενώ η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι είναι αδύνατη η επιστροφή στο προηγούμενο πρότυπο ανάπτυξης, δεν αποσαφηνίζει με ποια ακόμα συγκεκριμένα μέτρα, μεταρρυθμίσεις και χρονοδιαγράμματα θα διαμορφωθούν οι συνθήκες για εξωστρεφή ανάπτυξη.
Ανακάμπτει η οικονομία αλλά…
Η ελληνική οικονομία αναμένεται να ανακάμψει ως το τέλος του έτους μετά από έξι συνεχή χρόνια ύφεσης. Μια σειρά από δείκτες στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όμως, όπως για παράδειγμα, η ανεργία των νέων, η φτώχεια, η ανισότητα η εισοδηματική εξαθλίωση διαφόρων ομάδων του πληθυσμού κ.λπ. φανερώνουν ότι η επιτευχθείσα μακροοικονομική ισορροπία είναι εύθραυστη, καθώς τα κοινωνικά προβλήματα, εάν δεν θεραπευτούν έγκαιρα, θα απειλήσουν την όποια οικονομική πρόοδο.
«Κατά την εκτίμησή μας η οικονομία πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα για να περάσει σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και ικανοποιητική μείωση της ανεργίας».
Να μην υποτιμούμε την προσαρμογή που επιτεύχθηκε
Η δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέστηκε είναι μεγάλη (αν και για πολλούς υπερβολική ή έγινε με λάθος τρόπο). Παρά το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος (και την προχειρότητα στο σχεδιασμό και την εφαρμογή), το αποτέλεσμα δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Θα συμβάλλει στις δύσκολες διαπραγματεύσεις κυρίως με τους εταίρους στην Ευρωζώνη, τον ESM και την ΕΚΤ.
Όμως, την εικόνα συσκότισαν οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις και αστοχίες που δεν εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος (π.χ. στον ΕΝΦΙΑ που υπολογίσθηκε με βάση εξωπραγματικές αντικειμενικές αξίες και επιβαρύνει ακόμα και την πρώτη κατοικία) και πολιτικοί δισταγμοί σε άλλους κρίσιμους τομείς με αποτέλεσμα π.χ. να μην αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή στα πετρελαιοειδή.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά πλέον «οι αβεβαιότητες οφείλονται στις εκκρεμότητες της οικονομικής πολιτικής, στην πορεία των φορολογικών εσόδων (π.χ. αν θα επιτευχθεί η είσπραξη του 25% των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο) και στην κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος. Το ζήτημα είναι ότι οι σχεδιασμοί και ανασχεδιασμοί δεν έχουν τέλος, τροφοδοτώντας τη γενικότερη αβεβαιότητα, που με τη σειρά της εμποδίζει την ανάπτυξη».
Οι μεταρρυθμίσεις
Αναμφίβολα, σε ορισμένους τομείς υπάρχει πρόοδος, σημειώνει η έκθεση. Η σημασία των σχετικών μέτρων για την υπέρβαση των αγκυλώσεων του παρελθόντος επίσης δεν πρέπει να υποτιμάται. Εδώ ανήκουν, ανάμεσα σε άλλα, η πιλοτική εφαρμογή πολιτικών ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, οι διαδικασίες αντικατάστασης του απαξιωμένου συστήματος αξιολόγησης υπαλλήλων, οι απλοποιήσεις στην αδειοδότηση επιχειρήσεων και στις διαδικασίες εξαγωγών, ο συμψηφισμός ΦΠΑ ανάμεσα σε κράτος και ιδιώτες κ.λπ.
Παρά ταύτα, στον τομέα των μεταρρυθμίσεων που έχουν και άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις το τοπίο είναι ασαφές και ευμετάβλητο. «Η εντύπωση που έχουμε είναι ενός εργοταξίου όπου το έργο προχωρεί χωρίς αποσαφηνισμένο σχέδιο ή είναι υπό συνεχή διαπραγμάτευση και δεν τελειώνει ποτέ».
Διαπιστώνουμε ότι πολλοί από τους εκάστοτε ψηφιζόμενους κανόνες:
* Δεν εφαρμόζονται πλήρως, με αποτέλεσμα να μη είναι δυνατή η εκτίμηση της επίπτωσής τους στις εισπράξεις του κράτους (υπολειτουργία του συστήματος εισροών-εκροών στα πρατήρια) ή στις δαπάνες (βλ. σχέδιο ΑΘΗΝΑ του 2013 που τελικά δεν απέδωσε τις εξοικονομήσεις που είχαν προβλεφθεί στο «μνημόνιο» ύψους € 70 εκατ.),
* Σχεδιάζονται και ανασχεδιάζονται συνεχώς (ΕΝΦΙΑ),
* Αποφασίζονται προκειμένου να τακτοποιηθεί κάποια ομάδα σε βάρος γενικών αρχών και κανόνων,
* Αποδεικνύονται εκ των υστέρων ανεπαρκείς (όπως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού), ενώ άλλες αποφάσεις αναβάλλονται συνεχώς («συνδικαλιστικός νόμος»), ή δεν εντάσσονται σε μια λογική σειρά (οι αξιολογήσεις υπαλλήλων πριν από την εφαρμογή οργανογραμμάτων και κανονισμών με σαφείς περιγραφές έργου κλπ), είναι δηλαδή πρωθύστερες.
* Οι ιδιωτικοποιήσεις υποφέρουν από τη συνεχή αναβλητικότητα σε μεγάλο αριθμό διαγωνισμών, σε συνδυασμό με αρνητικές δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες ανατρέπονται χρονοδιαγράμματα.
Η πολιτική σταθερότητα και οι «ασάφειες» του ΣΥΡΙΖΑ
Το ενδεχόμενο εθνικών εκλογών με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ωθεί τη χώρα σε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Ανεξάρτητα από αυτό, οι δισταγμοί και οι ανακολουθίες στη μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης, η ανυπαρξία συντεταγμένης αναπτυξιακής πολιτικής και η ασάφεια των θέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης δε συμβάλουν στη δημιουργία κλίματος σταθερότητας στην οικονομική πολιτική. Έτσι θα αποθαρρύνονται σοβαρές επενδύσεις που κατά κανόνα χρειάζονται σταθερό και άρα προβλέψιμο πολιτικό περιβάλλον.
euro2day.gr