Συνέντευξη
στην Πέγκυ Ντόκου
«Η οικονομία θα καταφέρει να ανακάμψει, όταν αλλάξει πολιτική σελίδα η χώρα». Αυτό δηλώνει σε συνέντευξή της στην «δ» σήμερα, η βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Νίκη Κεραμέως. Παράλληλα, μιλάει για τις αλλαγές που προσπαθεί να προωθήσει η κυβέρνηση στην Παιδεία, για την ανώτατη εκπαίδευση, ασκώντας σκληρή κριτική για το επικοινωνιακό – ψηφοθηρικό ‘τέχνασμα’ του πρωθυπουργού στις αρχές Μαΐου, όταν ανακοίνωσε την… κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων, παίζοντας με τα νεύρα των υποψηφίων.
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κυρία Κεραμέως, ως τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Ν.Δ. θα ήθελα να μας μιλήσετε για τις ‘μεταρρυθμίσεις’ τις οποίες ευαγγελίζεται ότι προωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα η κυβέρνηση. Αν και είναι μια μεγάλη συζήτηση, εκτιμάτε πως πρόκειται για ουσιαστικές αλλαγές που θα αναβαθμίσουν την Παιδεία;
Πέρα από την οικονομία, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει επιφέρει ισχυρά πλήγματα σε καίριους τομείς του δημόσιου βίου, όπως οι θεσμοί, η δικαιοσύνη, η ελευθεροτυπία, η ασφάλεια, η παιδεία. Η τελευταία έχει πληγεί ιδιαιτέρως τη διετία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, καίτοι συνιστά την κορωνίδα των πολιτικών μίας χώρας, καθώς το μέλλον της εξαρτάται εν πολλοίς από την εκπαίδευση που θα δώσει στις επόμενες γενεές. Η ιδεοληπτική Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ παγίως οπισθοδρομεί, επαναφέροντας παρωχημένα εκπαιδευτικά μοντέλα που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες επιταγές ενός διεθνοποιημένου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, ωθώντας σε εξισωτισμό προς τα κάτω, επιβραβεύοντας την ήσσονα προσπάθεια, εξοβελίζοντας την αξιολόγηση και την αριστεία.
Ενδεικτικά, την τελευταία διετία καταργήθηκαν τα Πρότυπα και εκφυλίστηκαν τα Πειραματικά Σχολεία, νησίδες αριστείας, ποιότητας, δημιουργίας στη δημόσια εκπαίδευση. Υποβαθμίστηκαν τα ολοήμερα σχολεία, κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος για επιλογή στελεχών στην εκπαίδευση, επανήλθαν οι «αιώνιοι» φοιτητές με υπουργική τροπολογία, υποβαθμίστηκε ο ρόλος των Συμβουλίων ΑΕΙ με συνέπεια τις παραιτήσεις διακεκριμένων προσωπικοτήτων-μελών, απαγορεύθηκε η αξιολόγηση εκπαιδευτικών στην ιδιωτική εκπαίδευση. Η, δε, νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση, σηματοδοτεί την ολική επαναφορά σε ένα ξεπερασμένο και περιχαρακωμένο εκπαιδευτικό πρότυπο, που αναιρεί κάθε αναπτυξιακή προοπτική των Ιδρυμάτων. Και οι κυβερνητικές προσπάθειες άλωσης της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης καλά κρατούν.
• Ωστόσο, είδαμε και ένα θέατρο του παραλόγου με την εξαγγελία του υπουργού Παιδείας στις αρχές Μαΐου περί κατάργησης των πανελληνίων εξετάσεων. Τελικά, ήταν και αυτό ακόμη ένα επικοινωνιακό τέχνασμα παίζοντας με την αγωνία των μαθητών;
Πρόκειται ακριβώς για άλλο ένα αμιγώς ψηφοθηρικό τέχνασμα. Αρχές Μαΐου, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε την κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων. Λιγότερο από 24 ώρες αργότερα, ο Υπουργός Παιδείας δήλωνε ότι δεν μπορούν να ξεκαθαρίσουν πώς θα μπαίνουν τα παιδιά στο πανεπιστήμιο γιατί δεν το ξέρουν. Δύο μήνες μετά, ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής παρουσίασε το νέο σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση που θα βασίζεται, σε τι άλλο; Μα στις πανελλαδικές εξετάσεις! Αντί για πραγματικό ενδιαφέρον για την Παιδεία, τους νέους και την προοπτική τους, η Κυβέρνηση, με πρωτοφανή ανευθυνότητα και υποκρισία, επιδίδεται σε μικροκομματικά παιχνίδια, εμπαίζοντας τους μαθητές και τους γονείς τους, αδιαφορώντας πλήρως για την αγωνία τους. Αν μη τι άλλο, θα αναμέναμε ότι η εξαγγελία μιας τέτοιας εμβέλειας ριζικής τροποποίησης θα βασιζόταν σε συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση. Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε ότι η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει απολύτως καμία πρόταση.
• Με αυτά τα δεδομένα, θα αναβαθμιστεί η ανώτατη εκπαίδευση; Παρακολουθούμε μια άνευ προηγουμένου υποβάθμιση των πανεπιστημίων που θα έπρεπε αφενός να κρατούν τους Έλληνες μαθητές και να προσελκύουν ξένους φοιτητές;
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δέσμια των ιδεοληπτικών της αγκυλώσεων, συνεχίζει το καταστροφικό έργο της στον τομέα της παιδείας με ένα νομοθέτημα που επιφέρει καίρια πλήγματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα. Το νομοσχέδιο που συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή, μας γυρίζει δεκαετίες πίσω, χαρακτηρίζεται, δε, από συγκεντρωτισμό και εσωστρέφεια. Ενδεικτικά, επαναφέρει μια παρωχημένη και επικίνδυνη αντίληψη για το ακαδημαϊκό άσυλο, εισάγει ένα ασφυκτικό, υπέρμετρα περιοριστικό και γραφειοκρατικό πλαίσιο για τα μεταπτυχιακά προγράμματα, καταδικάζοντάς τα σε παρακμή, αν όχι σε αφανισμό, καταργεί θεσμούς λογοδοσίας και διαφάνειας, αποδιοργανώνει τη λειτουργία της πρυτανείας με απώτερο στόχο τον κομματικό έλεγχο των Ιδρυμάτων, αποψιλώνει από αρμοδιότητες την Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση, θεσμοθετεί τα Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας σε κάθε διοικητική περιφέρεια θίγοντας το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων και εκθέτοντάς τα σε πολιτικές-κομματικές σκοπιμότητες. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, τα τριτοβάθμια ιδρύματα δεν θα είναι ελκυστικά ούτε σε Έλληνες ούτε σε αλλοδαπούς φοιτητές. Στη Νέα Δημοκρατία, το όραμά μας για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είναι να παράσχουμε στην ελληνική κοινωνία Ιδρύματα αυτόνομα, εξωστρεφή, διεθνώς ανταγωνιστικά, που συνδέονται με την παραγωγική διαδικασία και που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες προκλήσεις.
• Πρέπει να ενισχυθεί η έρευνα στα πανεπιστήμια και τι προοπτικές υπάρχουν για να δοθούν κίνητρα με κονδύλια;
Η ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας συνιστά εθνικό στόχο: ως το 2020, ο πήχης του δείκτη έντασης δαπανών έχει τεθεί στο 1,2% του ΑΕΠ, από 0,96% που είναι σήμερα. Δεδομένης, όμως, της δημοσιονομικής συγκυρίας, πρέπει να αναζητηθεί εναλλακτική χρηματοδότηση της κρατικής, π.χ. εισαγωγή φορολογικών κινήτρων για δαπάνες έρευνας και καινοτομίας από ιδιωτικές επιχειρήσεις, προγράμματα επιδοτήσεων για καινοτόμες επιχειρήσεις, ενίσχυση της αγοράς των ελληνικών καινοτόμων κεφαλαίων, καλύτερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών επενδυτικών κονδυλίων. Ταυτόχρονα πρέπει να δοθεί και ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της δικτύωσης και ώσμωσης ανάμεσα στα ερευνητικά κέντρα, τα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις.
• Πώς είδατε το νέο ‘αφήγημα’ της κυβέρνησης Σύριζα-ΑΝΕΛ περί εξόδου της χώρας στις αγορές; Θα καταφέρει η οικονομία να ανακάμψει;
Ασφαλώς πρόκειται για μία θετική εξέλιξη για τη χώρα, καθώς μετά από 3 χρόνια απουσίας βγήκε και πάλι στις αγορές. Όμως, κατ’ αυτή την τριετή καθυστέρηση και εξ αιτίας της μέγιστης διαχειριστικής ανεπάρκειας της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επήλθαν δύο Μνημόνια, συνολική ζημία στην ελληνική οικονομία ύψους 100 δις ευρώ, δυσβάσταχτοι φόροι και εισφορές, 14,5 δις πρόσθετα και αχρείαστα μέτρα λιτότητας που επιβαρύνουν τους πολίτες, διεθνής καταποντισμός της αξιοπιστίας της χώρας. Συνεπεία των όσων μεσολάβησαν λόγω της τραγικής διαχείρισης της πρώτης Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το επιτόκιο της έκδοσης είναι υψηλότερο από αυτό που δικαιολογεί το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, και το σημερινό κόστος δανεισμού άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ήταν σε Μνημόνια είναι πολύ χαμηλότερο. Αντίθετα, αν υπήρχε θετική αξιολόγηση από τους θεσμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους και η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, οι όροι θα ήταν καλύτεροι. Περαιτέρω, η Ελλάδα, με την έξοδο στις αγορές, άντλησε συνολικά 3 δισ. ευρώ, όσα και τον Απρίλιο του 2014. Μόνο που τότε όλο το ποσό αφορούσε νέα έκδοση, ενώ σήμερα “νέο χρήμα” είναι περίπου το μισό. Και όλα αυτά, για να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν το 2014.
Η οικονομία θα καταφέρει να ανακάμψει, όταν αλλάξει πολιτική σελίδα η χώρα και αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μία πολιτική δύναμη που πιστεύει στην ανάπτυξη, την αξιοκρατία, τις επενδύσεις, την ιδιωτική πρωτοβουλία, την βελτιστοποίηση του κρατικού μηχανισμού. Η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να επιτύχει αυτούς τους στόχους και να βγάλει τη χώρα από το τέλμα είναι η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.