Νέα διάσταση προσέλαβε χθες η έρευνα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ρόδου για τη δραστηριότητα γνωστού επιχειρηματία που ενεπλάκη σε κακουργηματική υπόθεση φοροδιαφυγής με έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων, μετά την υποβολή μήνυσης κατά δύο προσώπων.
Η Περιφερειακή Διεύθυνση Νοτίου Αιγαίου του ΣΔΟΕ έχει επιβάλει πρόστιμα ύψους 8.000.000 ευρώ σε γραφείο Γενικού Τουρισμού και εκμετάλλευσης πλοίων της Ρόδου, γιατί αποδέχθηκε 367 εικονικά τιμολόγια.
Ο 48χρονος Ροδίτης συνεργάστηκε με έναν 60χρονο Θεσσαλονικιό και λειτούργησαν από κοινού, στο ΑΦΜ του πρώτου, εταιρεία εμπορίας σκραπ με δύο υποκαταστήματα σε Ρόδο και Θεσσαλονίκη. Ο 60χρονος, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έχει αποβιώσει, ενώ φέρεται να έκανε χρήση περισσοτέρων της μιας ταυτοτήτων!
Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στην οικονομική χρήση του έτους 2006, της εταιρείας, διαπιστώθηκε η λήψη 284 εικονικών τιμολογίων αξίας 3.036.279,34 ευρώ και η έκδοση 83 εικονικών τιμολογίων συνολικής καθαρής αξίας 546.702,90 ευρώ. Η καθαρή αξία των εικονικών στοιχείων (στο σύνολό τους) που ελήφθησαν ανέρχεται σε 3.036.37934 € και ο ΦΠΑ που αναλογεί, σε 529.045,28 €.
Το ΣΔΟΕ Νοτίου Αιγαίου δεν κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του επιχειρηματία ότι ήταν αμέτοχος στην παράνομη πράξη λήψης και έκδοσης των εικονικών τιμολογίων. Ο επιχειρηματίας επεσήμανε ότι ουσιαστικά δεν είχε καμία σχέση με το υποκατάστημα της εταιρείας του στην Θεσσαλονίκη, το οποίο διαχειριζόταν εν λευκώ ο συνεργάτης του, ως αφανής συνεταίρος, ο οποίος μάλιστα απεβίωσε το έτος 2007.
Χθες ο 48χρονος Ροδίτης, που βρέθηκε μπλεγμένος στο οικονομικό σκάνδαλο, υπέβαλε μήνυση κατά δύο προσώπων, ενός κατοίκου Θεσσαλονίκης και ενός δεύτερου, που φέρεται να κάνει χρήση τρίων στοιχείων ταυτότητας εμφανιζόμενος με τρία διαφορετικά ονόματα και ισάριθμες διευθύνσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη!!
Όπως υποστηρίζει, το έτος 2001 δέχτηκε τηλεφώνημα από τον άγνωστο σε εκείνον δεύτερο των εγκαλουμένων ο οποίος του ανέφερε ότι διατηρούσε στη Θεσσαλονίκη επιχείρηση εμπορίας παλαιών σιδηρικών και ότι επιθυμούσε να πρακτορεύσει και να ετοιμάσει για λογαριασμό του τα σχετικά ναυτιλιακά έγγραφα για ένα πλοίο το οποίο επρόκειτο να φορτώσει στο λιμάνι της Ρόδου ανακυκλούμενα μέταλλα (SCRAP).
Περιγράφει πως γνωρίστηκαν και πως στην πορεία τον έπεισε να επεκταθεί στη Θεσσαλονίκη και να συνεργαστούν στην εμπορία scrap.
O Ροδίτης του πρότεινε να ιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη μία ανώνυμη εταιρεία και εκείνος να ορισθεί διευθύνων σύμβουλος ώστε να μην χρειασθεί να ιδρύσουν υποκατάστημα στη Ρόδο και ότι του ανέφερε ότι επειδή είχε κάποια χρέη προς το Δημόσιο αποφάσισαν να ιδρυθεί η εταιρεία στη Ρόδο, επ’ ονόματί του.
Καθ’ υπόδειξη του δεύτερου των εγκαλουμένων εξουσιοδότησε τον συνεργάτη του, τον πρώτο εγκαλούμενο, στον οποίο χορήγησε ειδική εντολή να προβεί σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες στη Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης για να θεωρήσει τα απαραίτητα βιβλία και στοιχεία του υποκαταστήματος της εταιρείας του.
Ανοιξε έναν κοινό λογαριασμό με τον δεύτερο ώστε να κατατίθενται σ’ αυτόν οι εισπράξεις και τα ποσά που θα απέμεναν μετά την πληρωμή των τρεχουσών υποχρεώσεων της εταιρείας. Έτσι άρχισε να δραστηριοποιείται η εταιρεία με τη χονδρική εμπορία παλαιών σιδηρικών στη Θεσσαλονίκη χωρίς τη δική του παρουσία αλλά με τη σύμπραξη και τη συνεργασία των δύο εγκαλουμένων οι οποίοι κάθε μήνα του απέστελλαν με FAX συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων αγοράς και πώλησης παλαιών σιδηρικών χωρίς όμως να μνημονεύουν τα ονόματα των συμβληθέντων με τη εταιρεία φυσικών προσώπων και εταιρειών. Ο Ροδίτης υποστηρίζει ακόμη ότι η οποιαδήποτε υπογραφή έκδοσης, οπισθογράφησης ή είσπραξης επιταγής που αφορούσε την εταιρεία και φέρεται να τέθηκε από εκείνον, είναι πλαστή.
Μόλις άρχισαν οι συναλλαγές σιδηρικών στη Θεσσαλονίκη από το υποκατάστημα της εταιρείας του, ο πρώτος των εγκαλουμένων, για «ενημέρωσή» του, απέστελλε κάθε μήνα μία κατάσταση αγορών και πωλήσεων χωρίς να επισυνάπτει στις καταστάσεις αυτές φωτοαντίγραφα των σχετικών τιμολογίων. Στις μηνιαίες αυτές επιστολές ανέφερε απλά τον αριθμό του τιμολογίου της συναλλαγής χωρίς το όνομα του αγοραστή, με την πρόφαση ότι τάχα την ανάλυση θα την έκανε κατά την «εκκαθάριση» του λογαριασμού που θα του παρέδιδε στο τέλος του έτους, οπότε και θα γινόταν η διανομή των αναμενόμενων «κερδών».
Οι εγκαλούμενοι εμίσθωσαν για να διευκολύνουν τη λειτουργία του υποκαταστήματος ένα ακάλυπτο χώρο δίπλα από τα γραφεία του υποκαταστήματος για να χρησιμοποιηθεί ως «αποθήκη» παλαιών σιδηρικών.
Οι αγοραπωλησίες scrap από τους εγκαλούμενους στο όνομα της μονοπρόσωπης εταιρείας του άρχισαν τον μήνα Φεβρουάριο του 2006 και συνεχίσθηκαν μέχρι τον μήνα Μάρτιο του 2007 χωρίς ποτέ να αναμειχθεί σ’ αυτές αφού οι εγκαλούμενοι αγόραζαν και πωλούσαν μόνοι τους σιδηρικά κατά το δοκούν υποσχόμενοι να του αποδώσουν λογαριασμό στις αρχές του έτους 2007.
Λόγω της αναβλητικότητας των εγκαλουμένων να του αποδώσουν πλήρη λογαριασμό και φωτοαντίγραφα των τιμολογίων και αποδείξεων είσπραξης από τις οποίες να προκύπτουν τα έσοδα και οι επιταγές που έλαβαν από τους αγοραστές σιδηρικών άρχισε να ανησυχεί και να υποπτεύρται ότι κάτι δεν πάει καλά, γι’ αυτό και αποφάσισε τον μήνα Μάρτιο του 2007 να αναστείλει τη λειτουργία του υποκαταστήματος της εταιρείας του στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να προβεί σε πλήρη λογιστικό και οικονομικό έλεγχο.
Στις 16 Μαΐου 2007 του τηλεφώνησε ο υπάλληλος του δεύτερου εγκαλουμένου και του ανέφερε ότι «άγνωστοι» δράστες διέρρηξαν την αποθήκη του υποκαταστήματος της εταιρείας του και αφαίρεσαν εκτός από εμπορεύματα και ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο μέσα στο οποίο υπήρχαν διάφορα έγγραφα και φορολογικά στοιχεία και ότι υπέβαλε μήνυση κατ’ αγνώστων.
Κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου 2007 του τηλεφώνησε ξανά ο υπάλληλος του δεύτερου των εγκαλουμένων και του ανακοίνωσε ότι ο δεύτερος των εγκαλουμένων είχε μεταφερθεί με έμφραγμα μυοκαρδίου σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης ενώ σε επόμενο τηλεφώνημά του μετά από λίγες ημέρες του ανακοίνωσε ότι «απεβίωσε» και ότι η ταφή του, όπως πληροφορήθηκε, έγινε σε νεκροταφείο των Αθηνών.
Μετά την απρόσμενη αυτή εξέλιξη ο Ροδίτης κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τον πρώτο εγκαλούμενο και του ζήτησε να του στείλει τα έγγραφα που επί μήνες ανέμενε.
Μεταξύ άλλων του ανέφερε ότι ο δεύτερος των εγκαλουμένων του όφειλε αμοιβή για τις λογιστικές του υπηρεσίες το ποσό των 1.000 ευρώ και ότι αν δεν του κατέβαλλε το ποσό αυτό δεν είχε σκοπό να τον εξυπηρετήσει!! Του απέστειλε με έμβασμα το ποσό των 1.000 ευρώ χωρίς και πάλι να του στείλει τα βιβλία και τα τιμολόγια, διατεινόμενος ότι τάχα δεν μπορούσε να τα βρει. Από τη στιγμή εκείνη ο πρώτος των εγκαλουμένων «εξαφανίσθηκε» και αρνείτο να ανταποκριθεί στις επανειλημμένες τηλεφωνικές του κλήσεις.
Στις 23 Νοεμβρίου 2012 κλήθηκε στη Ρόδο από το ΣΔΟΕ Ν. Αιγαίου να απαντήσει σε ένα μακροσκελές ερωτηματολόγιο που αφορούσε τις συναλλαγές, τις εισπράξεις καθώς και την έκδοση και λήψη σειράς ολόκληρης εικονικών τιμολογίων εμπορίας σιδηρικών από το υποκατάστημα της εταιρείας του στη Θεσσαλονίκη.
Τότε διαπίστωσε ότι οι εγκαλούμενοι ελάμβαναν συστηματικά από τους αγοραστές των σιδηρικών αφανείς και αδήλωτες μεταχρονολογημένες επιταγές οι οποίες εκδίδοντο μεν σε διαταγή της εταιρείας του αλλά προκειμένου να μπορέσουν να τις εισπράξουν οι εγκαλούμενοι χωρίς να το αντιληφθεί έθεταν εν αγνοία του στην οπίσθια πλευρά των επιταγών κακή απομίμηση της υπογραφής του (ως διαχειριστή και μόνου εκπροσώπου της εταιρείας του) καθώς και μία σφραγίδα με τα στοιχεία της εταιρείας του την οποία κατασκεύασαν εν αγνοία του για να μπορούν να εξαπατούν τις Τράπεζες και να εισπράττουν τα αντίστοιχα ποσά αφού τις προεξοφλούσε συνεργάτης τους. Με την παράνομη και αξιόποινη αυτή οπισθογράφηση των επιταγών που ελάμβαναν για λογαριασμό της εταιρείας του εισέπραξαν εν αγνοία του οι εγκαλούμενοι εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ χωρίς να ενημερώνουν τα επίσημα φορολογικά βιβλία και στοιχεία της εταιρείας του.
Ο Ροδίτης τονίζει ότι πέραν των ανωτέρω τον ενέπλεξαν άδικα σε κακουργηματικά φορολογικά αδικήματα αφού απέκρυψαν τα ποσά που εισέπραξαν τόσο από την προεξόφληση των επιταγών του όσο και από την έκδοση και λήψη εικονικών τιμολογίων συνολικής αξίας άνω των 3.000.000 ευρώ.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Μανώλης Κουτσούκος.