Ειδήσεις

Το εφετείο βάζει χρονικό όριο στους φοροελέγχους-Ακυρώθηκαν φόροι και προσαυξήσεις 17,5 εκατ. ευρώ 

Ακυρώνονται από τη Δικαιοσύνη το ένα μετά το άλλο υπέρογκα πρόστιμα της Εφορίας, καθώς ορθώνονται ανυπέρβλητα εμπόδια νομιμότητας στους φορολογικούς ελέγχους που επιχειρούνται αναδρομικά, φθάνοντας σε βάθος αρκετών ετών, με αφορμή και το γνωστό «κυνήγι» των τραπεζικών καταθέσεων στο εξωτερικό.

Αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις ανατρέπουν τα πορίσματα πολλών ελέγχων και «μπλοκάρουν» ως μη νόμιμες τις ενέργειες των αρμόδιων οικονομικών Αρχών, εντοπίζοντας παράλληλα διάφορα προβλήματα, όχι μόνο στην ισχύουσα νομοθεσία και σε σχετικές εγκυκλίους, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι φορολογικοί μηχανισμοί ερμηνεύουν τις ρυθμίσεις για να διευρύνουν τη «διεισδυτικότητά» τους σε περιουσιακά στοιχεία.

Τα διοικητικά δικαστήρια βάζουν στην πράξη «φρένο» σε πρόστιμα και ελέγχους που στηρίχθηκαν σε διάφορες κατά καιρούς λίστες καταθετών, με αφορμή π.χ. τον εντοπισμό υψηλών καταθέσεων ή εκροών προς το εξωτερικό, ανακόπτοντας τη λογική προσέγγισης των διωκτικών Αρχών ότι κάθε τέτοια μεταφορά χρημάτων υποκρύπτει σχεδόν αυτονόητα φοροδιαφυγή.

Με τις αποφάσεις Διοικητικών Εφετείων της Αττικής αλλά και της περιφέρειας κρίνεται ότι δεν μπορούν να φορολογηθούν ως «προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή» τα κεφάλαια που σχηματίστηκαν από μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό που έγινε πριν από τις 30-9-10 και είναι άκυρες οι φορολογικές πράξεις που θεωρούν ανακριβείς τις σχετικές φορολογικές δηλώσεις. Μαζί τους «πέφτουν» ως άκυρα και οι σχετικές προσαυξήσεις, οι πρόσθετοι φόροι, οι αυξημένες διαφορές σε εισφορές αλληλεγγύης αλλά και η διαιώνιση των αναδρομικών φορολογικών ελέγχων με συνεχείς παρατάσεις και σε επόμενα χρόνια (για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της παραγραφής κ.λπ.).

Στο οικονομικό επιτελείο οι δικαστικές αποφάσεις έχουν προκαλέσει σοκ, καθώς περιορίζουν ασφυκτικά όχι μόνο χιλιάδες εκκρεμείς ελέγχους, αλλά και την προσδοκία σημαντικών εισπράξεων από πολλές παλαιότερες «ανοικτές» υποθέσεις και όλα δείχνουν ότι ο πήχης πρέπει να μπει πολύ χαμηλότερα. Το Δημόσιο είναι έτοιμο να προσβάλει τις αποφάσεις αυτές σε «πιλοτική» δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μια προσπάθεια να ανατρέψει ή να ανακόψει τις συνεχείς ακυρώσεις, πράγμα μάλλον δύσκολο, αφού η σχετική νομολογία προέρχεται από διαφορετικά δικαστήρια και διαφορετικές συνθέσεις, δείχνοντας ότι αρχίζει να παγιώνεται.
Το μεγάλο νομικό «αγκάθι» για τους ελέγχους και τα πρόστιμα είναι ότι η Εφορία προσπάθησε να εφαρμόσει αναδρομικά τον ν. 3888/10 (του Γ. Παπακωνσταντίνου) ουσιαστικά «σκαρώνοντας» και για το παρελθόν έναν επιπλέον λόγο φορολόγησης.

Στην πράξη προσπάθησε να «βάλει στο χέρι» (πέραν των εισοδημάτων από μισθούς, ελεύθερα επαγγέλματα, επιχειρήσεις, ακίνητα κ.λπ.) και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να εντοπίσει μέσω τραπεζικών συναλλαγών (στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό) χαρακτηρίζοντάς το αναδρομικά ως «προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία», με συνέπεια να πρέπει ο φορολογούμενος να αποδείξει εκ των υστέρων ότι… δεν είναι ελέφαντας αναζητώντας δικαιολογητικά δυσεύρετα από το μακρινό παρελθόν που δεν μπορούσε ίσως κάποιος να φανταστεί ότι θα χρειαζόταν κάποτε (πολλές φορές ούτε οι ίδιες οι τράπεζες δεν μπορούν να εντοπίσουν προγενέστερα στοιχεία).
Τα Διοικητικά Εφετεία ξεκαθάρισαν ότι δεν είναι νόμιμη η προσπάθεια αναδρομικής εφαρμογής του νόμου για την προσαύξηση της περιουσίας και ότι πάσχουν τόσο η εγκύκλιος που έδωσε μια τέτοια δυνατότητα όσο και οι ρυθμίσεις που επέτρεψαν αλλεπάλληλες παρατάσεις σε οικονομικούς ελέγχους που κανονικά είχαν παραγραφεί.
Σε 6 δικαστικές υποθέσεις και αφού η πολιτεία απέρριψε σιωπηρά τις ενστάσεις-»ενδικοφανείς προσφυγές» των φορολογουμένων, ακυρώθηκαν πρόστιμα, φόροι, προσαυξήσεις περίπου 17,5 εκατ. ευρώ. Σε αυτές αναδείχθηκαν τεράστια προβλήματα νομιμότητας των αναδρομικών ελέγχων, που βάζουν «φρένο» σε εκκρεμείς υποθέσεις ή ανοίγουν τον δρόμο για μελλοντική κατάρρευσή στους στα δικαστήρια.

1 Τα δύο εμβάσματα σε τράπεζα του Λουξεμβούργου
αρακτηριστική είναι η περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου που η Εφορία θεώρησε ότι τον «τσάκωσε», όταν σε περσινό έλεγχο για ποσά που «έφυγαν» στο εξωτερικό στην πρώτη μνημονιακή φάση (το καλοκαίρι του 2010), εντόπισε δύο εμβάσματά του στο εξωτερικό, σε τράπεζα του Λουξεμβούργου, συνολικού ύψους 1 εκατ. ευρώ, σε λογαριασμό κοινό με την επιχειρηματία σύζυγό του.
Ο φορολογούμενος κλήθηκε πάραυτα για εξηγήσεις και υποστήριξε ότι τα χρήματα προέρχονταν από κέρδη της επιχείρησης της γυναίκας του, από μισθούς του και ενοίκια ακινήτων που διέθεταν. Ο ελεγκτής δέχθηκε όμως ότι με τη μεταφορά των χρημάτων στο εξωτερικό «επήλθε προσαύξηση της περιουσίας» το 2010 και αξιοποιώντας αναδρομικά σχετικές εγκυκλίους, προχώρησε σε έλεγχο νομιμότητας των εμβασμάτων «ξεσκονίζοντας» δαπάνες διαβίωσης και φορολογικά στοιχεία που έφθαναν περίπου 25 χρόνια πίσω (από το 1991).
Με βάση τα κατά καιρούς δηλωθέντα και τεκμαρτώς προσδιορισθέντα εισοδήματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το διαθέσιμο υπόλοιπο ήταν ελάχιστο, το 1 εκατ. ευρώ δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί και συνεπώς αποτελούσε προσαύξηση περιουσίας, την οποία «χρέωσε» στο οικονομικό έτος της μεταφοράς των χρημάτων. Ετσι προσδιόρισε αυτό το ποσό ως συνολικό εισόδημα, καταλογίζοντας διαφορά φόρου 433.925 € και βάζοντας πρόσθετο φόρο 321.105 € (για υποβολή ανακριβούς δήλωσης), πρόσθετη εισφορά (για την ίδια αιτία) 27.790 € και διαφορά που όφειλε από εισφορά αλληλεγγύης 39.700 €.
Το Δ. Εφετείο ακύρωσε όλες τις πράξεις, κρίνοντας ότι οι φορολογικές Αρχές έδωσαν διαφορετική έννοια στον ν. 3888/10 διευρύνοντας και τη χρονική έκταση εφαρμογής του αναδρομικά. Καταλόγισαν στις Αρχές ότι εσφαλμένα θεώρησαν πως μέσω της μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό επήλθε προσαύξηση της περιουσίας που υπάγεται στη φορολόγηση του ν. 3888, μολονότι η προσαύξηση προέκυψε πριν από τις 30-9-10, δηλαδή πριν να αρχίσει να ισχύει ο ν. 3888.
Το δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η διάταξη για την προσαύξηση της περιουσίας και τη φορολόγησή της εφαρμόζεται για την προσαύξηση που δημιουργήθηκε μετά τις 30-9-10 και δεν μπορεί να υπάρξει αναδρομική φορολόγηση για το προγενέστερο διάστημα, αφού δεν ίσχυε τότε η σχετική ρύθμιση.

2 Η δικηγόρος με τον λογαριασμό στην Ελβετία
Σε άλλη περίπτωση, η Εφορία εντόπισε δικηγόρο που το 2011 μετέφερε σε ελβετική τράπεζα 3 εκατ. €. Με αντίστοιχο σύστημα και αξιοποιώντας μη νόμιμα και αναδρομικά τις σχετικές διατάξεις και εγκυκλίους, θεώρησε ότι το εισόδημα της δικηγόρου έφθανε το 1,5 εκατ. € το 2012 (αφού ο τραπεζικός λογαριασμός στο εξωτερικό ήταν κοινός με συγγενικό της πρόσωπο) χαρακτηρίζοντας το σχετικό έμβασμα ως προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη αιτία, κ.λπ.
Στη συνέχεια της καταλόγισε διαφορά φόρου 663.850 €, βάζοντας πρόσθετο φόρο 305.370 € (λόγω ανακριβούς δήλωσης), διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης 53.760 € και πρόσθετη εισφορά 24.730 € (λόγω ανακριβούς δήλωσης). Οι καταλογισμοί έγιναν και προς τη συγγενή της, χωρίς να ερευνηθεί πότε και πώς σχηματίστηκαν τα κεφάλαια των 3 εκατ. € που είχαν σε ελληνική τράπεζα και μετέφεραν στο εξωτερικό με έμβασμα, μετακυλίοντας στη δικηγόρο το βάρος να αποδείξει την προέλευση των χρημάτων.
Οι ισχυρισμοί της ότι προήλθαν από εισοδήματα ελεύθερου επαγγέλματος και εκμίσθωσης ακινήτων δεν εισακούστηκαν από την Εφορία που έλεγξε μέχρι το 2005 για τον σχηματισμό κεφαλαίων και τις δαπάνες διαβίωσης κρίνοντας ότι το διαθέσιμο υπόλοιπο μπορούσε να είναι ελάχιστο και συνεπώς σχεδόν ολόκληρο το ποσό του εμβάσματος δεν δικαιολογείται και αποτελεί προσαύξηση περιουσίας που φορολογείται. Ταυτόχρονα η Εφορία αγνόησε ή απέρριψε στοιχεία για διαθέσιμα υπόλοιπα που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του ποσού από πώληση διαμερισμάτων πολυκατοικίας κ.λπ.
Η ενδικοφανής προσφυγή (κατά τη συνηθισμένη πρακτική) απορρίφθηκε σιωπηρά από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (της ΓΓ Δημοσίων Εσόδων), αφού εκκρεμούν χιλιάδες σχετικές προσφυγές και η υπόθεση πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης.
Το Δ. Εφετείο επισήμανε ότι η μεταφορά χρημάτων σε τράπεζα του εξωτερικού, που αποτελεί μεμονωμένη τραπεζική συναλλαγή (έμβασμα), προϋποθέτει την ύπαρξη τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα και αποτελεί νόμιμο δικαίωμα διαχείρισης και προστασίας της περιουσίας του φορολογουμένου.
Τονίζοντας ότι οι φορολογικές Αρχές είχαν και στο παρελθόν τη δυνατότητα πρόσβασης σε στοιχεία τραπεζικών καταθέσεων, το δικαστήριο υπογράμμισε για το εμβαζόμενο ποσό ότι, αφού συνήθως σχηματίζεται από τη συλλογή καταθέσεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου, θεωρείται υπαρκτό και γνωστό κι επομένως δεν προέρχεται από άγνωστη αιτία ώστε να θεωρηθεί ως «αύξηση περιουσίας» (κατά την έννοια του ν. 3888/10) που προέκυψε μάλιστα μέσα στη χρονιά που έγινε η μεταφορά των χρημάτων. Δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί προσαύξηση περιουσίας η μεμονωμένη αυτή τραπεζική συναλλαγή, αν δεν συγκριθεί διεξοδικά με την προηγούμενη πραγματική ταμειακή κατάσταση του φορολογουμένου.
Το δικαστήριο ακύρωσε ως μη νόμιμες τις ενέργειες των φορολογικών Αρχών (ελέγχους, πρόστιμα, προσαυξήσεις κ.λπ.) κρίνοντας ότι όφειλε η Εφορία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων της δικηγόρου να θεωρήσει ως δεδομένο και ανέλεγκτο, όσον αφορά την προέλευσή του, το ποσό που υπήρχε στον λογαριασμό πριν από τις 30-9-10.
Παράλληλα επισήμανε ότι τα κεφάλαια τραπεζικών καταθέσεων που σχηματίζονται μετά την ημερομηνία αυτή (έναρξη του ν. 3888) κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από δηλωθέντα εισοδήματα, μπορούν να αποτελέσουν πλέον προσαύξηση περιουσίας, αφού κληθεί προηγουμένως ο φορολογούμενος, καθώς μπορεί να τα δικαιολογήσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις ακυρωτικές αποφάσεις των «τσουχτερών» προστίμων και φόρων, τα δικαστήρια διέταξαν επιπλέον να επιστραφούν στους φορολογούμενους και τα μεγάλα παράβολα (από 3.000 έως 10.000€) που αναγκάστηκαν να πληρώσουν για την προσφυγή τους, καθώς και ό,τι ποσό υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ως φόρο για να τους επιτραπεί η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.

3 Τα έσοδα ήταν από πώληση ακινήτου της μητέρας το 2007
Σε άλλη υπόθεση η Εφορία εντόπισε φορολογούμενο (μη επιτηδευματία) που το διάστημα 2009-10 «έβγαλε» σε ελβετική τράπεζα, πάνω από 2,8 εκατ. €.
Την ίδια στιγμή διαπιστώθηκε ότι είχε δηλώσει τη μία χρονιά εισόδημα από ενοίκια 3.500€, ενώ την επόμενη δεν υπέβαλε δήλωση.
Ακολουθώντας αντίστοιχο σύστημα, η Εφορία τον κάλεσε σε εξηγήσεις και δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς του ότι τα εμβάσματα προήλθαν από πώληση ακινήτου της μητέρας του, το 2007, που μπήκε σε λογαριασμό όπου ήταν συνδικαιούχος με τον αδελφό του. Θεώρησε και πάλι ότι το ποσό δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από δηλωθέντα εισοδήματά του, καταλογίζοντάς του κύριο φόρο εισοδήματος (μαζί με τον πρόσθετο) 2,3 εκατ. € (!) και έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης 187.800€.
Το δικαστήριο ερευνώντας την υπόθεση διαπίστωσε ότι πράγματι η μητέρα του είχε πουλήσει ακίνητο έναντι 4,4 εκατ. €, ενώ το Δημόσιο συνέχισε να αμφισβητεί την τροφοδότηση του λογαριασμού από τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι η αντικειμενική του αξία ήταν 1,8 εκατ. €.
Το μεγαλύτερο σκέλος του φόρου ακυρώθηκε με τη γνωστή κρίση ότι η προσαύξηση της περιουσίας δεν μπορούσε να φορολογηθεί, αφού προέκυψε από εμβάσματα πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 3888/10.
Παράλληλα για ένα τμήμα των εμβασμάτων, περίπου 600.000 € που στάλθηκαν στο τέλος του 2010 (όταν πλέον είχε αρχίσει να ισχύει ο ν. 3888) το Δ. Εφετείο έκρινε ότι και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να ακυρωθούν οι φορολογικές πράξεις εναντίον του.
Κατά το δικαστήριο, στα εμβάσματα που γίνονται σε κοινούς λογαριασμούς πρέπει να γίνεται κατ’ αρχάς ισομερής επιμερισμός ανάμεσα στους δικαιούχους του λογαριασμού.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει υποχρεωτικά δεκτό ότι το 1/3 του ποσού (αφού οι καταθέτες είναι τρεις) ανήκε οπωσδήποτε από φορολογική σκοπιά στον ελεγχόμενο γιο, που πρέπει να μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι δικό του.
Πράγματι, το δικαστήριο δέχθηκε ότι το έμβασμα προήλθε από την πώληση του ακινήτου της μητέρας του και έτσι ακύρωσε τη φορολόγησή του και για τη μετά τις 30-9-10 μεταφορά χρημάτων.

Αντισυνταγματική η παράταση
Σε άλλες δύο περιπτώσεις το Δ. Εφετείο ακύρωσε τους φορολογικούς ελέγχους και τα πρόστιμα που μπήκαν σε επιχειρήσεις (ύψους περίπου 12 εκατ. €) για διάφορες φορολογικές παραβάσεις που σχετίζονταν με μη έκδοση τιμολογίων, αποφυγή ΦΠΑ, τελωνειακές παραβάσεις κ.λπ. Στις υποθέσεις αυτές κρίθηκε ότι ο φορολογικός έλεγχος δεν ήταν νόμιμος, γιατί παρατάθηκε πέραν των συνταγματικών ανεκτών ορίων της παραγραφής, καθώς το Δημόσιο με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις διεύρυνε συνεχώς το χρονικό διάστημα ελέγχου, ουσιαστικά διαιωνίζοντάς το.
Αντίστοιχη ακύρωση αποφασίστηκε και για άλλο πρόστιμο ύψους 1 εκατ. € από μη δηλωθέντα εισοδήματα ελευθερίου επαγγέλματος, αφού και στην περίπτωση αυτή με αντισυνταγματικές παρατάσεις συνεχίζονταν φορολογικοί έλεγχοι, ακόμα και 15 χρόνια μετά το ερευνώμενο παράπτωμα.

ΕΘΝΟΣ

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου