Με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου απορρίφθηκε η αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία κατά της υπό εκκαθάριση Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, ενός πρώην προϊσταμένου κι ενός πρώην διευθυντή της, που άσκησε ένας κάτοικος της Ιαλυσού.
Οπως εξέθεσε στην αγωγή του, με προτροπή σχεδόν πιεστική και με δέλεαρ την εύκολη χρηματοδότηση, που δέχθηκε από τους εναγόμενους, διευθυντικά στελέχη της τράπεζας, αγόρασε την 7η Απριλίου 2001 μια συνεταιριστική μερίδα και στις 30 Οκτωβρίου 2008 460 μερίδες.
Οι παραπάνω μερίδες ενόψει και τις μεγάλης υπεραξίας που απέκτησαν διασπάσθηκαν και έτσι κατά το έτος 2013 κατείχε συνολικά 1844 μερίδες, που η αξία τους ανήρχετο σε 50.710 ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τις αντίστοιχες βεβαιώσεις με χρονολογίες 2014 και 2015 της εναγομένης τράπεζας.
Τον Ιούλιο του 2010, πάντοτε υπό την καθοδήγηση και προτροπή των δύο πρώην στελεχών συνήψε με την τράπεζα σύμβαση στεγαστικού δανείου συνολικού ποσού 100.000 ευρώ με επιτόκιο που ήταν επαρκώς προσδιορισμένο.
Στις αρχές του έτους 2013 ζήτησε να ρευστοποιήσει τις συνεταιριστικές του μερίδες ποσού 60.000 ευρώ περίπου και να ρυθμίσει το υπόλοιπο του δανείου που είχε λάβει το 2010.
Στις 4 Απριλίου 2011, όπως εκθέτει, του υπέδειξαν ως αρχική ενέργεια την υπογραφή μιας σύμβασης αναδιάρθρωσης της οφειλής και ακολούθως τη σύσταση ενεχύρου της αξίας των μερίδων.
Πράγματι, υπεγράφησαν την ίδια ημέρα πρόσθετο σύμφωνο αναδιάρθρωσης οφειλών δανείου και σύμβαση σύστασης ενεχύρου – εκχώρησης επί απαιτήσεων που προέκυπταν από τις μερίδες του.
Ακολούθησε δεύτερο πρόσθετο σύμφωνο ρύθμισης στις 28 Μαρτίου 2013.
Στη συνέχεια με αίτησή του στην τράπεζα, τον Σεπτέμβριο του 2013, επανήλθε στο ζήτημα της ρευστοποίησης των μερίδων και οι βασικοί εκπρόσωποι της τράπεζας, όπως υποστηρίζει, με διάφορα προσχήματα και διαβεβαιώσεις και μάλιστα με προφορική εγγύηση, του έδωσαν την εντύπωση, η οποία μετατράπηκε σε πεποίθηση ότι είχε αποφασισθεί η εξαγορά των μεριδίων όπως προέβλεπε το καταστατικό και ορίζει η σχετική νομοθεσία.
Ο ενάγων διατείνεται ότι αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων πως υπήρχε γνώση της επικείμενης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της Τράπεζας από την Τράπεζα Ελλάδος, αλλά το απέκρυψαν και επέμεναν ότι ήταν θέμα ημερών η ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Παρήλθε δε από τότε τρίμηνο και αποκαλύφθηκε η νοσηρή οικονομική κατάσταση της τράπεζας, που προκάλεσε την επέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Τέθηκε δε αυτή υπό ειδική εκκαθάριση.
Το Νοέμβριο του 2014 απέστειλε με δικαστικό επιμελητή στην τράπεζα, όπως αυτή εκπροσωπείτο από την ειδική εκκαθαρίστρια εταιρία, εξώδικη δήλωση – όχλησή του, ζητώντας την αποκατάσταση της αδικίας και την τακτοποίηση του θέματος, χωρίς όμως να λάβει κάποια απάντηση.
Προέβη επίσης και σε αναγγελία της απαίτησής του, προερχόμενης από την υπό εξαγορά αξία των μεριδίων του, βάσει προκαταρκτικής συμφωνίας με τους δύο πρώτους των εναγομένων, που δεν είχε όμως καμία τύχη.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 και αφού είχε προβεί σε αλλεπάλληλες διαδικασίες, αιτήσεις και δικαστικές ενέργειες, η διαχειρίστρια εταιρεία εκκαθαρίστρια, του γνωστοποίησε με έγγραφο και το τελικό ποσό της οφειλής του, που ανήλθε στα 264.356,21 ευρώ.
Αιτήθηκε με την αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν αλληλέγγυα και σε ολόκληρο ο καθένας το συνολικό ποσό των 164.710 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.
Ο ενάγων, δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, καθόσον δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ούτε εμφανίστηκε στη δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ενώ αντίθετα οι εναγόμενοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις.
Η αγωγή του απορρίφθηκε καθώς η ερημοδικία του επισπεύδοντος τη συζήτηση ενάγοντος επιφέρει ως κύρωση την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν, διότι τεκμαίρεται η εκ μέρους του εγκατάλειψη του δικαστικού αγώνος, υπό την προϋπόθεση ότι παρίσταται προσηκόντως ο εναγόμενος.