Εάν το –τραβηγμένο από τα μαλλιά– στερεότυπο θέλει κάθε σπίτι της Βόρειας Ελλάδας να έχει και από έναν μετανάστη στη Γερμανία, το Βέλγιο ή την Ολλανδία, το στερεότυπο, στην περίπτωση της Καρπάθου, θέλει κάθε σπίτι να έχει έναν αντίστοιχο στην Αμερική, τον Καναδά ή την Αυστραλία. Από τη βόρεια ενδοχώρα, το ’50 και το ’60, ο κόσμος έφευγε με τρένα και λεωφορεία· από τα νησιά, ακολουθούσε το πλοίο της μεταναστευτικής γραμμής.
Οταν, 30-40 χρόνια αργότερα, οι μετανάστες επέστρεφαν, είτε για να περάσουν στη μαμά-πατρίδα τα συντάξιμα χρόνια είτε για να αποκτήσουν το καλοκαιρινό τους ησυχαστήριο, για εκείνους και για τα παιδιά τους, η πόλη ή το χωριό τούς περίμεναν ως μάννα εξ ουρανού, για να ξαναδώσουν ζωή στον τόπο. Η Κάρπαθος δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό το σχήμα. Διατηρώντας αρχιτεκτονικά στίγματα των αρχών του 20ού αιώνα και του Μεσοπολέμου στον αστικό της ιστό και με την Ολυμπο να διατηρεί τη βαθιά παράδοση στο ντύσιμο, στο φαγητό και στο χτίσιμο, το νησί ακολούθησε τη μοίρα της εργολαβικής μανίας της Μεταπολίτευσης. Μικρό το κακό, όταν στην Κάρπαθο επιστρέφουν οι ξενιτεμένοι της, φέρνοντας μαζί τους νέο αίμα, όντας πρεσβευτές της νήσου στα πέρατα της Γης. Μαζί με εκείνους, επιστρέφουν και όσοι Ιταλοί («αυτοί μας ζουν», μου εκμυστηρεύθηκε νεαρός σερβιτόρος, του οποίου ο παππούς δημιούργησε ταβέρνα επιστρέφοντας από τον Καναδά), Κεντροευρωπαίοι ή Ισραηλινοί γνώρισαν τον τόπο, ίσως από ένα σημάδι της τύχης, και τον έκαναν χρόνιο προορισμό.
Ενας τόπος που ξέρει να φιλοξενεί, αλλά με ελευθερία προς τον ξένο.
Συνάντησα ορισμένους από αυτούς, τους Καρπάθιους μετανάστες, στο αεροδρόμιο του νησιού, τις προάλλες. Οι περισσότεροι εξ αυτών γύρω στα 40, με τα σπαστά ελληνικά τους, αλλά με τη γνώριμη τραγουδιστή προφορά του νησιού, ένα ωραίο μείγμα, ίσως, κρητικού και κυπριακού ρυθμού. Με μεγάλες βαλίτσες («για τους δύο μήνες της άδειας χρειάζονται πολλά»), άλλος με το μπουζούκι στη θήκη του, άλλος με την αγωνία εάν το αεροπλάνο είχε απογειωθεί από την Αθήνα και εάν θα καθυστερήσει η προσγείωσή σου στην Κάρπαθο («δεν έχω πολλή ώρα τράνζιτ για Αμέρικα»). Η καρπάθια ομογένεια επιστρέφει στον τόπο της – και φεύγει ξεκούραστη για τη δύσκολη εργασιακή σεζόν στα ξένα («δεν είναι τόσο οι ώρες δουλειάς, όσο η αγωνία να ξανάρθουμε»).
Απαιτητικός τόπος η Κάρπαθος. Διατηρεί την αυτονομία της –η σιγουριά για την πατρίδα–, ενώ, παρά την άγρια γεωγραφία της, μαγνητίζει τους επισκέπτες της Δύσης που θέλουν να χαθούν στα μονοπάτια της και να βουτήξουν στα καθάρια νερά της. Την ίδια στιγμή, παρ’ όλο τον οικοδομικό οργασμό του ’80 και του ’90, κληροδοτεί στη νέα γενιά και μεταλαμπαδεύει στους επισκέπτες εκείνη την παλαιάς κοπής ανεξαρτησία –και, ίσως, μοναξιά– που ορθώθηκε στα δίπατα σπίτια του παρελθόντος, στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, στις ρωμαϊκές και αργότερα ιταλικές υποδομές, στις αρχαίες ακροπόλεις και στα βυζαντινά και ενετικά συντρίμμια, σε έναν τόπο απομακρυσμένο, στις εσχατιές του Αρχιπελάγους· σε έναν τόπο που ξέρει να φιλοξενεί, αλλά με εκείνη την ελευθερία προς τον φιλοξενούμενο, που συχνά πυκνά μοιάζει με αδιαφορία. Λάθος· είναι απλώς απαιτητικός τόπος η Κάρπαθος. Χρειάζεται χρόνο – το στοίχημα είναι να τον διαθέσεις.