Να μην γίνει κατηγορία για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειµένου ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας και της απάτης κατ’ επάγγελµα και κατά συνήθεια που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, σε 5 μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού κατά το χρονικό διάστημα Μαρτίου 2001 – Ιουνίου 2004, σε 7 μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων Ρόδου κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου 1999 και Αυγούστου 2004 και σε 5 μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννη Ρόδου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου 2001 και Φεβρουαρίου 2004, αποφάσισε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Ο πρώην αντεισαγγελέας Πληµµελειοδικών Ρόδου κ. Ιωάννης Μητσιόπουλος είχε εισηγηθεί στο δικαστικό συµβούλιο να απαλλαγούν όλοι οι κατηγορούµενοι.
Το δικαστικό συμβούλιο με βούλευμα που εξέδωσε τον Απρίλιο του 2012 είχε παραγγείλει στον τακτικό Ανακριτή να εξετάσει ως μάρτυρα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ρόδου κ.κ. Κύριλλο.
Ζητήθηκε επιπλέον να κληθούν να απολογηθούν 5 από τους 16 κατηγορούμενους στην υπόθεση και να καταθέσουν δύο ακόμη άτομα ως μάρτυρες για να διευκρινίσουν για ποιό λόγο δεν ετηρούντο τα προβλεπόμενα λογιστικά βιβλία από την Εκκλησιαστική Επιτροπή του Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων και για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η οικονομική διαχείριση του ναού από το έτος 1997 έως τον Αύγουστο του 2004.
Μετά το πέρας των νέων ανακριτικών πράξεων το Δικαστικό Συμβούλιο κατόπιν νέας απαλλακτικής εισήγησης του πρώην Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου εξέδωσε οριστικό απαλλακτικό βούλευμα.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Κοσκινού Ρόδου δεν υπήρχε κατά τα έτη 2001-2004 νοµίµως διορισµένη Εκκλησιαστική Επιτροπή. Εκκλησιαστική Επιτροπή διορίσθηκε νόµιµα την 5η Μαρτίου 2004 από την Ιερά Μητρόπολη Ρόδου. Αποτελείτο δε από έναν Αρχιµανδρίτη και τέσσερα άλλα µέλη.
Οι καταγγελίες για διάπραξη αξιόποινων πράξεων ξεκινούν πρωτίστως από εφηµέριο του εν λόγω Ιερού Ναού, Αρχιµανδρίτη, ο οποίος µε δυο έγγραφα, που υπογράφει ο ίδιος και µε µια αναφορά του στον Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών Ρόδου, κατήγγειλε ότι ένας κάτοικος Κοσκινού, ο οποίος είχε αναλάβει το αξίωµα του ταµία, δεν τον είχε ενηµερώσει από την ηµέρα του διορισµού του για την οικονοµική διαχείριση των πόρων του ναού, δεν του είχε επιδείξει τα συναφή διαχειριστικά βιβλία ούτε τα τιµολόγια και τις αποδείξεις εισπράξεων και πληρωµών, αρνείτο να του παραδώσει το δεύτερο κλειδί του χρηµατοκιβωτίου του ναού και, τέλος, προέβαινε σε εντάλµατα πληρωµών τα οποία δεν έφεραν την υπογραφή του ως προέδρου της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
Κατηγορούµενος της ίδιας εκκλησιαστικής επιτροπής ανέφερε σε επιστολή του, στην ορισθείσα επιτροπή οικονοµικού και διαχειριστικού ελέγχου του ως άνω ναού, ότι για το χρονικό διάστηµα από 13.03.2004 µέχρι και 04.05.2004 δεν έγινε ποτέ καταµέτρηση ενώπιον του των εσόδων του Ιερού Ναού από το περιεχόµενο του παγκαριού, τα µυστήρια και τις παρόµοιες εκδηλώσεις ούτε εκδόθηκαν τα σχετικά παραστατικά είσπραξης. Περαιτέρω, κατήγγειλε ότι ετηρούντο διπλά βιβλία και στοιχεία από τους δύο συγκατηγορούµενους του και ότι αυτοί εξέδωσαν αναδροµικώς στις 29.06.2004 µε φερόµενη όµως ηµεροµηνία έκδοσης τις 30.04.2004, δύο, αµφιβόλου τουλάχιστον νοµιµότητας, εντάλµατα πληρωµής, ύψους 130 ευρώ ως αµοιβή για υπηρεσίες που παρείχαν στον ναό δύο πρόσωπα.
Τρεις κατηγορούµενοι κατέθεσαν ότι την άνοιξη του έτους 2004 επήλθε ψύχρανση των σχέσεών τους µε τον ιερέα, ο οποίος σχηµάτισε «οµάδα» προσκείµενων σε αυτόν προσώπων για να ασκεί την πραγµατική διοίκηση και διαχείριση των θεµάτων.
Υποστήριξαν ακόμη ότι ο ιερέας άλλαξε εντός της Μεγάλης Εβδοµάδος την κλειδαριά του εκκλησιαστικού γραφείου του ναού, µε αποτέλεσµα να µην έχουν πλέον πρόσβαση σε αυτό και ότι δεν τους ήταν πλέον προσιτά τα βιβλία και στοιχεία της οικονοµικής διαχείρισης µε αποτέλεσµα να αναγκάζονται να τηρούν (πρόχειρα) «διπλά» βιβλία, για να σηµειώνουν τα δεδοµένα της οικονοµικής διαχείρισής του.
Οι κατηγορούµενοι αυτοί αφήνουν, υπόνοιες για ενδεχόµενη διάπραξη υπεξαίρεσης από τον εφηµέριο, καθώς και από τα πρόσωπα που τον βοηθούσαν στη διοίκηση του Ιερού Ναού όσο αυτοί απείχαν από τα καθήκοντά τους και εκθέτουν ότι παρουσιάστηκαν στο διάστηµα αυτό κρούσµατα διαρροής χρηµάτων.
Το δικαστικό συµβούλιο εξέφρασε αµφιβολίες για την τέλεση των καταγγελλόµενων, εκατέρωθεν, αδικηµάτων και παρατηρεί ότι τρεις κατηγορούµενοι επικαλούνται πόρισµα της Επιτροπής Οικονοµικού και Διαχειριστικού Ελέγχου, στα της οικονοµικής διαχειρίσεως του Ιερού Ναού. Το πόρισµα, όµως, αυτό δεν κατατέθηκε στις Εισαγγελικές ή τις Ανακριτικές Αρχές.
Επιπλέον σε τρεις κατηγορούµενους αποδίδεται η κατηγορία, βασιζόµενη σε καταγγελία του Αρχιµανδρίτη ότι, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους ως µελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής µετέβησαν, µαζί µε τον προηγούµενο ταµία στις 14 Ιουλίου 2004 κατά τις βραδινές ώρες στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στα Κοσκινού και υπεξαίρεσαν από κοινού από το χρηµατοκιβώτιο ποσό το οποίο υπολογίζεται σε 30.000 ευρώ.
Οι κατηγορούµενοι ισχυρίζονται ότι είχαν ενηµερώσει εκ των προτέρων το Μητροπολίτη Ρόδου ο οποίος και ενέκρινε την κίνησή τους, ενώ τονίζουν ότι τα χρήµατα κατατέθηκαν σε βιβλιάριο που τηρούσαν στην Εµπορική Τράπεζα. Το δικαστικό συµβούλιο έκρινε ότι απαιτείται περαιτέρω έλεγχος.
Περαιτέρω, στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων πόλεως Ρόδου ορίσθηκε ιερέας που προέβη σε ανάλογες καταγγελίες.
Ως µέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής ασκούσαν τότε καθήκοντα τρεις ακόµη κατηγορούµενοι οι οποίοι παρέµειναν στο αξίωµά τους αυτό και µετά το διορισµό του νέου ιερέως. Ενεργό ρόλο στη δραστηριότητα της επιτροπής είχαν δύο κατηγορούµενοι.
Ο ιερέας, κατήγγειλε ότι οι επίτροποι του Ιερού Ναού διαχειρίζονταν τις οικονοµικές υποθέσεις του ναού υπό καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και συγκεκριµένα ότι δεν του επέδειξαν ποτέ τα βιβλία και στοιχεία του ιερού Ναού ούτε τα οικεία βιβλιάρια καταθέσεων, ότι την καταµέτρηση των εσόδων του παγκαριού την έκαναν κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, µε προφανή στόχο να µην παρίσταται κατ’ αυτήν ο ίδιος και επίσης ότι κατά τα ένδεκα προηγούµενα του 2004 έτη δεν προσκοµίσθηκαν τα ως άνω βιβλία και στοιχεία για έλεγχο στα αρµόδια προς τούτο όργανα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου, ενώ εξάλλου κατά την προηγηθείσα του ιδίου αυτού έτους 2004 τριετία δεν καταβλήθηκαν οι αναλογούσες εισφορές στην Ιερά Μητρόπολη, τα λεγόµενα «τρίµηνα». Αφήνει δε αιχµές εις βάρος των εν λόγω δύο Επιτρόπων για πιθανή υπεξαίρεση χρηµατικών ποσών από τα παγκάρια του προκείµενου Ναού, χωρίς πάντως ειδικότερο προσδιορισµό.
Σε υπόµνηµά του ένας εκ των καταγγελλόµενων από τον ιερέα αντικρούει τους ισχυρισµούς του εκθέτοντας ότι η καταµέτρηση των εσόδων του παγκαριού ελάµβανε χώρα, για λόγους διαφάνειας, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας από όλα τα µέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής µαζί, και αυτήν την παρακολουθούσε οποιοσδήποτε από το εκκλησίασµα επιθυµούσε, συντασσόµενου στο τέλος και του οικείου τριπλοτύπου καταµέτρησης.
Εκθέτει, επίσης, ότι το παγκάρι άνοιγε µε τρία διαφορετικά κλειδιά, καθένα των οποίων κατείχε και διαφορετικό µέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, έτσι ώστε να απαιτείται, για λόγους διαφάνειας και πάλι, η σύµπραξη τριών διαφορετικών Επιτρόπων. Παραδέχεται ότι δεν ετηρούντο συστηµατικά τα βιβλία του Ιερού Ναού, αυτό όµως το αποδίδει στη συµπεριφορά και στην έλλειψη συνεργασίας εκ µέρους του ιερέως. Για τον ιερέα αφήνει, µε τη σειρά του, υπόνοιες ότι δεν είναι σίγουρο αν κατέβαλε στο Οικουµενικό Πατριαρχείο ποσό 900 ευρώ, το οποίο του είχε εµπιστευθεί για το σκοπό αυτό η Εκκλησιαστική Επιτροπή, ενόψει της µετάβασής του τον Ιούλιο του 2001 στην Κωνσταντινούπολη.
Στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη πόλεως Ρόδου κατά τα έτη 2001 έως και 2003 ετηρούντο κανονικά και με τις νόμιμες διατυπώσεις βιβλία εσόδων – εξόδων, στα οποία καταγράφονταν τόσο τα πάσης φύσης έσοδα όσο και τα έξοδα του Ιερού Ναού, συμπεριλαμβανομένου και του ανήκοντος σε αυτόν, επί της οδού Θ. Σοφούλη παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου. Σύμφωνα με τις εγγραφές στα βιβλία αυτά, τα έσοδα για το διάστημα Ιανουαρίου 2001 -Φεβρουαρίου 2004 ανήλθαν σε 184.533,04 € και τα έξοδα σε 152.980,15 €, ήτοι καταγράφηκε λογιστικό πλεόνασμα 31.552,89 €, ίσο με το ταμειακώς διαθέσιμο κατά το τέλος του Φεβρουαρίου 2004 χρηματικό ποσό.
Δεν αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι οι εγγραφές στα λογιστικά αυτά βιβλία ήταν μη αληθείς.