Μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην πολύκροτη «αντιδικία» του ξενοδοχειακού ομίλου Κυπριώτη με τις τράπεζες, ενόψει μάλιστα, του προγραμματισμένου για τον Μάρτιο του 2021 πλειστηριασμού μονάδας του, δημιούργησε η έκδοση απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Εurobank και Intrum (ως διάδοχος της Πειραιώς) βγάζουν εκ νέου στις αρχές Μαρτίου στο ηλεκτρονικό ‘’σφυρί’’ το γνωστό ξενοδοχειακό συγκρότημα στην Κω.
Το ξενοδοχειακό συγκρότημα στην Κω, που είναι και το μεγαλύτερο στο νησί με μονάδες 4 και 5 αστέρων, βγαίνει με τιμή πρώτης προσφοράς στα 83,83 εκατ. ευρώ (Kipriotis Village: 37,03 εκατ. ευρώ, το Kipriotis Hippocrates: 9,375 εκατ. ευρώ, Kipriotis Maris: 9,31 εκατ. ευρώ, το Kipriotis Aqualand: 12,165 εκατ. ευρώ και το Kipriotis Panorama Suites: 17,2 εκατ. ευρώ μείον το κόστος τακτοποίησης).
Οι δικαστικές εξελίξεις με τον όμιλο Κυπριώτη «τρέχουν» την τελευταία -σχεδόν- τριετία, με το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου να απορρίπτει στις αρχές του έτους την έφεση από τις τράπεζες -σε συνέχεια της πρωτόδικης απόφασης- για τη θέση της εταιρείας σε ειδική διαχείριση:
Στην πρωτόδικη απόφαση είχε κριθεί ότι παρά τις οφειλές προς τις αιτούσες, ο όμιλος δεν είχε περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του, ενώ στη συνέχεια το Εφετείο απέρριψε τις αιτήσεις των τραπεζών για την υπαγωγή των ξενοδοχείων Κυπριώτη σε αναγκαστική διαχείριση.
Ακολούθησαν οι διαπραγματεύσεις της Eurobank με την H.I.G. Capital για την πώληση των δανείων ονομαστικής αξίας ύψους 53,3 εκατ. ευρώ οι οποίες ωστόσο δεν τελεσφόρησαν.
Κι ενώ «χάθηκε» η προσπάθεια των τραπεζών να θέσουν την ξενοδοχειακή εταιρεία σε αναγκαστική διαχείριση, καταβλήθηκε προσπάθεια να «αναβιώσουν» οι διαταγές πληρωμής, που είχε αναστείλει η ξενοδοχειακή εταιρεία. Η πρώτη απόφαση επί ανακοπής που ασκήθηκε δικαιώνει την ξενοδοχειακή εταιρεία!!
Πιο συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 33/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου (Μεταβατική Έδρα Κω) έγινε δεκτή στον δεύτερο βαθμό η ανακοπή του ξενοδοχειακού ομίλου Κυπριώτη και ακυρώθηκε η υπ’αριθμ. 103/2017 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω που εξέδωσε σε βάρος του η Τράπεζα Eurobank.
Το σκεπτικό του δικαστηρίου όχι μόνο δικαιώνει τους ισχυρισμούς της εταιρείας έναντι των τραπεζών αλλά και αποτελεί προάγγελο, λόγω «δεδικασμένου», για το ποια θα είναι η τύχη και των υπολοίπων.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε βάσιμο τον ισχυρισμό των ανακοπτόντων περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την πλευρά της Τράπεζας και γι’ αυτό το λόγο έκανε δεκτή την ανακοπή τους και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής.
Ειδικότερα, η προηγηθείσα της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, συμπεριφορά της τράπεζας, η οποία έλαβε χώρα για σημαντικό χρονικό διάστημα, δημιούργησε ευλόγως στους εκκαλούντες την πεποίθηση ότι αυτή δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμά της, να επιδιώξει τη δικαστική ικανοποίηση του υπολοίπου του επίδικου ομολογιακού δανείου, με την έκδοση διαταγής πληρωμής.
Την πεποίθηση αυτή ενίσχυσαν και οι περιστάσεις δεδομένου ότι η τράπεζα, για 5 περίπου έτη, από κοινού με την τράπεζα Πειραιώς, στο πλαίσιο των επαφών που είχαν ως στόχο την εξεύρεση συνολικής λύσης στο πρόβλημα που είχε ήδη αναφανεί, προέβη στη σύναψη ιδιωτικών συμφωνητικών, τα οποία αποτελούσαν σαφή προπομπό μίας επερχόμενης συνολικής ρύθμισης των οφειλών των εκκαλούντων, υπό ευνοϊκούς όρους με σκοπό την αποπληρωμή τους, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης.
Επιπλέον, στα συμφωνητικά αυτά η τράπεζα έθεσε όρους, όπως διορισμός ορκωτού λογιστή της έγκρισης των δανειστριών τραπεζών και καθημερινός έλεγχος της εταιρείας, απαγόρευση λήψης χρηματοδότησης από tour operators για την αναβάθμιση των ξενοδοχείων της, απαγόρευση μεταβίβασης μετοχών σε τρίτο, που θα σήμαινε την εισροή κεφαλαίων και απαγόρευση εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, με τους οποίους στην ουσία ετίθεντο σημαντικοί περιορισμοί στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, αφού κατ’ αυτό τον τρόπο εμποδιζόταν τόσο η αύξηση των εσόδων της όσο και η απομείωση των οφειλών της, περιορισμοί οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να νοηθούν, εάν δεν συνοδεύονταν από τη βάσιμη προσδοκία ότι οι οφειλές επρόκειτο να ρυθμιστούν οριστικά.
Ακόμη, σύμφωνα με την απόφαση, η τράπεζα από τον Οκτώβριο του 2013 και εντεύθεν, ενέκρινε και χορήγησε προς την εταιρεία νέα δάνεια συνολικού ύψους 2,6 εκατομμυρίων ευρώ, με σκοπό την εξόφληση μέρους των απαιτητών οφειλών. Η χρηματοδότηση αυτή, η οποία κείται πέρα και εκτός της κύριας δανειοδότησης της πρώτης εκκαλούσας, υπό το πρίσμα της τότε ισχύουσας διάταξης που απαγόρευε στα πιστωτικά ιδρύματα να χορηγούν νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτά ληξιπρόθεσμων τόκων, εκτός εάν επρόκειτο για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη, οδηγούσε ευθέως στη δημιουργία πεποίθησης ότι θα ακολουθούσε η συνολική ρύθμιση των οφειλών της εταιρείας.
Η εταιρεία κατέβαλε όλα τα εναπομένοντα διαθέσιμα μετά την κάλυψη των λειτουργικών της αναγκών προς αποπληρωμή των δανείων, τα οποία εν συνεχεία επιμερίζονταν μεταξύ των 3 τραπεζών κατά το λόγο συμμετοχής τους στο δανεισμό της.
Στη συνέχεια σε σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού-συμφωνίας αναστολής διώξεων που κοινοποίησε τράπεζα στην εταιρεία η οποία προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και η απόρριψη του οποίου από τους τελευταίους, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την έκδοσή της, η εφεσίβλητη από κοινού με τις υπόλοιπες δύο πιστώτριες τράπεζες αναγνώρισε την ανάγκη εισροής «σημαντικών νέων κεφαλαίων» στην εταιρεία, από τους φορείς αυτής ή και τρίτους επενδυτές, «με σκοπό την αναδιάρθρωση της κεφαλαιακής της δομής σε υγιείς βάσεις, τη χρηματοδότηση της ανακαίνισης των ξενοδοχείων και την παροχή κεφαλαίου κίνησης…», κάτι που με τα προγενέστερα ιδιωτικά συμφωνητικά είχε απαγορεύσει στην εταιρεία χωρίς τη συναίνεση των τραπεζών.
Σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, όπως ήταν αναμενόμενο, η ανωτέρω πρόταση απορρίφθηκε από τους εκκαλούντες, καθώς με αυτήν στην ουσία προβλεπόταν η παράδοση του 95% της εταιρείας σε τρίτο, μη ακόμη προσδιοριζόμενο επενδυτή, με μόνη την προϋπόθεση της εισροής κεφαλαίων ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ, και τούτο χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί της τύχης των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρείας. Συνεπώς, οι προβλέψεις του ανωτέρω σχεδίου, ουσιαστικά κατέτειναν στην απομάκρυνση των ιδιοκτητών της εταιρείας, αφού εκείνοι θα περιορίζονταν πλέον στο 5% του μετοχικού κεφαλαίου, και όχι στη λύση του προβλήματος, που ήταν η εξεύρεση λύσης για την εξυπηρέτηση των οφειλών, για την οποία δεν λαμβανόταν μέριμνα. Επισημαίνεται δε ότι όπως ήδη εκτέθηκε, η ως άνω προτεινόμενη από τις ίδιες τις δανείστριες τράπεζες ενέργεια, ήτοι η είσοδος τρίτου επενδυτή στην εταιρεία, είχε, δυνάμει των ως άνω συμφωνητικών, εμποδιστεί, αποκλείοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τη συνακόλουθη εισροή κεφαλαίου στην 1η εκκαλούσα.
Τέλος το γεγονός ότι η μη επιδίωξη στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, της δικαστικής ικανοποίησης της αξίωσης της Τράπεζας δεν θα δημιουργούσε καμία επαχθή συνέπεια στα συμφέροντα της, ενώ αντίστοιχα η έκδοση διαταγής πληρωμής και η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης θα είχε ως συνέπεια τη διατάραξη της λειτουργίας της επιχείρησης, προξενώντας σε αυτή δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες. Και αυτό γιατί η πορεία της εταιρείας, τα οικονομικά της αποτελέσματα και οι προοπτικές της προδιέγραφαν τόσο τη βιωσιμότητα της εταιρείας, όσο και τη σταδιακή αποπληρωμή των υποχρεώσεών της σε βάθος χρόνου, ο οποίος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υπερβολικός υπό την προϋπόθεση ότι η αποπληρωμή δεν θα γινόταν βάσει των αρχικών όρων υπό τους οποίους συνομολογήθηκαν οι δανειακές συμβάσεις αλλά με ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής, όπως αυτοί θα αποτυπώνονταν στην αναμενόμενη, πλην μη επακολουθήσασα, ρύθμιση.
Για τους ανωτέρω λόγους το Δικαστήριο έκρινε καταχρηστική την έκδοση διαταγής πληρωμής από την πλευρά της Τράπεζας και έκανε δεκτή την ανακοπή του Ομίλου Κυπριώτη ακυρώνοντας τη διαταγή πληρωμής.
Τον Όμιλο Κυπριώτη εκπροσώπησε η δικηγόρος Αθηνών κ. Λιλή Κοτσίδου και την τράπεζα η δικηγόρος Κω κ. Σταυρούλα Ραγιέ.