«Η μισή αλήθεια οδηγεί πολλές φορές στο μεγαλύτερο ψέμα και αυτό συμβαίνει σήμερα για πολλές περιπτώσεις υπερχρεωμένων εταιρειών, που δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Βέβαια, όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι άδικο να λιθοβολούνται επιχειρηματίες με πορεία δεκαετιών και ιδίως επιχειρήσεις που έχουν ακόμη να προσφέρουν στην οικονομία της χώρας».
Αυτά δήλωσε στο Euro2day.gr ιδιοκτήτης μεγάλης εταιρείας, συμπληρώνοντας: «Υπήρξαν κλάδοι που λόγω της κρίσης είδαν τη ζήτηση να μειώνεται κατά 50%, ή κατά 60%, ή και κατά 90%! Πόσο εύκολο είναι να αμυνθούν οι εταιρείες σε μια τέτοια κατάρρευση της αγοράς; Πέραν αυτού ακούγονται σήμερα διάφορα μεγάλα ποσά που φέρονται οι εταιρείες να οφείλουν στις τράπεζες. Η αλήθεια όμως είναι πως γύρω στο 30%-40% αυτών των χρημάτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι τόκοι των τελευταίων 5-6 ετών με τους οποίους οι τράπεζες χρέωσαν αυτές τις επιχειρήσεις. Αντί δηλαδή οι τράπεζες να δράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά το 2009 ή έστω το 2010, στην πράξη έκρυψαν το πρόβλημα κάτω από το χαλί και συνέχισαν να επιβαρύνουν -με αυξημένα μάλιστα επιτόκια- επιχειρήσεις που δεν μπορούσαν να αντιδράσουν λόγω της ελλιπούς τους ρευστότητας και της οικονομικής κρίσης».
Γενικότερα, τον τελευταίο καιρό έχουν ενταθεί οι σχετικές συζητήσεις, καθώς στελέχη υπερχρεωμένων εταιρειών ζητούν από τις τράπεζες ριζικές και ρεαλιστικές αποφάσεις μετά την ολοκλήρωση της επανακεφαλαιοποίησής τους, προκειμένου:
α) Να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις, λειτουργώντας χωρίς τον βραχνά της ελλιπούς ρευστότητας.
β) Να μπορέσουν οι τράπεζες να εισπράξουν ένα μεγάλο μέρος των δανείων τους και κατά προτίμηση τουλάχιστον το ποσό των χρημάτων που κατέβαλαν (υπόλοιπο δανείων μείον τόκους) σε βάθος χρόνου. «Σε κλάδους που επλήγησαν ιδιαίτερα από την κρίση και για εταιρείες που εξακολουθούν να διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, είναι απόλυτο ρεαλιστικό σενάριο το να διαγράψουν οι τράπεζες το μεγαλύτερο ή και όλο το ποσό των τόκων που χρέωσαν τις επιχειρήσεις αυτές» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οικονομικός διευθυντής εισηγμένης εταιρείας σημειώνει τις σχετικές κινήσεις των κυπριακών τραπεζών προκειμένου να περιορίσουν το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους: «Οι κυπριακές τράπεζες ψαλίδισαν τα επιτόκια καταθέσεων και στη συνέχεια μείωσαν παράλληλα σε σημαντικό βαθμό και τα επιτόκια χορηγήσεων, τόσο στους συνεπείς πελάτες, όσο και σε εκείνους που θα μπουν σε διαδικασία ρύθμισης, την οποία θα τηρήσουν. Κάτι τέτοιο δεν το έχουμε δει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Αλλά ας μην γελιόμαστε. Δεν πρόκειται να δούμε ουσιαστική βελτίωση στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων αν προηγουμένως η οικονομία δεν αρχίσει να ανακάμπτει και αν δεν μειωθεί δραστικά η τρέχουσα αβεβαιότητα. Οπότε η μείωση των επιτοκίων είναι μόνο το πρώτο από τα βήματα που θα πρέπει να γίνουν».
Χρηματιστηριακός αναλυτής σχολίασε την παρέμβαση των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων στην περίπτωση της Νηρεύς ΝΗΡ +11,11% Ιχθυοκαλλιέργειες, όπου οι τράπεζες κεφαλαιοποίησαν δάνεια 50 περίπου εκατ. ευρώ σε τιμή τριπλάσια από την τρέχουσα τιμή της μετοχής και προχώρησαν σε ένα συνδυασμό επιμήκυνσης δανεισμού, μείωσης επιτοκίων για το υπόλοιπο κομμάτι του χρέους και μιας μικρής επιπρόσθετης χρηματοδότησης.
«Ο όμιλος είχε πριν την παρέμβαση των τραπεζών καθαρό δανεισμό 222 εκατ. ευρώ, όπου γύρω στα 80 εκατ. ευρώ αφορούσαν τόκους που χρεώθηκαν από το 2010 έως και το πρώτο εξάμηνο του 2015. Οι τράπεζες λοιπόν στο βαθμό που η εταιρεία θα καταφέρει να ανακάμψει (και έχει μεγάλες πιθανότητες) προσδοκούν να ανακτήσουν το σύνολο των δανείων τους. Αν λοιπόν επιβιώσει η εταιρεία, θα μιλάμε στη χειρότερη περίπτωση για ένα περιορισμένο έμμεσο κούρεμα, ή στην καλύτερη περίπτωση για την επίτευξη κέρδους στο βαθμό που η μετοχή σημειώσει μεγάλη άνοδο κατά τα επόμενα χρόνια (υπάρχουν μετατρέψιμα σε μετοχές ομολογιακά δάνεια).
Σύμφωνα με τον ίδιο χρηματιστή, τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να γίνουν και για άλλες εταιρείες με συγκριτικά πλεονεκτήματα και καλύτερο θα ήταν οι κινήσεις αυτές να συνοδεύονται από κεφαλαιακές ενισχύσεις είτε των παλαιών μετόχων της εταιρείας, είτε νέων επενδυτών.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις εταιρειών που ένα μεγάλο κούρεμα των δανείων φαίνεται να είναι αναπόφευκτο και -σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς- στις περιπτώσεις αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές. «Δεν θα πρέπει να υπάρξουν περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι επενδυτές που έριξαν τις εταιρείες τους στα βράχια, να επανέλθουν από την πίσω πόρτα μέσω παρένθετων επενδυτών και να ανακτήσουν των έλεγχο των εταιρειών, οι οποίες θα έχουν εξυγιανθεί μέσα από κούρεμα των τραπεζών. Οι νέοι επενδυτές θα πρέπει να είναι αξιόπιστοι και κυρίως να πείσουν τις τράπεζες πως πέρα από το αρχικό ποσό που θα καταβάλουν, μπορούν να εξυπηρετήσουν και το υπόλοιπο κομμάτι του χρέους που θα αναλάβουν».
Το σίγουρο είναι πως μέσα από την ενεργή διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων (πώληση σε ξένα funds, ή προσέλκυση ξένων επενδυτών) θα μπορούσαν να εισέλθουν στη χώρα αρκετά δις ευρώ μέσα στα επόμενα χρόνια, τα οποία αρχικά θα μπουν στα ταμεία των τραπεζών και στη συνέχεια να μετατραπούν σε δανειοδοτήσεις εκατοντάδων μεγάλων, ή χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το κρίσιμο σημείο είναι να αποφασίσουν οι τράπεζες το ποιες υπερχρεωμένες εταιρείες έχουν πραγματική αξία και μπορούν να επιβιώσουν σε βάθος χρόνου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση οποιαδήποτε νέα χρηματοδότηση από την πλευρά των τραπεζών χωρίς τουλάχιστον την μεγαλύτερη στήριξη από τους μετόχους, πολύ πιθανόν να μεγαλώσει το ύψος των επισφαλειών, πέρα από την ευρύτερη ζημιά που θα προκαλέσει στην αγορά και στην οικονομία γενικότερα.
euro2day.gr