Της Ρένας Παυλάκη
Ξαφνικά η ελληνική κοινή γνώμη σταμάτησε να ασχολείται με τα κρούσματα και τα θύματα της πανδημίας και ανακάλυψε τα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Το θέμα μονοπωλεί media και social media, αλλά ο τρόπος διεξαγωγής του δημοσίου «διαλόγου» για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, με τον τρόπο που γίνεται, δεν με πείθει για τις αγαθές προθέσεις του. Αντιθέτως, τείνει να εξελιχθεί σε παρωδία, σε τηλεοπτικό show με υπερβολές και γραφικότητες, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί – σε κάποιες των περιπτώσεων – και η επιδίωξη αυτοπροβολής. Και αυτό, ως γυναίκα με θίγει και με απωθεί, ενώ γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο καθώς ρίχνει νερό στο μύλο της λεγόμενης “πολιτικής ορθότητας”.
Η σκέψη αν έπρεπε να δημοσιοποιήσω τους προβληματισμούς μου χωρίς να κινδυνεύω να παρερμηνευθούν, με οδήγησε σε άλλους, σχετικά με την δικτατορία της πολιτικής ορθότητας με την οποία επιχειρείται ο πλήρης έλεγχος της σκέψης και της εκφοράς του λόγου, που πρέπει να εντάσσεται μέσα σε συγκεκριμένο, “κοινά αποδεκτό “πλαίσιο.
Σε αυτές ή αυτούς που διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θα έχουν ήδη εξοργιστεί και θα είναι έτοιμες και έτοιμοι να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για όσα γράφω, θα πω ότι δεν πιστεύω πως, από την οπτική της κλειδαρότρυπας που αντιμετωπίζεται το όλο ζήτημα, θα οδηγήσει – όπως ίσως νομίζουν – σε ένα κίνημα αντίστοιχο με το “me too”, με τη φιλοδοξία να αλλάξει βαθειά ριζωμένες αντιλήψεις και στερότυπα τα οποία τροφοδοτούν παιχνίδια εξουσίας στις ανθρώπινες σχέσεις, πολλές φορές λείαν επικίνδυνα. Βάζω στοίχημα ότι η συζήτηση θα κοπάσει, μόλις σταματήσει και το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για το επίμαχο ζήτημα. Το έργο το έχουμε ξαναδεί χιλιάδες φορές και είναι το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις, όπου τίποτα δεν διορθώνεται, απλώς ξεχνιέται.
Διαβάζοντας τις τελευταίες ημέρες αυτά που γράφονται, όχι τόσο από πλευράς καταγγελιών και μαρτυριών, αλλά από πλευράς κατάθεσης γνώμης και άποψης, διαπιστώνω ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία, κινούνται στα όρια της πολιτικής ορθότητας, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται να έχει κανείς συγκεκριμένη άποψη επί του θέματος. Όποιος ενδέχεται να επιθυμεί να εκφράσει μια διαφορετική οπτική στα πράγματα, πρέπει να είναι έτοιμος να δεχθεί τη δημόσια διαπόμπευση.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι είτε θα συμφωνήσεις με τον προσχηματικό και εν πολλοίς υποκριτικό διάλογο για τη σεξουαλική παρενόχληση, είτε θα εκφράσεις την διαφωνία σου, οπότε είναι βέβαιο ότι θα κατηγορηθείς ότι υποθάλπεις και αιτιολογείς τέτοιες συμπεριφορές, είτε – το χειρότερο – θα σιωπήσεις αυτολογοκρινόμενος.
Για μένα, ο δημόσιος διάλογος για την σεξουαλική παρενόχληση, όπως διεξάγεται, έχει μόνο μια αξία: Να αναλογιστούμε αν είμαστε όντως ελεύθεροι να διατυπώσουμε την άποψή μας για όσα συμβαίνουν γύρω μας, ή αν η πολιτική ορθότητα έχει καταστήσει την κριτική σε μια δύσκολη και επικίνδυνη ενασχόληση, υψώνοντας εμπόδια στην ελεύθερη έκφραση γνώμης. Επικαλούμενη την ισότητα, η πολιτική ορθότητα στην ουσία απαγορεύει τον διάλογο και γίνεται ένας μηχανισμός επιβολής και αστυνόμευσης της αποκλίνουσας άποψης, με τα social media σε ρόλο λαϊκού δικαστηρίου.
Εν προκειμένω, είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τα όρια της «σεξουαλικής παρενόχλησης», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Επιπλέον, «φαίνεται τουλάχιστον οξύμωρο η σεξουαλική παρενόχληση να έχει αναγορευθεί σε μείζον θέμα την εποχή της σεξουαλικής απομάγευσης», όπως γράφει ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης.
«Αφορμές (για να προβληματιστεί κανείς ως προς το πολιτικά ορθόν) υπάρχουν δεκάδες σε αυτήν τη νεοσυντηρητική εποχή, μια εποχή μανιχαϊστική, κωφή και φλύαρα άλαλη. Μια εποχή γεμάτη βοή και μανία, όπου ο εποικοδομητικός διάλογος είναι ένα είδος πολυτελείας και όπου μέσα στην πλάνη της αυτοεπιβεβαίωσης καταλήγουμε να συμφωνούμε μόνο με όσους υποστηρίζουν αυτά που μας αρέσουν, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι μισητοί εχθροί. Είναι δηλαδή η πολιτική ορθότητα η επιδίωξη της επιβολής μιας νέας γλώσσας, μιας γλώσσας εκ των προτέρων εγκεκριμένης. Αμεσα λοιπόν τίθεται η καίρια ερώτηση: Από ποιον είναι εγκεκριμένη αυτή η γλώσσα; Ποια είναι εκείνη η εξουσία που αφορίζει, που αποφασίζει το τι επιτρέπεται και το τι όχι;
Η αγορά θέλει μια νέα πελατεία, με νέο lifestyle, νέες ταυτότητες, γλωσσοκαθαρμένη, η οποία θα προσέχει τι λέει και θα αυτολογοκρίνεται. Οδηγούμαστε δηλαδή σε μια μεταγλώττιση της ομιλίας, ένα πλυντήριο εννοιών ώστε να επανεμφανίζονται άσηπτες. Σε αυτήν την «τοξικά νεωτερική» αρένα θα έλεγε κανείς ότι κυριαρχούν οι έννοιες «σεξισμός», «ρατσισμός» και «φασισμός». Ο περιορισμός των τριών λέξεων για να περιγράψουμε τον κόσμο αποτελεί, φυσικά, ένα μέγα εμπόδιο για να αναπτυχθεί κάθε ουσιαστικός διάλογος.
Ποιος μπορεί να είναι ο οπλισμός του πολίτη απέναντι σε αυτήν την ισοπέδωση; Μόνο η παιδεία. Η παιδεία με την ευρύτερη έννοια, η οποία εμπεριέχει όχι μόνο την ανθρωποκεντρική εκπαίδευση αλλά και την έννοια της αγωγής και της μόρφωσης, της πνευματικής και κατ’ επέκταση της ηθικής καλλιέργειας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η τεχνολογική εξέλιξη ενισχύουν κυρίως το ετεροκινούμενο άτομο. Εκείνο του οποίου οι απόψεις είναι συγκολλητικά θραύσματα μιας υπερπληροφόρησης, ενός «ζαλισμένου», απορρυθμισμένου, κατεσταλμένου όντος που επιπλέον κινδυνεύει να χάσει και ό,τι χυμούς του απέμειναν, στον έρωτα, στον στοχασμό, στη δημιουργία αλλά και στη γλώσσα. Το σημαντικό δεν είναι να ωραιοποιήσουμε ή να ψιμυθιώσουμε τις λέξεις, αλλά να αποκτήσουμε την ικανότητα να διεισδύουμε εις βάθος σε έννοιες που αφορούν ουσιαστικά την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», γράφει ο ίδιος.
Κι όσο εμείς περιοριζόμαστε να παρακολουθούμε επιδερμικά από τον καναπέ τις «περιπέτειες» επωνύμων της εγχώριας πραγματικότητάς μας, με μια λογική «κλειδαρότρυπας», έξω η συζήτηση έχει αρθεί σε άλλα επίπεδα, ουσίας. Όπως η πρόσφατη ανοιχτή επιστολή 153 συγγραφέων και διανοουμένων, που ήταν και ο τελευταίος σταθμός στη μεγάλη δημόσια συζήτηση για τα όρια της πολιτικής ορθότητας. Ως ποιο σημείο η έννοια συμβολίζει την προστασία απέναντι στους «αδύναμους» της κοινωνίας και πότε μετατρέπεται σε ασφυκτικό έλεγχο της έκφρασης. Με τίτλο «Μία Επιστολή για Δικαιοσύνη και Ανοιχτή Αντιπαράθεση» οι προσωπικότητες του σύγχρονου πολιτισμού – ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι υπογραφές των Μάργκαρετ Ατγουντ, Φράνσις Φουκουγιάμα, Τζ.Κ. Ρόουλινγκ, Σαλμάν Ρούσντι, Γκλόρια Στάινεμ, Γουίντον Μαρσάλις, Μπιλ Τι Τζόουνς – επισημαίνουν τη σημασία να υπάρχει αντίθετη άποψη. Θέτουν μάλιστα το πλαίσιο του γενικευμένου κλίματος μισαλλοδοξίας και ηθικολογίας στη σύγχρονη κουλτούρα.
Το έχει πει και ο Ουμπέρτο Εκο: «Η πολιτική ορθότητα τείνει να μετατραπεί σε νέας μορφής Φονταμενταλισμό. Οντως αποκαταστάθηκαν κάποιες αδικίες, αλλά εκφυλίστηκε σε αστυνόμευση της σκέψης και της ελευθερίας έκφρασης»…