Ενα βήμα πιο κοντά στην αναβάθμιση των ραντάρ της βρίσκεται η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας μετά την απόφαση του αρμόδιου υπουργού Υποδομών Χρ. Σπίρτζη να προχωρήσει ο έλεγχος των δικαιολογητικών για την ανάθεση του έργου. Την ίδια στιγμή, όμως, πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση να προγραμματίζει την προμήθεια νέου συστήματος, που θα αντικαταστήσει το υφιστάμενο, τον επόμενο χρόνο. Η παλαιότητα του συστήματος (αγοράστηκε το 1997) καθιστά επιτακτική την αναβάθμισή του. Ωστόσο η Ενωση Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, η οποία επανειλημμένως έχει προβεί σε σχετικές διαμαρτυρίες, τονίζει ότι η αναβάθμιση του συστήματος δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση καθώς επιβάλλεται η αντικατάστασή του. «Το υφιστάμενο σύστημα ραντάρ έχει αναβαθμιστεί 3-4 φορές με συνολικό κόστος που ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ. Τόσο περίπου κοστίζει το καινούργιο», εξηγεί ο Παναγιώτης Χατζάκης, γ.γ. της Ενωσης Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας. Οπως επισημαίνει μάλιστα, το 2020 το σημερινό ραντάρ δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες καθώς δεν θα μπορεί να λειτουργήσει με βάση τα διεθνή συστήματα, που θα ακολουθούνται παγκοσμίως. «Η εταιρεία που έχει εγκαταστήσει το σύστημα μας λέει ότι δεν διαθέτει καν τεχνικούς που να γνωρίζουν ένα τόσο παλιό σύστημα, ούτε και τα απαραίτητα ανταλλακτικά που θα απαιτηθούν για την αναβάθμιση».
Το έργο της αναβάθμισης του Συστήματος Επεξεργασίας Σχεδίων Πτήσεων και Δεδομένων Radar (Pallas 3G) της ΥΠΑ θα κοστίσει 9 εκατ. ευρώ, ενώ χρηματοδοτείται κυρίως από το Eurocontrol (φορέας που εισπράττει τα τέλη υπερπτήσεων), ενώ η επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό θα είναι ελάχιστη.
Το έργο έχει παγώσει εδώ και επτά χρόνια «εξαιτίας της ολιγωρίας που επέδειξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις», όπως καταγγέλλει στην ανακοίνωσή του ο κ. Σπίρτζης.
Την ίδια στιγμή, πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση να σχεδιάζει την προμήθεια νέου συστήματος ραντάρ σε ένα χρόνο, το οποίο θα αντικαταστήσει το υφιστάμενο, παλαιωμένο και μέχρι τότε αναβαθμισμένο σύστημα. Κύκλοι του υπουργείου Υποδομών, δικαιολογώντας την αναβάθμιση ενός συστήματος που πρόκειται να αντικατασταθεί, υποστηρίζουν ότι το νέο σύστημα θα «κουμπώσει» πάνω στην αναβάθμιση του παλαιού, ενώ η διαδικασία εγκατάστασης του νέου θα είναι πολύ χρονοβόρα (οπότε θα είναι απαραίτητη η πλήρης και άρτια λειτουργία του παλαιού).