Στην περίοδο του εγκλεισμού, το διαδίκτυο αποδείχθηκε ένα χρήσιμο εργαλείο απαραίτητο για κάθε είδους δραστηριότητα, όπως η εργασία, η διδασκαλία, η σωματική άσκηση και η επικοινωνία.
Οι βιντεοκλήσεις έχουν αντικαταστήσει τη διά ζώσης επαφή με την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους και οι ώρες που ανήλικοι και ενήλικοι περνούν σερφάροντας έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, καθιστώντας τους παράλληλα πιο εκτεθειμένους σε κάθε είδους κυβερνοαπάτη.
Η διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi), κλινική εγκληματολόγος, σύμβουλος οικογένειας και υποψήφια διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Essex κ. Κέλλυ Ιωάννου, στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή της σήμερα στη «δημοκρατική», μιλά για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στον αχανή χώρο του διαδικτύου και συμβουλεύει ενήλικους και ανήλικους πώς να προστατευθούν.
Σύμφωνα με την διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας, το οποίο ιδρύθηκε και λειτουργεί από τον Απρίλιο του 2017 από τον αντιστράτηγο ε.α., ειδικό Ερευνητή, αναλυτή Ηλεκτρονικών Εγκλημάτων κ. Μ. Σφακιανάκη, το κυβερνοέγκλημα, έχει αυξηθεί κατά 90% (!) στην περίοδο της καραντίνας, χαρακτηρίζοντας ως «Λερναία Υδρα» τους απατεώνες που εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις, εξελίσσονται αναζητώντας συνεχώς νέα θύματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο που αφορά στους ανήλικους χρήστες -θύματα και θύτες- όπου η αποτύπωση της πραγματικότητας από την κ. Κ. Ιωάννου καταρρίπτει στερεότυπα για γονείς και παιδιά και προκαλεί προβληματισμούς για το πόσο έτοιμη ήταν τελικά η ελληνική κοινωνία να εντάξει το διαδίκτυο στην καθημερινότητά της.
• Κυρία Ιωάννου, θα ήθελα να ξεκινήσουμε την συνέντευξη από τον απολογισμό του 2020 του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Κυβερνοασφάλεια, από τον οποίο προκύπτει ότι κληθήκατε να διαχειριστείτε πάρα πολλές υποθέσεις, που φαίνεται πως βαίνουν αυξανόμενες.
Πράγματι, από τον απολογισμό που αφορά στην καταγραφή των συμβάντων που διαχειριστήκαμε στο Ινστιτούτο, προκύπτει σημαντική αύξηση. Ωστόσο για να έχεις ένα πραγματικό ποσοστό όσον αφορά στο διαδικτυακό έγκλημα, πέρα από τις περιπτώσεις που χειρίζεται το Ινστιτούτο και οι αρχές, πρέπει να συνυπολογιστούν και οι περιπτώσεις που δεν καταγγέλλονται. Ετσι, δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος για τα πραγματικά ποσοστά, κι αυτό οι εγκληματολόγοι το ονομάζουμε «σκοτεινό αριθμό» της εγκληματικότητας, διότι ειδικά στην Ελλάδα δεν έχουμε την κουλτούρα της αναφοράς. Οπότε τα ποσοστά μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερα από αυτά που καταγράφονται. Κατά τη δική μου εκτίμηση, από την καραντίνα και μετά τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς έχουμε 9 φορές αύξηση του κυβερνοεγκλήματος! Δηλαδή η άνοδος είναι στο 90% αυτή τη στιγμή. Τα ίδια ποσοστά καταγράφονται και στην Ισπανία, όπου έχω ίδια αντίληψη διότι κάνω και εκεί διαλέξεις και έχω εικόνα.
• Αυτό συμβαίνει λόγω του εγκλεισμού, λόγω της ψυχολογικής πίεσης που βιώνει αυτή τη στιγμή ο κόσμος και δεν έχει τρόπο να εκτονωθεί;
Αρχικά να πούμε ότι στο καθεστώς του lockdown που εξακολουθούμε να βρισκόμαστε, είναι φυσικό η χρήση του διαδικτύου να είναι πιο ευρεία. Επίσης, στην περίοδο αυτή άρχισαν να κάνουν χρήση και άτομα τα οποία πριν δεν είχαν και τόσο καλή σχέση με την τεχνολογία, είτε για τις συναλλαγές τους, είτε γιατί έπρεπε για να δουλέψουν από το σπίτι. Κυρίως για να ανταποκριθούν στο κομμάτι της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης… Ολα αυτά, ήταν πολύ πρόωρα για εμάς στην Ελλάδα, οπότε, είχαμε κατακόρυφη χρήση του διαδικτύου. Από εκεί και πέρα, και χαίρομαι που το τοποθετείτε σε αυτό το επίπεδο, προφανώς παίζει σημαντικό ρόλο και η ψυχολογία. Βιώνουμε ένα καθεστώς ανασφάλειας, υπάρχει ανησυχία για το μέλλον, κι αυτό μας καθιστά πιο ευάλωτους σε κάθε είδους απάτη… Παίζει ρόλο βέβαια και η προσωπικότητα του καθενός, αλλά όταν κανείς είναι σε αυτό το καθεστώς της ανασφάλειας, μπορεί πιο παρορμητικά να πάρει κάποιες αποφάσεις.
• Εχετε κωδικοποιήσει ποια είναι τα διαδικτυακά εγκλήματα τα οποία παρουσιάζουν έξαρση;
Θα σας πω συγκεκριμένα για την περίοδο του κορωνοϊού και για τις νέες διαδικτυακές απάτες που εμφανίστηκαν. Είδαμε διάφορους ψεύτικους διαγωνισμούς με έπαθλα που υποτίθεται ότι στήνονταν από Ελληνες διάσημους, όπου διάφοροι επιτήδειοι οικειοποιούνταν την εικόνα ή κάποιο βίντεο κάποιου Ελληνα celebrity και ζητούσαν τα προσωπικά στοιχεία των χρηστών, οι οποίοι τα έδιναν θεωρώντας ότι θα κερδίσουν χρήματα. Αυτό που επίσης παρατηρήθηκε είναι ότι έγιναν πολύ πιο εξειδικευμένες και πιο στοχευμένες οι απόπειρες ηλεκτρονικού ψαρέματος, το λεγόμενο “fishing”.
Είδαμε να αποστέλλονται ηλεκτρονικά μηνύματα δήθεν από Τράπεζες που έφεραν και το λογότυπό τους, το οποίο ακόμα κι εμείς οι ειδικοί καλούμασταν να περνάμε ώρες για να καταλάβουμε αν είναι γνήσιο ή όχι. Επίσης πολύ διαδεδομένο ήταν το fishing από δήθεν μεταφορικές εταιρείες, που ενημέρωναν τον χρήστη ότι το προϊόν που παρήγγειλε έχει φτάσει και για να το παραλάβουν, τους παρέπεμπαν σε link στο οποίο έπρεπε να καταχωρίσουν τα στοιχεία τους, δίνοντας έτσι πρόσβαση στο λογαριασμό τους στους απατεώνες.
• Θα λέγατε ότι με βάση την αύξηση των περιστατικών απάτης, είναι πλέον πιο υποψιασμένοι οι χρήστες;
Οχι. Εκτός του ότι είμαστε μέσα στις πλέον διαδικτυακά αναλφάβητες χώρες, υπάρχει και στην νοοτροπία του Ελληνα η άποψη ότι τα ξέρει όλα. Οπότε, υπάρχει χαμηλός βαθμός προσαρμοστικότητας κι αυτό οδηγεί στην ημιμάθεια. Από εκεί και πέρα, όσον αφορά στην πλευρά των κυβερνοαπατεώνων, έχω πει πάρα πολλές φορές ότι επειδή είναι ευκαιριακοί εγκληματίες εμείς ως ειδικοί είμαστε αντιμέτωποι με μια Λερναία Υδρα, που της κόβεις το ένα κεφάλι αλλά φυτρώνει το άλλο… Οι κυβερνοαπατεώνες, βρίσκουν ευφάνταστους τρόπους, ευνοούμενοι από τις συγκυρίες κάθε φορά, για να μεταλλάξουν τις απάτες. Οπότε λοιπόν, εδώ έχουμε δύο πυλώνες, ο ένας είναι η συμπεριφορά των χρηστών και ο άλλος είναι οι κυβερνοαπατεώνες που συνεχώς εξελίσσουν τους τρόπους με τους οποίους θα προσεγγίσουν και θα εξαπατήσουν στους χρήστες…
• Σε ό,τι αφορά τους ανήλικους χρήστες κυρία Ιωάννου, πού εντοπίζετε τα πιο σημαντικά προβλήματα; Η έκθεση ανηλίκων σε κάθε φύσης κίνδυνο γίνεται όλο και πιο ευρεία. Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα θα λέγατε;
Ολοι μας είμαστε ευάλωτοι στους διαδικτυακούς κινδύνους.
Βλέπω από τους γονείς μια διαρκή ανησυχία για το τι κάνει το παιδί στο διαδίκτυο, όταν οι ίδιοι όμως δεν έχουν μάθει τα βασικά και οι ίδιοι είναι εκείνοι που δεν έχουν βοηθήσει στην εκπαίδευση του παιδιού τους. Δεν επιχειρώ να επιρρίψω ευθύνες στους γονείς, αλλά είναι γεγονός ότι ως κοινωνία δεν έχουμε δώσει την πρέπουσα βαρύτητα στην κυβερνοασφάλεια, η οποία θα έπρεπε να είχε ήδη μπει στα σχολεία. Ομως θα σας πω τι συμβαίνει με τα παιδιά… Τα παιδιά, υπερεκτιμούν τις δυνάμεις τους γιατί θεωρούν ότι μπορεί να έχουν παραπάνω τεχνολογικές δεξιότητες στο κομμάτι της κυβερνοασφάλειας. Κι όμως, είναι άλλο το παιδί να είναι ικανός χρήστης, να έχει τεχνολογικές δεξιότητες και να είναι πιο εξελιγμένο σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές και είναι άλλο να γνωρίζει πώς να χειρίζεται τις νέες τεχνολογίες με ασφάλεια. Είναι δύο τελείως διαφορετικά κεφάλαια στα οποία δεν γίνεται σαφής διάκριση και το μεγαλύτερο θέμα το εντοπίζω στο ότι ενώ μπορεί τα παιδιά να γνωρίζουν τους κανόνες, βρίσκουν κάποια “παραθυράκια” για να δικαιολογήσουν την μη συμμόρφωσή τους. Για παράδειγμα, τα παιδιά ξέρουν ότι δεν πρέπει να κάνουν διαδικτυακούς φίλους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν στην πραγματική ζωή, όμως από την καθημερινή μου διάδραση με τα παιδιά βλέπω ότι θα αποδεχτούν κάποιον αν αυτός τους πει ότι είναι συνομήλικός τους. Κι εδώ έγκεινται δύο ζητήματα, το ένα είναι κατά πόσο είναι πραγματικά συνομήλικος και το δεύτερο -για το οποίο δεν μιλούν πολλοί και σε αυτό το σημείο θέλω να σταθούμε- είναι η άποψη ότι αν είναι συνομήλικος ο άλλος δεν κινδυνεύεις. Εχουμε τη στερεοτυπική αντίληψη ότι το παιδί είναι πάντα αθώο αλλά εγώ έχω γνωρίσει παιδιά τα οποία λειτουργούν ως «ηλεκτρονικά βαποράκια» για να πείσουν μια κοπέλα να στείλει μια πιο αποκαλυπτική φωτογραφία και στη συνέχεια να την πουλήσουν για να βγάλουν κέρδος. Και τα παιδιά αυτά είναι στην ίδια ηλικία με το θύμα…
• Επειδή γνωρίζω ότι έχετε επαφές με τα παιδιά και είστε ιδιαιτέρως ευαισθητοποιημένη, θα ήθελα να ρωτήσω αν ζητάει εύκολα βοήθεια ένα παιδί που έχει πέσει θύμα επιτήδειων στο διαδίκτυο.
Τα παιδιά, βλέπω ότι δεν ζητούν εύκολα βοήθεια από τους γονείς τους. Κι αυτό εμένα με προβληματίζει πάρα πολύ, πώς είναι δυνατόν να με εμπιστεύεται ένα παιδί που με είδε να μιλάω για μια ώρα σε μια ημερίδα και να μου στέλνει μηνύματα του τύπου “σώστε με, αν το πω στους γονείς μου θα με σκοτώσουν”. Και αυτή είναι η πλειονότητα των παιδιών που μου ξεκινούν την συζήτηση με αυτόν τον τρόπο.
Ο φόβος της τιμωρίας. Κι εκεί είναι που το παιδί περπατάει πια σε επικίνδυνα μονοπάτια. Οταν ένα παιδί νιώθει ότι έκανε λάθος, μια αστοχία, εκθέτοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο αλλά νιώθει ότι δεν έχει την επιλογή να μιλήσει για αυτό γιατί θα τιμωρηθεί, τότε αυτά τα παιδιά κινδυνεύουν ουσιαστικά. Σε ό,τι αφορά στο Ινστιτούτο, διαπιστώνοντας την ανάγκη των παιδιών να έχουν κάπου να μιλήσουν, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε και να λειτουργήσουμε το πρώτο ελληνικό “antibullying κέντρο”. Το antibullying center είναι μια εφαρμογή που θα λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο και το παιδί θα μπορεί να επικοινωνεί και μέσω chat, το οποίο τα διευκολύνει, ανοίγονται πιο εύκολα και το προτιμούν από το να πάρουν ένα τηλέφωνο. Θα έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν με ψυχολόγους και εγκληματολόγους, οι οποίοι δεν θα παραπέμπουν αλλού το περιστατικό αλλά θα το διαχειρίζονται για να μπορεί το παιδί να βγαίνει από το αδιέξοδο. Η εφαρμογή είναι έτοιμη και σύντομα θα ανακοινωθεί η λειτουργία της η οποία έχει καθυστερήσει λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της πανδημίας. Στην περίπτωση ωστόσο που κάποιο παιδί θέλει να απευθυνθεί στο Ινστιτούτο, μπορεί να το κάνει μέσω του live chat το οποίο λειτουργεί στη σελίδα μας (www.scii.gr), ταυτόχρονα μπορούν να μας βρουν και στο instagram και στο facebook που τους είναι εύκολο και εμείς απαντάμε άμεσα, όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στους ενήλικες.
• Κυρία Ιωάννου, υπάρχει διαφορά στη συμπεριφορά των ανήλικων χρηστών που ζουν σε μικρές κοινωνίες, όπως είναι τα νησιά, σε σχέση με εκείνους που ζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα;
Τα πιο σκληρά περιστατικά που έχω αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής, δυστυχώς, αφορούν στις κλειστές κοινωνίες διότι σε αυτές υπάρχει ο φόβος ότι η καταγγελία θα συνοδευτεί από στιγματισμό, θα μαθευτεί και υπάρχει ο φόβος των συνεπειών… Στις μικρές κοινωνίες δεν υπάρχει η ανωνυμία των πόλεων, οπότε ο ψυχολογικός αντίκτυπος της έκθεσης ενός ανηλίκου ή ακόμα και ενός ενήλικα, έχει μεγαλύτερες συνέπειες.
• Κλείνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή μας κυρία Ιωάννου, θα ήθελα να μας δώσετε μια συμβουλή για τους ενήλικους και για τους ανήλικους χρήστες, τι είναι αυτό που πρέπει να προσέχουν όταν σερφάρουν στο διαδίκτυο.
Η συμβουλή που θα δώσω και στους δύο, ανεξαρτήτως ηλικίας, είναι να ενημερώνονται. Η ενημέρωση είναι το καλύτερο όπλο. Να μην ακολουθούν τη λογική, που την έχουμε ως λαός, ότι πρέπει πρώτα να την πατήσουμε για να μάθουμε. Δεν έχουμε καθόλου στην καθημερινότητά μας και στην κουλτούρα μας το κομμάτι της πρόληψης σε κανένα επίπεδο. Δυστυχώς πρέπει πρώτα να την πατήσουμε για να συνετιστούμε, αλλά αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι δεν χρειάζεται να φτάνουμε στα άκρα για να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση, γιατί τότε στενεύουν πολύ τα περιθώρια.