Πολλοί και πολλές από μας θυμόμαστε την πλατεία Βρούχου σαν μια τεράστια αλάνα με χώμα που χρησίμευε ως προαύλιος χώρος του άλλοτε Καζουλείου δημοτικού σχολείου, περιβαλλόμενη από πέτρινη λιθοδομή στην βάση και κάγκελα στο πάνω μέρος, τμήμα της οποίας ακόμα υπάρχει σε μικρή έκταση μιας πλευράς. Υπήρχαν επίσης και μερικά δέντρα.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της ανάπλασής της ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένου προγράμματος που συνυπολόγιζε την χρήση της πλατείας από τα σχολεία και την πλήρη χρήση του γηπέδου με αποδυτήρια, κλειστο γυμναστήριο, καφέ και αίθουσα γειτονιάς. Τμήματα δεν κατασκευάστηκαν ποτέ και τα περισσότερα δεν εφαρμόστηκαν και δεν λειτούργησαν όπως προβλεπόταν από το πρόγραμμα.
Η σημερινή κατάσταση είναι αυτή που γνωρίζουμε όλοι, της εγκατάλειψης των υποδομών και της κατάληψης του χώρου από αυτοκίνητα – ο χώρος εξυπηρετεί σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τις ανάγκες στάθμευσης των κατοίκων της πυκνοδομημένης γειτονιάς της Μητρόπολης. Η πλατεία μετατράπηκε σε έναν τεράστιο αδιαμόρφωτο χώρο στάθμευσης που επιβλήθηκε ισοπεδωτικά πάνω ακόμα και από τα υφιστάμενα γήπεδα. Η τάση αυτή συνεχίζεται αυξητικά και εκτός της πλατείας, όπου τα αυτοκίνητα πλέον σταθμεύουν σε οποιονδήποτε κενό χώρο είναι διαθέσιμος. Το γεγονός αυτό είναι μόνο ένα μέρος του ευρύτερου προβλήματος του κυκλοφοριακού και της έλλειψης οργανωμένων χώρων στάθμευσης που αντιμετωπίζουμε στην πόλη.
Ο σχεδιασμός της πλατείας Βρούχου (και όποιας πλατείας ή δημόσιου χώρου) είναι μια πολυπαραγοντική διαδικασία που πρέπει να λάβει υπόψη της σειρά σημαντικών ζητημάτων που υπερβαίνουν, αλλά και ορίζουν τις παραμέτρους της τελικής σχεδιαστικής πρότασης. Είναι επίσης μία διαδικασία που υπερβαίνει την όποια θητεία ή τετραετία και ο σχεδιασμός της πρέπει να στοχεύει μακροπρόθεσμα.
Διαβάζοντας στον τοπικό τύπο την ανακοίνωση του Δήμου σχετικά με την μελέτη ανάπλασης και την επέμβαση που προτίθεται να γίνει στην πλατεία Βρούχου (και προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε την σχεδιαστική πρόταση αλλά κυρίως την τεχνική περιγραφή των απαιτούμενων από τον εργοδότη προς τον μελετητή, από ένα και μοναδικό σχέδιο που δόθηκε στον τύπο), οφείλουμε να παρατηρήσουμε και να ρωτήσουμε τα παρακάτω:
· Την έλλειψη δημόσιας και ανοικτής διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία για τις ανάγκες ή/και τις δυνατότητες που παρέχει το σημείο επέμβασης – η πλατεία συνεχίζει να γειτνιάζει άμεσα με δύο σχολεία και την Μητρόπολη, μήπως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για κοινή χρήση της από τις γειτονικές αυτές λειτουργίες;
· Την έλλειψη επεξήγησης ή παρουσίασης (έστω) των προθέσεων του Δήμου – το λεγόμενο brief που δόθηκε στον μελετητή: το όραμα για την πλατεία, σαν συνέχεια του οράματος για την πόλη στο σύνολό της.
· Την έλλειψη παρουσίασης της επιλεγμένης διαδικασίας εκπόνησης μελέτης. Γιατί δεν επιλέχθηκε η λύση του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, όπως γίνεται επιτυχημένα σε πολλές ελληνικές πόλεις; Ποιός έκρινε ότι η απευθείας ανάθεση εξασφαλίζει καλύτερο αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα από έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, όπως αυτός ορίζεται από την νομοθεσία;
Τα παραπάνω σημεία μας οδηγούν δυστυχώς στο να σκεφτούμε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος με τίτλο “επανασχεδιασμός πλατείας Βρούχου” αντιμετωπίστηκε αποσπασματικά και επιφανειακά, χωρίς να είναι μέρος γενικότερου σχεδιασμού, οράματος ή πλάνου για την πόλη.
Χωρίς να μπορούμε ή να θέλουμε να ασκήσουμε ουσιαστική κριτική στην τελική πρόταση – πώς θα μπορούσαμε έχοντας στα χέρια μας μόνο μία γενική κάτοψη από τον τύπο -, πρέπει να αναρωτηθούμε ήδη αν:
· η απουσία από αυτήν την γενική κάτοψη πρόβλεψης οργανωμένων χώρων στάθμευσης παραβλέπει το υπάρχον, ορατό και αδιαμφισβήτητο πρόβλημα ή το επιλύει με κάποιον άλλον τρόπο, σε κάποιο άλλο σημείο.
· ο ποδηλατόδρομος που περικυκλώνει τμήμα της πλατείας δίνει την εντύπωση της αυτοαναφοράς της λύσης στον εαυτό της και όχι στον τριγύρω αστικό ιστό.
Η θέση μας σαν Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Δωδεκανήσου (όπως και για κάθε δημόσιο χώρο) είναι να διενεργηθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, τα ζητούμενα του οποιου θα προκύψουν έπειτα από δημόσια διαβούλευση με την κοινωνία.
Θα συμφωνήσουμε λοιπόν με την Δημοτική αρχή ότι δεν υπάρχει “μαγικό ραβδάκι” και θα συμπληρώσουμε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για πέταμα σε βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις.
Για τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων
Το Διοικητικό Συμβούλιο
Κώστας Σχοινοχωρίτης
Ξανθή Σωτηράκη
Νικήτας Γκαβογιάννης
Κωνσταντίνος Λεριάς
Γιάννης Ματσαμάς