Ειδήσεις

10 χρόνια κάθειρξη για εκβίαση και τοκογλυφία σε Ροδίτη ασφαλιστή

Ποινή κάθειρξης 10 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, υπό τον όρο της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 4.000 ευρώ επέβαλε χθες το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων σε έναν κάτοικο της Ρόδου, ασφαλιστή, που κρίθηκε ένοχος εκβίασης και τοκογλυφίας!
Ο κατηγορούμενος είναι ο κύριος κατηγορούμενος στην υπόθεση διακίνησης πλαστογραφημένων επιταγών ιδιοκτήτη αλυσίδας ζαχαροπλαστείων με δράστη συγγενικό του πρόσωπο που, όπως υποστηρίζει, έπεσε θύμα του.
Ο τελευταίος, που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών, μετατρέψιμη προς 10 ευρώ ημερησίως, με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, κατηγορείται συγκεκριμένα ότι πλαστογραφούσε την υπογραφή του πατέρα του σε επιταγές που χρησιμοποιούσε για να εξοφλήσει τις τοκογλυφικές του υποχρεώσεις.
Το δικαστήριο έκρινε αθώο στην ίδια υπόθεση έναν κάτοικο Αρχαγγέλου.
Αφορμή για τον σχηματισμό της δικογραφίας έδωσε η κοινοποίηση στον κ. Εισαγγελέα αγωγής, που υποβλήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία καταγγέλλεται η διάπραξη σοβαρών αδικημάτων με την διαχείριση επιταγών ύψους 317.000 ευρώ.
Χθες ενώπιον του δικαστηρίου, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής κ. Παντελής Αποστολάς, ισχυρίστηκε ότι ο «άσωτος» γιός του μηνυτή και κατηγορούμενος στην υπόθεση, είχε δανειστεί τοκογλυφικά από τον εξάδελφό του και πρώτο κατηγορούμενο 40.000 ευρώ και ότι για την εξόφληση του δανείου αυτού του παρέδωσε επιταγές της οικογενειακής του επιχείρησης, τις οποίες είχε πλαστογραφήσει, αξίας 735.000 ευρώ. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι είχε εκδώσει 48 επιταγές από μπλόκ που εξέδωσε παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση των εταίρων της εταιρείας από την Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου.
Ο γιος του μηνυτή υποστηρίζει ότι από το έτος 2000 έχει χάσει περισσότερα από 150.000 ευρώ στο καζίνο της Pόδου, επισημαίνοντας ότι για να αντεπεξέλθει έλαβε προσωπικά δάνεια από τράπεζες, αλλά και από γνωστούς του. Yποστηρίζει ότι ήταν αδύνατον να αντεπεξέλθει στην κάλυψη επιταγών του και ότι ζήτησε βοήθεια από έτερο συγγενή του.
Iσχυρίζεται ότι ο συγγενής του, του είπε ότι μπορούσε να βρεί όσα χρήματα χρειαζόταν γιατί συνεργάζεται με έναν κάτοικο Aρχαγγέλου και ότι θα του δάνειζαν χρήματα με τόκο 10% το μήνα.
Διατείνεται ακόμη ότι ο συγγενής του τον ανάγκασε, για να συνεχίσει να του δανείζει, να του παραδώσει επιταγές της επιχείρησης του πατέρα του και ότι πήρε ένα ξεχασμένο μπλόκ και το συμπλήρωσε, πλαστογραφώντας τις υπογραφές των εταίρων της οικογενειακής του επιχείρησης.
Εν συνεχεία φέρεται να ζήτησε από τράπεζα νέο καρνέ επιταγών στο όνομα του πατέρα του χωρίς να επιδείξει πληρεξούσιο ή άλλο έγγραφο.
Ισχυρίστηκε ότι πήγε στην τράπεζα εννιά φορές και πήρε εννιά καρνέ υπογράφοντας στο βιβλίο ωσάν να ήταν ο πατέρας του.
Aρχικώς, όπως ισχυρίζεται, δανείστηκε 40.000 ευρώ για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα στο ποσό των 317.000 ευρώ, υποστηρίζοντας ότι ο τόκος που εισέπραττε από εκείνον ετησίως ήταν 120%.
Iσχυρίζεται ακόμη ότι ο πατέρας του, εκβιαζόμενος, επισκέφθηκε με τον εξάδελφό του συμβολαιογράφο και υπέγραψε υπό την απειλή σφράγισης των επιταγών, πράξη αναγνώρισης χρέους.
Ο πρώτος κατηγορούμενος από την άλλη, επεσήμανε ότι τα δάνεια που χορήγησε στον συγκατηγορούμενο συγγενή του ήταν άτοκα και ότι τα χρήματα προέρχονταν από στεγαστικό δάνειο που είχε συνάψει.
Υποστήριξε ακόμη ότι σε κάθε περίπτωση οι επιταγές που είχαν πλαστογραφηθεί αντικαταστάθηκαν από τον μηνυτή με νέες δικές του, αφού αναγνωρίστηκε το χρέος.
Εν πάση περιπτώσει ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται πριν από το Μάιο του έτους 2007, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του εξαδέλφου του και ειδικότερα τις οικονομικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπιζε, λόγω οφειλών του προς τρίτα πρόσωπα, να του χορήγησε δάνειο ύψους 40.000 ευρώ με μηνιαίο τόκο 10% και ετήσιο τόκο 120%, με αποτέλεσμα η οφειλή του να ανέλθει τελικά στο ποσό των 317.200 ευρώ.
Φέρεται παραπέρα, σε χρόνο, που δεν εξακριβώθηκε ακριβώς από την ανάκριση, αλλά πριν το Μάιο του έτους 2007, να απείλησε τον θείο του, ομόρρυθμο εταίρο γνωστής εταιρείας ότι θα σφράγιζε 14 επιταγές, οι οποίες είχαν εκδοθεί με χρέωση του λογαριασμού της εταιρείας και σε διαταγή του, ενώ εγνώριζε ότι αυτές ήταν πλαστές, καθώς δεν είχαν εκδοθεί από την εταιρεία, αλλά από τον συγκατηγορούμενο εξάδελφό του και είχαν δοθεί στον ίδιο προς εξόφληση χρέους του και ενσωμάτωναν τοκογλυφικά ωφελήματα.
Ο θείος του δε προκειμένου να μην σφραγιστούν οι επιταγές αναγκάστηκε να υπογράψει πράξη αναγνώρισης χρέους με την οποία αποδεχόταν ότι του όφειλε το ποσό των 317.200 ευρώ και ότι του παρέδωσε 24 επιταγές, συνολικής αξίας 317.200 ευρώ, σε χρέωση άλλου λογαριασμού του αλλά και δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης σε οποιοδήποτε ακίνητο ιδιοκτησίας του σε περίπτωση μη πληρωμής κάποιας από τις ανωτέρω επιταγές.
Ο γιος του «μηνυτή» και εξάδελφος του πρώτου, φέρεται πριν από το μήνα Μάιο του έτους 2007 να κατήρτισε 14 επιταγές λογαριασμού της οικογενειακής επιχείρησης του πατέρα του, θέτοντας τη σφραγίδα της εταιρείας και την υπογραφή των ομόρρυθμων εταίρων της και στη συνέχεια να εξέδωσε, σε διαταγή του συγκατηγορούμενού του και να τις παρέδωσε σε αυτόν προς εξόφληση χρέους του εκ δανείου.

Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Ακης Δημητριάδης, Κατ. Βολονάκη και Νικήτας Μπόλκας.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου