Ο Νικήτας Σαμψάκος, πρώην φαροφύλακας, μιλά στα «ΝΕΑ» για όσα έζησε στο νησί από το 1975 μέχρι το 2006 και δηλώνει έτοιμος να επιστρέψει στις επάλξεις, αν χρειαστεί
Εφτασε στη νήσο Στρογγύλη το 1975. Τα γεγονότα της Κύπρου ήταν ακόμη νωπά και η ατμόσφαιρα στο Αιγαίο πολεμική. Ομως εκείνος δεν έκανε πίσω από την απόφασή του: θα γινόταν φαροφύλακας στο ανατολικότερο σημείο της χώρας, σε ένα νησάκι μόλις μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. «Εκείνη τη χρονιά οι Τούρκοι ήρθαν ξαφνικά και έβαλαν δύο σημαίες, μία στη Στρογγύλη και μία στη Ρω», διηγείται στα «ΝΕΑ» ο Νικήτας Σαμψάκος, ο οποίος επί τρεις δεκαετίες «φυλούσε Θερμοπύλες» ως φαροφύλακας της Στρογγύλης.
«Στη Στρογγύλη έβαλαν τη σημαία από την πλευρά της Τουρκίας, ώστε να μη φαίνεται στους φαροφύλακες. Παρ’ όλα αυτά, δεν έμεινε για πολύ. Aμέσως πήγε μια ομάδα και την κατέβασε», συνεχίζει. Το έρημο νησάκι έγινε το σπίτι του από το 1975 μέχρι το 2006, χρονιά κατά την οποία συνταξιοδοτήθηκε. Νυχτερινές βάρδιες, σκληροί χειμώνες, μαγείρεμα χωρίς ρεύμα, μοναξιά, συντήρηση του φάρου, μια δύσκολη δουλειά σε έναν δύσκολο τόπο. «Σκεφτείτε πως είχαν ζητήσει τέσσερα άτομα και πήγα μόνο εγώ», λέει.
Ο φαροφύλακας νονός του και ανιψιός της κυράς της Ρω τον επηρέασε στην απόφασή του. «Είχα μόλις τελειώσει τη θητεία μου, ήταν μετά τον πόλεμο στην Κύπρο, και μου είπε ο νονός μου “να πας φαροφύλακας γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα”. Και τον άκουσα», εξηγεί. Δεν το μετάνιωσε ποτέ. «Εμεινα με δική μου επιλογή 31 χρόνια στη Στρογγύλη. Δεν έφυγα καθόλου. Αλλοι φαροφύλακες έρχονταν και έφευγαν, γνώρισα έτσι πολύ κόσμο. Ομως εγώ έμεινα. Μπορεί να περνούσα και δύο μήνες πάνω στο νησί χωρίς να δω την οικογένειά μου», θυμάται. Μοναδική παρέα, τα πλοία που περνούσαν από μακριά τις νύχτες και φωτίζονταν από την περιστρεφόμενη αναλαμπή.
Σαν παρατηρητήριο
«Μέχρι το 1987 όλα γίνονταν χειροκίνητα. Και είχαμε βάρδιες ολόκληρο το 24ωρο. Τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου ήμαστε σαν παρατηρητήριο. Οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψή μας το καταγράφαμε και ενημερώναμε», αναφέρει. «Αργότερα, έμειναν οι νυχτερινές βάρδιες. Τούρκος, όμως, δεν έφτασε ποτέ σε εμάς. Οι μόνοι που έφερνε η θάλασσα στο νησί ήταν κούρδοι πρόσφυγες την περίοδο 1991-1999. Εφταναν από τη Δασιά, ένα τουρκικό νησάκι σε απόσταση μισού μιλίου από εμάς, νύχτα, δύο και τρεις η ώρα, έγκυοι, παιδιά, άνδρες, ζητώντας πολιτικό άσυλο».
Συνηθισμένος στην επιθετικότητα του τουρκικού κράτους, ο Νικήτας Σαμψάκος, που σήμερα είναι μόνιμος κάτοικος του Καστελλόριζου, επισημαίνει πως δεν φοβάται την ένταση που έχει κλιμακωθεί.
«Είμαστε συνηθισμένοι με τον τούρκο γείτονα, τα ξέρουμε όλα αυτά από τους παππούδες μας κιόλας. Και δεν πρόκειται να σταματήσουν εύκολα», λέει. Δηλώνει έτοιμος να ξαναβρεθεί στις επάλξεις εφόσον του ζητηθεί: «Αν γίνει επιστράτευση, είμαι ο πρώτος που θα πάω. Εγώ το ξέρω το νησί όσο κανείς. Πού θα κρυφτώ, πού θα τους χτυπήσω. Γεννήθηκα το 1952, είμαι πια 68 χρονών, πλέον ασχολούμαι με το ψάρεμα και τα κατσικάκια μου, αλλά, αν χρειαστεί, είμαι έτοιμος για όλα».