Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου θα καθίσει την 12η Ιανουαρίου 2020 μια υπήκοος Συρίας κατηγορούμενη για αρπαγή ανηλίκου από το ΚΥΤ της Κω.
Η κατηγορούμενη είναι προσωρινά κρατούμενη στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού και πρωτοστάτησε σε μια εξαιρετικά περίεργη υπόθεση.
To ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Στις 24 Ιανουαρίου 2019 υπάλληλοι του Λιμεναρχείου Κω ειδοποιήθηκαν για την εξαφάνιση από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Κω (ΚΥΤ Κω) ασυνόδευτης ανήλικης ηλικίας 12,5 ετών, υπηκόου Συρίας, τελούσας σε καθεστώς επιτροπείας, η οποία φιλοξενούνταν στο ΚΥΤ Κω έχοντας αφιχθεί από την Τουρκία στις 22 Ιανουαρίου 2019.
Μετά από κινητοποίηση των λιμενικών υπαλλήλων, το βράδυ της ίδιας ημέρας, συνελήφθη η κατηγορούμενη στο λιμάνι της Κω να συνοδεύει την εν λόγω ανήλικη και να επιχειρεί να επιβιβαστεί, μαζί με την τελευταία, στο Ε/Γ – Ο/Γ «Bluestar 2», με προορισμό τον Πειραιά.
Κατά τη σύλληψή της η κατηγορούμενη επέδειξε στους λιμενικούς υπαλλήλους Δελτίο Αιτούντος Διεθνούς Προστασίας με εντελώς διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας και ημερομηνία γέννησης αιτούσας 1 Ιανουαρίου 1991, ήτοι επέδειξε δελτίο ταυτότητας που ανήκε σε άλλο άτομο.
Η κατηγορούμενη, στην απολογία της και στο απολογητικό της υπόμνημα κατά την κύρια ανάκριση, αρνείται τις πράξεις που της αποδίδονται.
Προς τούτο εκθέτει ότι συνόδευσε την ανήλικη στο λιμάνι της Κω, κατόπιν άδειας του κηδεμόνα της. Ότι το παραπάνω Δελτίο Ασύλου της παρέδωσε άτομο που βρίσκεται στο ΚΥΤ Κω και ως εκ τούτου θεώρησε ότι είχε δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Ότι η ίδια δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι το έγγραφο αυτό δεν της ανήκει.
Οι παραπάνω ισχυρισμοί της δεν κρίθηκαν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κω που χειρίστηκε την υπόθεση. Όπως κρίθηκε, ενώ η κατηγορούμενη αναφέρει στην από 28 Ιανουαρίου 2019 απολογία της ότι ο θείος της ανήλικης, ήταν μαζί τους στο λιμάνι της Κω, σε άλλο ταξί, ωστόσο ο τελευταίος στην από 6 Φεβρουαρίου 2019 ένορκη κατάθεσή του ουδόλως επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό, αλλά αντίθετα αναφέρει ότι ήρθε κάποιος άνδρας και πήρε από το ΚΥΤ Κω την κατηγορούμενη και την ανήλικη για να τους μεταφέρει στο λιμάνι και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε κάτι γι’ αυτό.
Περαιτέρω, παρα την επίκληση της υπ’ αριθμ. 2019/1982 απόφασης Δικαστηρίου της Συρίας, με την οποία φέρεται ότι η μητέρα της ανήλικης εξουσιοδότησε τον ανωτέρω να συνοδεύσει την ανήλικη στο ταξίδι της εκτός Συρίας και ανεξαρτήτως της νομικής ισχύος της απόφασης αυτής στην Ελλάδα καθώς και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εν λόγω απόφαση φέρει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2019, ήτοι ημερομηνία κατά την οποία η ανήλικη, καθώς και ο ανωτέρω, δεν βρίσκονταν στη Συρία, αλλά είχαν ήδη αφιχθεί στην Ελλάδα, δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί ο συγγενικός δεσμός της ανήλικης αφενός με τον ανωτέρω και αφετέρου με τον φερόμενο ως υιό αυτού, ενώ μεταξύ της ανήλικης και της κατηγορούμενης δεν υφίσταται οιοσδήποτε συγγενικός δεσμός.
Ως εκ τούτου η ανήλικη κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων βρισκόταν, σύμφωνα με τις προβλέψεις του του νόμου, σε καθεστώς επιτροπείας ως ασυνόδευτη ανήλικη.
Τέλος, μη πειστικός κρίθηκε και ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης ότι δεν γνώριζε ότι το εν λόγω δελτίο ασύλου δεν της ανήκε, καθόσον το δελτίο αυτό έφερε φωτογραφία άλλου ατόμου και διαφορετικό ονοματεπώνυμο γραμμένο ευδιάκριτα με λατινικά γράμματα, ήτοι έφερε στοιχεία που η κατηγορούμενη θα μπορούσε ευχερώς να διακρίνει, ως απόφοιτη λυκείου, όπως ισχυρίζεται. Άλλωστε, και μόνο το γεγονός ότι το δελτίο αυτό της έδωσε, όπως ισχυρίζεται, τυχαίο άτομο στο ΚΥΤ Κω, θα έπρεπε από μόνο του να της προκαλέσε υποψίες.