Θεωρεί αντισυνταγματικό τον εκλογικό νόμο και προτείνει παραπομπή της υπόθεσης στο ΣτΕ για συνολική κρίση!
Ως αντισυνταγματικό προσβλήθηκε με το υπόμνημα που υποβλήθηκε την Δευτέρα ενώπιον του Εκλογοδικείου από την παράταξη του Αλέξανδρου Κολιάδη το σύστημα εκλογών στους ΟΤΑ!
Η παράταξη υπέβαλε, μεταξύ άλλων, ένσταση λόγω αντισυνταγματικότητος του ποσοστού 43% για την εκλογή από τον πρώτο γύρο και επικουρικώς αίτημα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο ΣτΕ για να κρίνει την αντισυνταγματικότητα!!
Οπως αναφέρει μεταξύ άλλων η ένσταση του Αντώνη Καμπουράκη, ακόμα και αν υποτεθεί ως αληθής στην πραγματική της βάση, είναι απορριπτέα… «ως αλυσιτελής, διότι δεν άγει σε ακύρωση της εκλογής, ούτε σε ανακήρυξη του πρώτου ενισταμένου ως δημάρχου, ακόμα και αν λάβει ποσοστό 43 %. Και τούτο διότι οι διατάξεις του Ν 4804/2021 (άρθρο 24), με τις οποίες προβλέφθηκε ότι ανακηρύσσεται επιτυχών συνδυασμός με ποσοστό μόλις 43%, καταλαμβάνοντας μάλιστα τα 3/5 του συνόλου των εδρών (60% των εδρών) είναι ευθέως αντισυνταγματικές, ήτοι αντίθετες στην αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης, της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος (άρθρα 4 παρ. 1 και 51 παρ. 3 του Συντάγματος) και της απορρεούσης από την έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αρχής της ευρύτερης δυνατής λαϊκής εκπροσωπήσεως (πρβλ. ΑΕΔ 36/1990), αρχές οι οποίες διέπουν επίσης την εκλογή των οργάνων διοίκησης των ΟΤΑ».
Εξειδικεύοντας την θέση της αυτή η παράταξη Κολιάδη αναφέρει πως…
«Ο εκλογικός νομοθέτης των δημοτικών εκλογών δεν κινείται σε χώρο ελεύθερο από συνταγματικές δεσμεύσεις. Οι τελευταίες απορρέουν τόσο από τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, όσο και από τις αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία και μπορούν, παρά την παρεχόμενη καταρχήν σ’ αυτόν ευχέρεια επιλογής εκλογικού συστήματος, να οδηγήσουν στη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένων διατάξεων του εκλογικού νόμου. Ειδικότερα ο εκλογικός νομοθέτης οφείλει να διασφαλίσει την αντιπροσωπευτικότητα του δημοτικού συμβουλίου και άρα να διευκολύνει την εκπροσώπηση σ’ αυτό όλων των υπαρκτών, μικρών και μεγάλων, πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων και τάσεων. Επίσης πρέπει να αφήνει στις μειοψηφίες τη δυνατότητα να παίξουν, εφόσον ευνοηθούν από τις περιστάσεις, ρυθμιστικό ρόλο, διότι διαφορετικά η δημοτική τους παρουσία χάνει μεγάλο μέρος της σημασίας της. Η ίδια απαίτηση θεμελιώνεται άλλωστε και στην αρχή της παροχής ίσων ευκαιριών στις δημοτικές παρατάξεις και αντίστοιχους συνδυασμούς υποψηφίων. Και τούτο διότι διαφορετικά πολιτικοί χώροι οι οποίοι για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους μπορεί να είναι οριοθετημένοι μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, με αποτέλεσμα να εκφράζονται μέσα από όχι πολύ μεγάλες αλλά οπωσδήποτε υπαρκτές παρατάξεις, καταδικάζονται σε μόνιμη περιθωριοποίηση. Όμως η αρχή της παροχής ίσων ευκαιριών συμβαδίζει με το αντιπροσωπευτικό σύστημα και σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της περιοριστικής επίδρασης του εκλογικού συστήματος, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα να εισέλθουν στο δημοτικό συμβούλιο νεοπαγείς σχηματισμοί και ν’ αποτρέπεται η θεσμική θωράκιση ενός δημοτικού ολιγοπωλίου.
Τους περιορισμούς που απορρέουν για τον εκλογικό νομοθέτη από το αντιπροσωπευτικό σύστημα και την αρχή της παροχής ίσων ευκαιριών στις δημοτικές παρατάξεις συμπληρώνουν οι συνέπειες της ισότητας της ψήφου. Σ’ αυτή προσκρούουν συγκεκριμένες παραλλαγές του πλειοψηφικού συστήματος, οι οποίες οδηγούν στην υπερδιόγκωση της εκπροσώπησης ενός μειοψηφήσαντος στην πραγματικότητα εκλογικού συνδυασμού. Κύριος προσδιοριστικός παράγων της σύνθεσης του δημοτικού συμβουλίου οφείλει να είναι η λαϊκή ετυμηγορία και όχι οι επιλογές του εκλογικού νομοθέτη».
Τονίζει παραπέρα πως η «ανακήρυξη δημάρχου με ποσοστό μόλις 43%, ο συνδυασμός του οποίου καταλαμβάνει όχι απλά το 50 συν 1, αλλά το 60% των εδρών, αντίκειται προδήλως στην αρχή της αναλογικότητος και επάγεται προφανή δυσαναλογία μεταξύ του ποσοστού των ψήφων του συνδυασμού και του συνόλου των εδρών στο δημοτικό συμβούλιο. Κατά δε την πρόσφατη ευρεία εμπειρία που αποτελεί πλέον και δίδαγμα κοινής πείρας, ποσοστά ακόμα και άνω του 42% αποδεικνύεται ότι δεν αντικατοπτρίζουν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και τη λαϊκή βούληση. Τρανή δε περί τούτου απόδειξη είναι η επίδικη εκλογή, όπου ο ενιστάμενος αν και στον πρώτο γύρω έλαβε 42,81% και ο συνδυασμός μας μόλις 28,93%, εν τέλει στο β’ γύρο τα αποτελέσματα ανετράπησαν και ο συνδυασμός μας εξελέγη με διαφορά περίπου είκοσι μονάδων.
Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει κατ’ αρχήν ευρείας ευχερείας για την επιλογή του εκλογικού συστήματος επί σκοπώ διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητος της διοικήσεως των ΟΤΑ, εν πάση περιπτώσει η ανακήρυξη δημάρχου με ποσοστό μόλις 43%, ο συνδυασμός του οποίου καταλαμβάνει όχι απλά το 50 συν 1, αλλά το 60% των εδρών, αντίκειται προδήλως στην αρχή της αναλογικότητος και επάγεται προφανή δυσαναλογία μεταξύ του ποσοστού των ψήφων του συνδυασμού και του συνόλου των εδρών στο δημοτικό συμβούλιο.
Εξάλλου, κατά μεν το μέρος που με τη θέσπιση του ανωτέρω νόμου επιδιώκεται η διασφάλιση της υπάρξεως ισχυρών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή η διασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικής λειτουργίας των δημοτικών οργάνων, η ρύθμιση του 43% υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και, επομένως, τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Τούτο δε διότι ο θεμιτός αυτός σκοπός εξυπηρετείτο πλήρως από την πάγια νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ο επιτυχών συνδυασμός, ήταν εκείνος που συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρων ψηφοδελτίων και τότε μόνο ελάμβανε ηυξημένο ποσοστό εδρών».
Προσθέτει ακόνη πως κατά το παρελθόν είχε κριθεί –αν και με ισχυρότατη μειοψηφία- ως σύμφωνη με το Σύνταγμα η πρόβλεψη ‘’ενισχυμένης’’ αναλογικής με εκλογή Δημάρχου με ποσοστό 42% (ΣτΕ 3684-7/2009), πλην όμως η απόφαση αυτή δεν δεσμεύει το Δικαστήριό Σας, ως εκδοθείσα υπό συνθήκες ουσιωδώς διαφορετικές και επισημαίνει πως… στην απευκταία περίπτωση που η ένσταση Καμπουράκη «δεν κριθεί εξ αρχής απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη ως προς τα ψηφοδέλτια, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριό Σας, εν όψει της σοβαρότητος του λόγου περί αντισυνταγματικότητος του εισαχθέντος με το Ν 4084/2021 εκλογικού συστήματος, θα πρέπει να εκδώσει προδικαστική απόφαση και να απευθύνει προς το ΣτΕ προδικαστικό ερώτημα κατ’ άρθρον 1 Ν 3900/2010».