Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
Η κινηματογραφική ομάδα Cine Chevalier ανήκει στη γενιά των αισθήσεων. Ακροάζεται την ατμόσφαιρα και μεταφέρει πρώτα στο χαρτί και μετά στην οθόνη όλα εκείνα που πλανιώνται βουβά μέσα στη Ρόδο, ανάμεσα στα τείχη, σε πίσω αυλές και μέσα σε σκέψεις. Ακροάζεται τις μνήμες που με κάποιο τρόπο αναζητούν μια φωνή, να ακουστούν και να καταγραφούν προτού χαθούν οριστικά. Το ντοκιμαντέρ «Κονστεντραμένο. Κρυφομιλώντας με τη λευτεριά» της κινηματογραφικής ομάδας Cine Chevalier του Ιδρύματος Υποτροφιών Ρόδου Εμμανουήλ και Μαίρης Σταματίου κάνει ακριβώς αυτό.
«Να, τούτη δω είναι η πόρτα που ήρθαν και χτύπησαν οι Ιταλοί για να πάρουν τον πατέρα μου και τον αδελφό μου», περιγράφει στο ντοκιμαντέρ η Νίτσα Μαλανδράκη Κουτσοδόντη και δείχνει τη μεταλλική εξώπορτα εισόδου στην αυλή του Νιοχωρίτικου σπιτιού της. Από την 28η Οκτωβρίου 1940 μέχρι και σήμερα η πόρτα έχει παραμείνει η ίδια, ίσως με μόνη εξαίρεση τις μερικές πατίνες που μαζί με το χρόνο πέρασαν από πάνω της. Λίγα μέτρα πιο πέρα ένα από τα πιο γνωστά καφεδεσματοπωλεία της περιοχής είναι γεμάτο Ροδίτες, που υπερηφανεύονται για την ελληνική τους υπηκοότητα. Εκείνο που σίγουρα δε γνωρίζουν είναι πως την ελληνική τους υπηκοότητα την χαίρονται σήμερα χάριν των πράξεων αντίστασης όπως του Μαλανδράκη. Μπροστά σ’ εκείνη την πόρτα, την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν αποδέχθηκε την Ιταλική υπηκοότητα που αποτελούσε το διαβατήριο της ασφαλούς καλοζωίας. Εκείνος επέλεξε να δηλώσει «Έλληνας» και να συμπεριληφθεί μεταξύ όλων εκείνων που επίσης δήλωσαν Ελληνες και βρέθηκαν κρατούμενοι στο κονστεντραμέντο της Τάφρου. Ο Μαλανδράκης, όπως ο Ζησιμάτος, ο Μπόνης, ο Αρκάς, ο Καλλιγάς, είναι μόνο μερικά από τα ονόματα των περίπου 350 συν εννέα Ροδιτών και νησιωτών που ύψωσαν αυτή τη μορφή αντίστασης.
«Αχχ!! Θεός σχωρέσει τους» ακούγεται να λέει ο 95χρονος Γιώργος Καλλιγάς στο ντοκιμαντέρ. Είναι ένας αναστεναγμός βαθύς, τόσο ανακουφιστικός, όσο και ζωντανός. Λες και τα γεγονότα της Ρόδου στην έναρξη του πολέμου έγιναν χθες. Παρότι από τότε πέρασαν 60 χρόνια, εκείνος εξακολουθεί βιώνει την πίεση του ιδιότυπου εγκλεισμού. Είναι ένα σημάδι που του σκαλίζει τη ζωή. Γιώργος Καλλιγάς, ο αντιστασιακός για μια υπηκοότητα που γνώριζε μόνο ως όνομα. «Έλληνας». Από πού κι ως που ένα Ροδιτόπουλο να δηλώνει «Έλληνας»; Γεννήθηκε στην Ιταλική κατοχή των νησιών, που κι αυτή είχε διαδεχθεί την Οθωμανική κυριαρχία και ακόμα πιο πίσω εκείνη των Ιπποτών. Κι όμως, η ιδέα του ελληνισμού ήταν μέσα του, γραμμένη στο γενετικό του κώδικα, γι’ αυτό και σε όλη τη διάρκεια της αφήγησής του τα βλέφαρά του είναι κλειστά. Δε βλέπει την κάμερα, δε βλέπει καν τους γύρω του. Βλέπει τον κόσμο από τα μέσα, βλέπει τις μνήμες που είναι εκεί ζωντανές, βλέπει ακόμα και την καβέττα με το φαγητό που του ‘ρθε δώρο και χόρτασε την πείνα του. Το φαγητό στην καβέττα, μέσα του, εξακολουθεί να αχνίζει.
«Οι ψυχές πονάνε και απόψε κάνατε μια γιαγιά να χαμογελάσει» είπε στο τέλος της προβολής η κα. Κυριακή Αρκά, μία από τις αφηγήτριες των γεγονότων, που το βράδυ της περασμένης Τρίτης βρισκόταν στην προβολή. Οι Ροδίτισσες ζούσαν την άλλη πλευρά του κονσεντραμέντου. Οι άντρες και οι γιοι τους είχαν συλληφθεί και μεταφέρθηκαν στην Τάφρο, στο τμήμα μεταξύ της πύλης του Αγίου Αθανασίου (Σαν Φραγκίσκο) και της πύλης Αγίου Ιωάννου (κόκκινη πόρτα). Οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν, όσοι είχαν καταστήματα τα έχασαν. Όλα έγιναν μέσα σε 24 ώρες. Από τη στιγμή που ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το ΟΧΙ, οι κατακτητές των νησιών χαρακτήρισαν ως εχθρούς των ιταλικών κτήσεων όσους δήλωσαν «Έλληνες». Γυναίκες και θυγατέρες έμειναν μόνες τους. Χωρίς πόρους. Από τη μια στιγμή στην άλλη φτωχές. Επρεπε να ζήσουν εκείνες και με κάποιο τρόπο να θρέψουν τους συλληφθέντες. Για να μιλήσει η κα. Κυριακή Αρκά στο τέλος της προβολής, χρειάστηκε να διασχίσει όλο το μήκος της αίθουσας του Δημοτικού Θεάτρου Ρόδου. Καθόταν στην τελευταία σειρά και περπάτησε υποβασταζόμενη μέχρι το προσκήνιο, να πάρει το μικρόφωνο, να μιλήσει για τον πόνο που εξακολουθεί να βαραίνει τη ψυχή της και για τη λύτρωση που ένιωσε βλέποντας την οπτικοποιημένη έκδοση εκείνων των γεγονότων.
«Κρυφομιλώντας με τη λευτεριά» υποσημειώνεται στον τίτλο του ντοκιμαντέρ που θα επαναπροβληθεί σήμερα στο Δημοτικό Θέατρο Ρόδου. Οι μέρες του κοντσεντραμέντο συνέπεσαν με τις νίκες των Ελλήνων έναντι των Ιταλών στο αλβανικό μέτωπο. Τα γεγονότα τροφοδοτούσαν το κουράγιο των κρατουμένων που με χίλιους τρόπους προσπαθούσαν να πληροφορηθούν για τις εξελίξεις. Με όλες τις ειδήσεις να είναι λογοκριμένες από τους κατακτητές που πια κι αυτοί ενδύθηκαν το ρόλο του εχθρού, οι Ροδίτες άντρες έπρεπε με κάποιο τρόπο να μάθουν το τι συνέβαινε στην πατρίδα τους. «Αν τα μαντάτα ήταν καλά βάζαμε πάνω από την καβέττα ένα κρεμμύδι. Αν δεν ήταν καλά βάζαμε ένα σκόρδο. Έτσι οι δικοί μας καταλάβαιναν, έπαιρναν κουράγιο», περιγράφει στο ντοκιμαντέρ η κα. Μαλανδράκη Κουτσοδόντη. Η κα. Κυριακή Αρκά πάλι κάνει λόγο και για χαρτάκια με πληροφορίες. «Τα διπλώναμε και τα βάζαμε στο στόμα μας. Στη μία επίσκεψη που μας επέτρεπαν το μήνα, κάτω από τα μάτια του φρουρού εμείς χώναμε το χαρτάκι στο στόμα ή στο αυτί του αγαπημένου μας». Η πληροφορία είχε αξία, γινόταν ελπίδα, ολυμπιακή φλόγα που κρατιέται αναμμένη με κάθε τρόπο.
Στις ταινίες ο χρόνος μπαίνει σε αρουλέζα. Τρέχει πότε μπροστά και πότε πίσω, ανάλογα με τη θέληση του σκηνοθέτη. Από το Σήμερα στο Χθες και πάλι στο Σήμερα και ασταμάτητα οι ιστορίες ξετυλίγονται αψηφώντας τα χρόνια που πέρασαν. Στο «Κοντσεντραμένο – Κρυφομιλώντας με τη λευτεριά» η ομάδα του Cine Chevalier μάζεψε ένα σημαντικό μέρος της μνήμης που ψάχνει τρόπο να ειπωθεί. Οι αφηγητές διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Γιώργος Καλλιγάς, Μιχάλης Καΐκης, Κυριακή Αρκά και Νίτσα Μαλανδράκη-Κουτσοδόντη βρίσκονται σε πρώτο πλάνο ως αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Κοντά τους και μια σειρά άλλων πρωταγωνιστών που πια δεν βρίσκονται στη ζωή, όμως η εικόνα και η φωνή τους διασώθηκε μέσα από τις συνεντεύξεις που το έτος 2000 είχαν δώσει στη δημοσιογράφο Ελένη Γλεντή και στην κάμερα του τότε TV4. Στο ωριαίο ντοκιμαντέρ οι ερμηνείες των γεγονότων γίνονται από την Ειρήνη Τόλιου, τον Γιώργο Ζαχαριάδη, τον Μανώλη Βρατσάλη και τον Μιλτιάδη Λογοθέτη.
Το ντοκιμαντέρ υπογράφουν ο Γιώργος Τζεδάκης στη διεύθυνση παραγωγής, ο Δημήτρης Κόκκινος στην ιστορική τεκμηρίωση και τα κείμενα, καθώς και Ολυμπία Γκογκέ στο μοντάζ. Οι τρεις τους συντόνισαν μαζί τη σκηνοθεσία όλου του έργου. Μελωδίες, σε σύνθεση και εκτέλεση από το Σάββα Αθανασιάδη, συνόδεψαν όλο το συναίσθημα που ξυπνά στη διάρκεια της προβολής. Κοντά σε αυτούς και μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων, όλοι εθελοντές – λάτρεις της ιστορίας και του σινεμά, που δούλεψαν αγόγγυστα για δύο χρόνια ώστε να γίνει πράξη η νέα ταινία της ομάδας Cine Chevalier του Ιδρύματος Υποτροφιών Ρόδου Εμμανουήλ και Μαίρης Σταματίου.
«Εκείνη την εποχή βομβάρδιζαν οι Αγγλοι. Μας χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί, τους μαζεμένους στο κοντσεντραμένο ως μέσο προστασίας. Σκεφτόντουσαν πως ίσως εκεί που είναι οι Έλληνες δε θα ρίξουν βόμβες. Όμως οι βόμβες έπεφταν κι εμείς κάθε φορά που έπεφτε μια βόμβα αγκαλιαζόμασταν όλοι μαζί. Ίσως η βόμβα να μη μπορέσει να μας θερίσει όλους. Τα σώματά μας αγκαλιασμένα ίσως να έφτιαχναν ασπίδα, να έσωναν μερικούς».
Η επόμενη προβολή, ίσως η τελευταία για φέτος, θα γίνει σήμερα το βράδυ.