Ακρως αποκαλυπτικό είναι το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου με το οποίο αποφασίστηκε να μην γίνει κατηγορία για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειµένου ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας και της απάτης κατ’ επάγγελµα και κατά συνήθεια, που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, μεταξύ άλλων και σε 5 μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού κατά το χρονικό διάστημα Μαρτίου 2001 – Ιουνίου 2004.
Οι καταγγελίες για ατασθαλίες στον συγκεκριμένο ιερό ναό είχαν σκανδαλίσει το ποίμνιο και είχαν προκαλέσει μεγάλο θόρυβο στο νησί.
Από την έρευνα προέκυψε, όμως, ότι δεν είχαν βάση.
Στο βούλευμα αναφέρονται επί του προκειμένου τα εξής:
«Στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού Ρόδου, δεν υπήρχε κατά τα έτη 2001-2004 νομίμως διορισμένη, κατά τις οικείες διατάξεις, Εκκλησιαστική Επιτροπή. Χρέη μελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής τελούσαν ατύπως πρόσωπα, τα οποία είχε τοποθετήσει στη θέση αυτή ο ιερέας του Ναού, Αρχιμανδρίτης Ελπίδος ΒΑΠΑΝΑΚΗΣ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν οι δεύτερος, τρίτος και πέμπτος των κατηγορουμένων, ήτοι οι Σπυρίδων ΤΣΟΜΠΑΝΑΚΗΣ του Λαζάρου, Κωνσταντίνος ΣΑΡΑΝΤΗΣ του Στέργου και Νικόλαος ΣΚΟΥΜΙΟΣ του Κωνσταντίνου αντίστοιχα, καθώς επίσης και οι Φώτιος ΜΠΑΡΔΟΣ και Ανδρέας ΨΥΛΛΑΚΗΣ.
Εκκλησιαστικό Συμβούλιο (ή Εκκλησιαστική Επιτροπή) διορίσθηκε νόμιμα στον προρρηθέντα Ναό δυνάμει του με αριθμού πρωτοκόλλου 191/05.03.2004 εγγράφου της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου και συγκροτήθηκε σε σώμα με το με αριθμό 5/06.03.2004 πρακτικό του Ιερού αυτού Ναού. Αποτελείτο δε, μετά την άρνηση του Βασιλείου ΨΥΛΛΑΚΗ να αποδεχθεί το διορισμό του και την κατάληψη της θέσης του από τον τρίτο κατηγορούμενο, Κωνσταντίνο ΣΑΡΑΝΤΗ του Στέργου, πρώτο ως τότε αναπληρωματικό μέλος της επιτροπής, από τον έκτο κατηγορούμενο, Αρχιμανδρίτη Ελπίδιο ΒΑΠΑΝΑΚΗ, ως πρόεδρο, και τέσσερα άλλα μέλη, τους δεύτερο έως και πέμπτο κατηγορούμενο αντίστοιχα, ήτοι τους Σπυρίδωνα ΤΣΟΜΠΑΝΑΚΗ του Λαζάρου, Κωνσταντίνο ΣΑΡΑΝΤΗ του Στέργου, Φώτιο ΦΙΛΙΠΠΟΥ και Νικόλαο ΣΚΟΥΜΙΟ του Κωνσταντίνου.
Πλην όμως, παρά το γεγονός ότι ο δεύτερος, ο τρίτος και ο πέμπτος κατηγορούμενος εκτελούσαν απρόσκοπτα ήδη από μακρού χρόνου άτυπα καθήκοντα Επιτρόπων του εν λόγω Ιερού Ναού, σχεδόν αμέσως μετά το νομότυπο διορισμό τους ως μελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής επήλθε ρήξη των σχέσεών τους με τον πρόεδρο της επιτροπής, και ιερέα του Ιερού Ναού, με τον οποίο (ιερέα), αντίθετα, συντάχθηκε ο τέταρτος κατηγορούμενος, Φώτιος ΦΙΛΙΠΠΟΥ.
Ως εκ τούτου, δημιουργήθηκαν προσωπικές προστριβές και αντιπαλότητες, εξαιτίας των οποίων κατέστη δυσχερής η λειτουργία του εκκλησιαστικού συμβουλίου. Στα πλαίσια της έριδας του με τα ως άνω μέλη του εν λόγω συμβουλίου, ο ιερέας του Ναού άλλαξε μάλιστα εντός της Μεγάλης Εβδομάδος του 2004 (το μήνα Απρίλιο του έτους αυτού) την κλειδαριά του εκκλησιαστικού γραφείου του Ναού, με αποτέλεσμα τα προκείμενα μέλη να μην έχουν πλέον πρόσβαση στο γραφείο αυτό ούτε βέβαια στα εντός αυτού ευρισκόμενα λογιστικά βιβλία.
Τα εν λόγω μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου, ήτοι ο δεύτερος, ο τρίτος και ο πέμπτος κατηγορούμενος, υποχρεώθηκαν, λοιπόν, να τηρήσουν (πρόχειρα) «διπλά» βιβλία, στα οποία κατέγραφαν προσωρινώς, μέχρι δηλαδή να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στα επίσημα λογιστικά βιβλία, τα στοιχεία που αφορούσαν στην οικονομική διαχείριση του Ναού.
Κορυφωθείσης όμως της έριδας με τον έκτο κατηγορούμενο, Αρχιμανδρίτη Ελπίδιο ΒΑΠΑΝΑΚΗ, εγκατέλειψαν, ο μεν πέμπτος κατηγορούμενος στις 10.04.2004 και ο δεύτερος και ο τρίτος των κατηγορουμένων στις 10.05.2004, το αξίωμά τους ως μελών του εκκλησιαστικού συμβουλίου του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού Ρόδου.
Επανήλθαν δε όλοι στα καθήκοντά τους, κατόπιν παρεμβάσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου, περί τα τέλη του μήνα Μαΐου 2004. Τότε, δηλαδή περί τα τέλη (Μαΐου και κατά τον Ιούνιο του έτους 2004, απέκτησαν ξανά πλέον πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία του Ιερού Ναού και συμπλήρωσαν σε αυτά αναδρομικώς τις εγγραφές του προηγηθέντος διαστήματος, θέτοντας ως ημερομηνία των εν λόγω εγγραφών την ημερομηνία της πραγματικής διενέργειας των σχετικών πράξεων οικονομικού περιεχομένου, με αποτέλεσμα τα λογιστικά αυτά βιβλία να παρουσιάζουν κάποια αταξία.
Η αταξία αυτή στη συμπλήρωση των εγγραφών δεν μπορεί να αποδοθεί, λοιπόν, σε πρόθεση των εν λόγω κατηγορουμένων να αποκρύψουν στοιχεία σχετικά με την οικονομική διαχείριση του Ιερού Ναού ή να παρουσιάσουν στα οικεία λογιστικά βιβλία ψευδή οικονομικά δεδομένα ως αληθή.
Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν έχει εξάλλου προκύψει ότι ο δεύτερος, ο τρίτος και ο πέμπτος κατηγορούμενος (κατά το διάστημα μεταξύ αρχών Μαρτίου και αρχών Μαΐου 2004) ή ο έκτος κατηγορούμενος (κατά το διάστημα από 10.05.2004 μέχρι τέλη Μαΐου 2004, κατά το οποίο οι τρεις εκ των τεσσάρων Επιτρόπων δεν ασκούσαν τα καθήκοντα τους και έτσι ήταν κατ’ ουσίαν αποκλειστικώς υπεύθυνος ο ίδιος για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν στον Ιερό Ναό) υπεξαίρεσαν χρήματα από το παγκάρι ή από το Ταμείο του Ναού.
Δεν υπάρχει άλλωστε και βάσιμος λόγος να πιθανολογηθεί ότι κάποιο των ως άνω προσώπων προέβη, για τα βραχέα αυτά διαστήματα, σε υπεξαίρεση χρημάτων από το Ταμείο του Ναού, λαμβανομένου υπόψη και ότι δεν είχε υπάρξει καταγγελία σε σχέση με την οικονομική διαχείριση του Ιερού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού Ρόδου για το χρονικό διάστημα των τριών ετών που προηγήθηκαν του Μαρτίου 2004, κατά το οποίο ιερουργούσε στο Ναό ο ίδιος ιερέας και χρέη άτυπης εκκλησιαστικής επιτροπής εκτελούσαν οι ίδιοι οι προκείμενοι κατηγορούμενοι.
Το δε δημιουργηθέν κλίμα αδιαφάνειας και καχυποψίας ως προς τον τρόπο οικονομικής διαχείρισης του Ναού οφείλεται στις τεταμένες σχέσεις μεταξύ του ιερέα του Ναού (και προέδρου του εκκλησιαστικού του συμβουλίου) και των προεκτεθέντων μελών του εκκλησιαστικού συμβουλίου.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής κατέθεταν τα ταμειακά διαθέσιμα του Ναού σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσαν, στο όνομα κάποιου επιτρόπου και όχι σε αυτό του Ιερού Ναού, στην τότε «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος» και την τότε «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος». Τους οικείους δε τραπεζικούς λογαριασμούς (στους οποίους περί τα τέλη Ιουνίου 2004 βρίσκονταν κατατεθειμένα αφενός μεν ποσό 26.166,93 € σε διάφορους λογαριασμούς ταμιευτηρίου των ως άνω Τραπεζών και αφετέρου ποσό 88.000,72 € σε προθεσμιακό λογαριασμό της «Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος») τα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου τους υπέδειξαν στην Τριμελή Επιτροπή (Διαχειριστικού) Ελέγχου, η οποία διορίσθηκε περί το μήνα Ιούνιο του έτους 2004 από το νέο Μητροπολίτη Ρόδου, κ.κ. Κύριλλο, για να ελέγξει τα της οικονομικής διαχειρίσεως του προκείμενου Ιερού Ναού.
Αξίζει, περαιτέρω, να αναφερθεί ότι η εν λόγω Τριμελής Επιτροπή (Διαχειριστικού) Ελέγχου στο από 24.07.2004 πόρισμα της προς το Μητροπολίτη Ρόδου διαπιστώνει μεν διάφορες ελλείψεις ως προς την τήρηση των λογιστικών βιβλίων του Ιερού Ναού (από τον Σεπτέμβριο του 2001 και έως και τον Ιούνιο του 2004), καθώς επίσης και πνεύμα σπατάλης ως προς την οικονομική διαχείριση, υπό την έννοια ότι κατά τα έτη 2002 και 2003 διετέθησαν χρήματα για την αγορά αντικειμένων που δεν ήταν απαραίτητα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Ιερού Ναού, πλην όμως δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι λείπει κάποιο ποσό από το ταμείο του Ιερού Ναού ή ότι οι εγγραφές στα οικεία λογιστικά βιβλία είναι ψευδείς ή δεν αποδίδουν την πραγματική οικονομική θέση του Ναού.
Τέλος, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο πέμπτος κατηγορούμενος, Σπυρίδων ΤΣΟΜΠΑΝΑΚΗΣ, Κωνσταντίνος ΣΑΡΑΝΤΗΣ και Νικόλαος ΣΚΟΥΜΙΟΣ αντίστοιχα, μετέβησαν, συνοδευόμενοι από τον ταμία της προηγούμενης Εκκλησιαστικής Επιτροπής Ανδρέα ΨΥΛΛΑΚΗ, στις 14 Ιουλίου 2004 κατά τις βραδυνές ώρες στην Ιερά Μονή (ξωκκλήσι) του Προφήτη Ηλία στα Κοσκινού, που υπάγεται στον Ιερό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού Ρόδου, άνοιξαν, με τη βοήθεια του προρρηθέντος Ανδρέα ΨΥΛΛΑΚΗ, που ήταν ο μόνος που γνώριζε το συνδυασμό με τον οποίο θα ξεκλείδωνε το χρηματοκιβώτιο, το χρηματοκιβώτιο της Μονής, και συνέλεξαν τα χρήματα που βρίσκονταν εντός. Η ενέργειά τους αυτή (να ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο της Μονής και να συλλέξουν τα χρήματα που βρίσκονταν σε αυτό) ανήκει στον κύκλο των καθηκόντων των μελών της εκκλησιαστικής επιτροπής του Ιερού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Κοσκινού Ρόδου, καθώς σε τακτά χρονικά διαστήματα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής του εν λόγω Ναού μετέβαιναν στην προλεχθείσα Ιερά Μονή, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η άδεια του Ιερέως του Ναού, προκειμένου να συλλέξουν και καταμετρήσουν τα χρήματα που βρίσκονταν στο χρηματοκιβώτιο, τα οποία και καταχωρούσαν ως εισπράξεις στα οικεία βιβλία που τηρούνταν ξεχωριστά για τη Μονή.
Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση, ενόψει του ότι πλησίαζε η γιορτή του Προφήτη Ηλία και του ότι κατά το προηγούμενο τρίμηνο κανείς δεν είχε μεταβεί για να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο, λόγω της κρίσης που είχε ξεσπάσει στις σχέσεις μεταξύ του Ιερέα του Ναού και της πλειονότητας των επιτρόπων, υφίστατο επιτακτικός λόγος που επέβαλλε την μετάβασή τους στην προκείμενη Μονή.
Ναι μεν δεν ενημέρωσαν σχετικά τον έκτο κατηγορούμενο, ιερέα του Ναού, πλην όμως ενημέρωσαν, εκ των προτέρων μάλιστα, για την πρόθεσή τους να μεταβούν στη Μονή του Προφήτη Ηλία το Μητροπολίτη Ρόδου κ.κ. Κύριλλο, ο οποίος τους προέτρεψε να κενώσουν το χρηματοκιβώτιο και να καταθέσουν το συλλεγέν ποσό σε κάποιον από τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους ήταν κατατεθειμένα τα ταμειακά διαθέσιμα του Ιερού Ναού. Πράγματι, ακολουθώντας τη σύσταση του Μητροπολίτη, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο πέμπτος κατηγορούμενος, κατέθεσαν το ποσό που βρέθηκε εντός του χρηματοκιβωτίου σε τραπεζικό λογαριασμό που ετηρείτο στην «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος» και ενημέρωσαν συναφώς και το Μητροπολίτη Ρόδου. Συνεπώς, οι προκείμενοι κατηγορούμενοι δεν υπεξαίρεσαν ούτε κάποιο ποσό από το χρηματοκιβώτιο της Ιεράς Μονής Προφήτη Ηλία Κοσκινού Ρόδου στις 14.07.2004».