Παραδοσιακά τέτοια περίοδο το αγοραστικό ενδιαφέρον στην κτηματαγορά στρεφόταν στις εξοχικές κατοικίες, ενώ η ζήτηση αναζωπυρωνόταν σημαντικά το φθινόπωρο στην κύρια κατοικία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ηταν η εποχή που καταγραφόταν ο μεγαλύτερος αριθμός αγοραπωλησιών, ιδίως όσο πλησιάζαμε προς τα τέλη του έτους. Από πέρσι και ακόμα περισσότερο φέτος, αγοραστικό ενδιαφέρον δεν υφίσταται, ούτε στα εξοχικά, αλλά ούτε και στις κύριες κατοικίες. Οι τιμές εκτιμάται ότι έχουν υποχωρήσει πάνω από 10% κατά μέσο όρο από τις αρχές του έτους, επηρεάζοντας τόσο τα νεόδμητα, όσο και τα παλιότερα ακίνητα.
Ειδικά όσον αφορά τα νεόδμητα, πληθαίνουν οι περιπτώσεις κατασκευαστών που επιχειρούν να «ξεστοκάρουν», δηλαδή να πωλήσουν διαμερίσματα που έχουν κατασκευάσει την τελευταία διετία, ή και περισσότερο, αλλά δεν έχουν ακόμα κατορθώσει να βρουν αγοραστές. Η τάση αυτή έχει λάβει πιο γενικευμένο χαρακτήρα, από τη στιγμή που επιβλήθηκαν οι φόροι κατοχής ακινήτων και κυρίως ο ΦΑΠ (Φόρος Ακίνητης Περιουσίας), που έχει πλήξει τους κατασκευαστές. Αντιθέτως, το ειδικό τέλος ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ είχε μικρότερη σημασία, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των απούλητων ακινήτων των κατασκευαστών, δεν ηλεκτροδοτείται, επομένως δεν υπόκειται και στο περίφημο «χαράτσι».
Ωστόσο, εν όψει της αναθεώρησης του φορολογικού πλαισίου και της, όπως όλα δείχνουν, καθιέρωσης ενός νέου, ενιαίου φόρου για τα ακίνητα, με πιο διευρυμένη βάση, πολύ δύσκολα θα αποφύγουν οι κατασκευαστές την καταβολή του εν λόγω φόρου. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό και με τη συσσώρευση των οικονομικών προβλημάτων των εταιρειών τους, καθώς οι πωλήσεις είναι αναιμικές και δεν προχωρούν σε νέες οικοδομές, ήδη μεγεθύνουν τις πιέσεις για περαιτέρω μείωση των τιμών.
Ετσι, μόνο απορία δεν θα πρέπει να προκαλεί το γεγονός ότι οι ειδικοί της αγοράς ακινήτων, εκτιμούν ότι η σημερινή κρίση θα διατηρηθεί για τουλάχιστον δύο ή ακόμα και τρία χρόνια, με τις τιμές να ακολουθούν αντίστοιχα καθοδική πορεία. Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε, μεταξύ άλλων, από την πρόσφατη έρευνα συγκυρίας στην κτηματαγορά που πραγματοποίησε το τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και αφορά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 94,8% των ειδικών εκτιμά ότι η κρίση θα διαρκέσει έως και τρία χρόνια, ενώ μόλις το 5,2% κάνει λόγο για λήξη της κρίσης κατά τους επόμενους 12 μήνες. Σε σχετική μελέτη του ΔΝΤ για τις οικονομικές κρίσεις σε 21 χώρες του ΟΟΣΑ από τη δεκαετία του 1960 και μέχρι σήμερα, τονίζεται ότι η μέση διάρκεια της κρίσης στις τιμές των ακινήτων διαμορφώνεται σε 4,5 χρόνια, ενώ η μείωση της αξίας αγγίζει το 30%.
Οπως είναι επίσης ξεκάθαρο και προκύπτει από τις απαντήσεις των ειδικών της αγοράς, το τεράστιο απόθεμα των 200.000 κατοικιών, υπό τις παρούσες λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, πολύ δύσκολα θα απορροφηθεί την επόμενη τριετία. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό, πέραν της ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας όσων ήδη απασχολούνται, αλλά και της δεδομένης περαιτέρω πτώσης των τιμών, είναι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση που πλέον συνοδεύει το ακίνητο ως περιουσιακό στοιχείο. Στο παρελθόν, αυτή αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την απόκτηση ακινήτου, αλλά σήμερα αφορά και την κατοχή και συντήρησή του, με πάγιους ετήσιους φόρους, που έχουν αποθαρρύνει πολλούς από το πάλαι ποτέ ελληνικό «όνειρο» της ιδιοκατοίκησης.
Ετσι, το 98,8% ειδικών της κτηματαγοράς θεωρεί ότι οι τιμές πώλησης των κατοικιών έχουν μειωθεί σε σχέση με έξι μήνες πριν, το 82,1% θεωρεί ότι οι τιμές πώλησης των κατοικιών θα μειωθούν τους επόμενους έξι μήνες και το 54,8% προβλέπει χαμηλότερη ζήτηση για αγορά κατοικιών το επόμενο εξάμηνο. Επίσης, επτά στους δέκα θεωρούν ως προϋπόθεση του τερματισμού της κρίσης στην κτηματαγορά τον τερματισμό της κρίσης της ελληνικής οικονομίας. Ποσοστό 34,5% των ερωτηθέντων απαντά ότι η πορεία της αγοράς για κατοικίες για τους επόμενους έξι μήνες θα είναι περίπου η ίδια. Μείωση παρατηρείται στο ποσοστό των ειδικών της κτηματαγοράς -από 50% που ήταν στην προηγούμενη συγκυρία, σε 36,9% στην παρούσα- που εκτιμούν ότι η αγορά ακινήτων για κατοικίες θα είναι χειρότερη. Επίσης, αυξήθηκε το ποσοστό των ερωτηθέντων -από 1,5% που ήταν στην τελευταία συγκυρία σε 8,3% στην παρούσα- που εκτιμά ως μελλοντικά καλύτερη την αγορά των ακινήτων.
Οσον αφορά τη μελλοντική πορεία των πωλήσεων κατοικιών, το 23,8% εκτιμά ότι αυτές θα είναι περίπου ίδιες με σήμερα και στο δεύτερο μισό του έτους, ενώ το 11,95 προσδοκά σε υψηλότερο ρυθμό πωλήσεων (από μόλις 2,9% της προηγούμενης έρευνας), κάτι που μαρτυρά ότι θεωρούν πως οι χαμηλότερες τιμές θα οδηγήσουν περισσότερους ενδιαφερόμενους στην οριστικοποίηση των αποφάσεών τους και την πραγματοποίηση κάποιας αγοράς. Αντίστοιχα, μείωση καταγράφεται στο ποσοστό αυτών που αναμένουν λιγότερες πωλήσεις κατοικιών, από 79,4% το προηγούμενο εξάμηνο, σε 64,3% σήμερα.
Ακόμα δραματικότερη είναι η εικόνα που προκύπτει για τις εξοχικές κατοικίες. Εννέα στους δέκα δεν σκοπεύουν να αγοράσουν εξοχικό τα επόμενα δύο χρόνια. Απ αυτούς, 67,4% δεν θα αγοράσει σίγουρα, και 21,6% πιθανόν δεν θα αγοράσει. Μόλις 1,1% δηλώνει ότι θα αγοράσει σίγουρα.
Καθημερινή