Κάτι που πέρασε απαρατήρητο πίσω απ’ τις ειδήσεις για τα εμβόλια και τον COVID, πολύ σημαντικό όμως, είναι η Σύνοδος των Ευρωπαϊκών χωρών για την κλιματική αλλαγή. Η Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της ΕΕ ολοκληρώθηκε με την επίτευξη συμφωνίας και για την κλιματική αλλαγή, παρά τις αρχικές διαφωνίες κυρίως της Πολωνίας , της οποίας η οικονομία εξαρτάται κατά πολύ απ’ τον άνθρακα. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποφασίστηκε, πως μέχρι το 2030, οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα θα έχουν μειωθεί τουλάχιστον κατά 55%, σε σχέση με το 1990, ο δε πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας υπερθεμάτισε θέτοντας στόχο το 60%!
Γράφει: Μαίρη Κούβδου, Μέλος Τομέα Οικονομικών Ν., τ. Στέλεχος Διοίκησης Εκπαίδευσης Υπ. Παιδείας & Θρησκευμάτων
Παράλληλα, αποφασίστηκε η χρηματική στήριξη για τις επιχειρήσεις που επηρεάζονται από αυτή την συμφωνία.
Μια τέτοια συμφωνία θα είχε συζητηθεί πολύ έντονα αν δεν υπήρχαν άλλα φλέγοντα θέματα στην επικαιρότητα, όπως η αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Θα είχε συζητηθεί όχι μόνο γιατί είναι σημαντική για το κλίμα και είναι πρώτη φορά που αποφασίζεται κάτι τόσο δραστικό, αλλά και γιατί έχει σημαντικές επιπτώσεις στις οικονομίες των κρατών, που καλούνται να την εφαρμόσουν. Μείωση των ρύπων σε τέτοια επίπεδα απαιτεί την λήψη μέτρων που θα αποκλείουν στο μέλλον κάθε χρήση ρυπογόνου τεχνολογίας, όπως για παράδειγμα την χρήση λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την εφαρμογή αυστηρότερων πρωτοκόλλων στην βιομηχανία, που χρησιμοποιεί το πετρέλαιο ως πηγή ενέργειας, όπως είναι η βαριά βιομηχανία και όχι μόνον.
Απαιτεί την δημιουργία όλο και περισσότερων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την βαθμιαία αντικατάσταση των αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικά. Όλα αυτά δημιουργούν ριζικές αλλαγές στις δομές της οικονομίας και αποκλείουν φτηνές πηγές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης , που στην Ελλάδα επί χρόνια ήταν ο τροφοδότης της παραγωγής ηλεκτρισμού ενώ απαιτούν επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές όπως τα φωτοβολταϊκά και οι αεριογεννήτριες. Οι αλλαγές αυτές κάθε άλλο παρά ανώδυνες είναι για την οικονομία αλλά είναι ένα κόστος που πρέπει να επωμιστούμε για ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές. Η χώρα μας, έχει ήδη εγκαταλείψει τον λιγνίτη και κάνει αργά αλλά σταθερά βήματα στην δημιουργία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό προνόμιο σε σχέση με άλλες χώρες. Έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ηλιοφάνειας ετησίως από κάθε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, πράγμα που ευνοεί τη χρήση φωτοβολταϊκών όπως επίσης ισχυρούς ανέμους ειδικά στα νησιά, που ευνοούν τις ανεμογεννήτριες.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι και αυτές οι τεχνολογίες δεν είναι εντελώς αθώες και αβλαβείς και η χρήση τους θα πρέπει να είναι κατόπιν σοβαρής περιβαλλοντολογικής μελέτης. Οι ανεμογεννήτριες στα νησιά μπορεί να είναι αποδοτικές μπορεί όμως να είναι επιβλαβείς στην άγρια πανίδα καθώς και ασύμβατες με την αισθητική των νησιών μας, η οποία αισθητική είναι εθνικός θησαυρός και θα πρέπει να φυλάττουμε ως κόρην οφθαλμού.
Γι αυτό, πέρα απ την ανάγκη συμμόρφωσης στην απόφαση, που και εμείς υπογράψαμε και την φροντίδα για το περιβάλλον, να λαμβάνουμε υπ’ όψιν όλες τις παραμέτρους και να μην προσπαθούμε να θεραπεύσουμε μια ασθένεια δημιουργώντας μια άλλη. Αυτός είναι και ο λόγος, που η κυβέρνηση είναι και θα πρέπει να είναι φειδωλή σε σχέση με τις αδειοδοτήσεις. Η εγκατάσταση ειδικά ανεμογεννητριών στα νησιά μας είναι ένα θέμα, που θα πρέπει να συζητηθεί πολύ και με τη συμμετοχή ειδικών αλλά και εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να επιλέγονται πάντα οι ορθές, ωφέλιμες και μη βλαπτικές λύσεις.