Υποβλήθηκαν χθες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, στο πλαίσιο της συζητήσεως δύο αγωγών, που άσκησε κατά της πρώην συζύγου του και του πατέρα της υποψήφιος δημοτικός συμβούλος και επί σειράν ετών αιρετός της αυτοδιοίκησης, οι προτάσεις με την διαδικασία των 100 ημερών των αντίδικων μερών επί αιτήματος για την ακύρωση δύο πρακτικών συνομολογημένων χρησικτησιών.
Η πρώην σύζυγος του δημοτικού συμβούλου απέκτησε με πρακτικό εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ακίνητα ιδιοκτησίας του, όπως και ο πατέρας της, μετά από άσκηση αγωγής χρησικτησίας εις βάρος του, κάτι, που δεν ήταν δυνατόν να γίνει, αφού ούτε η οικοδομή υφίστατο από δεκαπενταετίας ούτε ο δημοτικός σύμβουλος είχε την κυριότητα των διηρημένων οριζοντίων ιδιοκτησιών του, για χρονικό διάστημα άνω των δεκαπέντε ετών.
Ο ίδιος στις αγωγές που άσκησε διατείνεται ότι είναι ιδιοκτήτης ακινήτων τα οποία είχαν αγοραστεί με νόμιμες συμβολαιογραφικές πράξεις αγοράς και ότι με εικονική – πλασματική και επομένως άκυρη αγωγή χρησικτησίας μεταβιβάστηκαν στην πρώην σύζυγό του και στον πατέρα της.
Υποστηρίζει στις αγωγές που άσκησε ότι οι αγωγές χρησικτησίας και τα επ’ αυτών πρακτικά συμβιβασμού… «έλαβαν χώρα για λόγους απολύτως φορολογικούς».
Υποστηρίζει ότι είχε υποστεί έλεγχο από το ΣΔΟΕ Νοτίου Αιγαίου κατόπιν καταγγελιών, στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν από αλλοδαπά πρόσωπα τα οποία είχαν προβεί στην αγορά ακινήτων στην Ελλάδα και διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το τίμημα που δηλώθηκε για την αγοραπωλησία των ακινήτων υπολειπόταν από το ποσό του δανείου που έλαβε για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Αναφέρεται στο ιστορικό της «περιπέτειάς» του με τις φορολογικές αρχές και στα πρόστιμα που είχε καταλογιστεί τονίζοντας ότι είχε υποστεί πανικό και φόβο για την δέσμευση και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων και συμφώνησε με την σύζυγό του να προβούν εκτός από την προσφυγή στα αρμόδια δικαστήρια για την ακύρωση των πράξεων επιβολής προστίμων σε εικονική πλασματική αγωγή χρησικτησίας ώστε να μεταβιβαστούν προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής του σε εκείνην, στην αδελφή της και στον πατέρα της.
Τόνισε ότι δεν φανταζόταν ότι στην πορεία θα υπήρχε κλονισμός του γάμου τους και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της προσφυγής του έναντι των φορολογικών αρχών διεκδικεί τα ακίνητα που τονίζει πως είναι δικά του.
Η «δημοκρατική» είχε αποκαλύψει τον Φεβρουάριο του 2015 τα όσα ο πρώην αιρετός «ομολογεί» πλέον με τις αγωγές του.
Είχε αναφέρει ειδικότερα σε δημοσίευμά της μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Εχοντας εκκρεμότητες με τις φορολογικές αρχές η σύζυγος του πολιτικού προσώπου υπέβαλε το 4ο τρίμηνο του 2012 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου στρεφόμενη κατά του εν διαστάσει συζύγου της διεκδικώντας δια χρησικτησίας τα ποσοστά ιδιοκτησίας του σε ακίνητα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στην αγωγή το έτος 1995 ένας εργολάβος οικοδομών είχε συμφωνήσει με οικοπεδούχους την κατασκευή ενός εμπορικού κέντρου.
Με τα σχέδια που είχε φέρεται να προέβη σε άτυπες πωλήσεις των ιδιοκτησιών που θα περιέρχονταν σ’ αυτόν λόγω εργολαβικού ανταλλάγματος.
Το ίδιο έτος φέρεται να είχε συμφωνήσει και με τον πατέρα της εν διαστάσει συζύγου του πολιτικού προσώπου την πώληση ακινήτων που φέρονται επ’ ονόματί του.
Τα μπετά στο έργο εμφανίζονται να «έπεσαν» το έτος 1996 και το ακίνητο να παραδόθηκε τότε στον πατέρα της συζύγου του πολιτικού προσώπου ο οποίος δεν μπορούσε να τα μεταβιβάσει στην ιδιοκτησία του για εκκρεμότητες που είχαν οι οικοπεδούχοι στην παράδοση του έργου με τον εργολάβο.
Ο πατέρας της φέρεται να ξεκίνησε τότε εργασίες για την ολοκλήρωση της οικοδομής και το έτος 1999, όταν αποπερατώθηκαν, να προέβη σε άτυπη μεταβίβασή τους.
Έκτοτε η σύζυγος του πολιτικού προσώπου ασκούσε πράξεις νομής και κατοχής και ασκούσε όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το δικαίωμα ιδιοκτησίας επ’ αυτών.
Ο σύζυγός της δε φέρεται να απέκτησε μερίδια στα ακίνητα αυτά με αγορές μεταγενέστερα από το χρόνο που τις απέκτησε ο δικαιοπάροχός της αλλά και η ίδια.
Για φορολογικούς λόγους, φέρεται να είχε θεωρήσει σωστό στο χρόνο εκείνο και ενόψει του ό,τι έπρεπε η περιουσία της να κατοχυρωθεί και τυπικά, να συμβληθεί ο τότε σύζυγός της, αφού ο τελευταίος, όπως αναφέρεται στην αγωγή, τεχνηέντως εμφάνιζε επ’ ονόματί του τα δικά της εισοδήματα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δικαιολογήσει το «πόθεν έσχες» που απαιτούνταν για την συμμετοχή της στα συμβόλαια και δεν μπορούσε να πληρώσει φόρους μεταβίβασης, παραστάσεις δικηγόρων και συμβολαιογραφικές αμοιβές για το σύνολο, των οριζοντίων ιδιοκτησιών της και έτσι τα συμβόλαια έγιναν διαδοχικά και με την πάροδο των χρόνων.
Ο δε εναγόμενος σύζυγός της, που εμφανίζεται ότι ποτέ δεν απέκτησε κανένα εν τοις πράγμασι δικαίωμα επί των οριζοντίων ιδιοκτησιών, φέρεται να είχε συμφωνήσει μαζί της να της μεταβιβάσει τις ιδιοκτησίες σε απώτερο χρόνο, πράγμα που όμως τελικά δεν έγινε ποτέ, όπως υποστηρίζεται, κυρίως για οικονομικούς λόγους.
Υποστήριξε παραπέρα ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό της ο νόμιμος χρόνος νομής (δεκαπενταετία), προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της.
Ακολούθησε η υπογραφή πρακτικού στη συνομολογημένη χρησικτησία και η μεταβίβαση ολοκληρώθηκε.
Πλην όμως τα ως άνω εξιστορούμενα περιστατικά, όπως καταγγέλθηκε, δεν συμβαδίζουν με τις κτηματολογικές εγγραφές που προηγήθηκαν στα οικεία βιβλία του κτηματολογίου και δεν συνάδουν με το χρόνο εκδόσεως της οικοδομικής άδειας και το χρόνο που πραγματικά ξεκίνησε η ανέγερση της οικοδομής, αποπερατώθηκε και παραδόθηκε στους αγοραστές.
Σημειώνεται ότι στοιχεία της βάσεως αγωγής αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου, στηριζομένης στην έκτακτη χρησικτησία, είναι το γεγονός ότι ο ενάγων νέμεται το ακίνητο με εμφανείς υλικές πράξεις δηλωτικές της βουλήσεώς του να το έχει ως κύριος και ότι, νεμόμενος αυτό, έχει συμπληρώσει στο πρόσωπό του, προσμετρουμένης και της νομής του δικαιοπαρόχου του, το οριζόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα για την κτήση με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου».