Σε απόρριψη έφεσης που υπέβαλε κατά οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ενός ιδιοκτήτη γνωστής επιχείρησης της Ρόδου κατά διαταγής πληρωμής που εξέδωσε σε βάρος του ανιψιός του, ο οποίος έχει καταγγελθεί για εξακολουθητική τοκογλυφία σε βάρος του υιού του αιτούντος, προχώρησε με την υπ’ αρίθμ. 25/2010 απόφαση που εξέδωσε την Παρασκευή το Εφετείο Δωδεκανήσου.
Ο φερόμενος ως θύμα της τοκογλυφίας καταγγέλθηκε από τον πατέρα του ότι είχε αφαιρέσει φύλλα επιταγών από τηρούμενο μπλοκ επιταγών της οικογενειακής του επιχείρησης και εξέδιδε επιταγές τις οποίες έδινε στον ξάδελφο του προς εξόφληση τοκογλυφικού δανείου πλαστογραφώντας την υπογραφή του ίδιου και του συγγενή του συνεταίρου του.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα οικογενειακή επιχείρηση διατείνεται πως ο γιος ενός εκ των δύο συνεταίρων της στα πλαίσια συμβάσεων δανείου που είχε συνάψει με τον ξάδελφο του του παρέδωσε 180 περίπου επιταγές από τις οποίες άλλες μεν αφαίρεσε από το συρτάρι του λογιστηρίου της, εν αγνοία του λογιστή της, ο οποίος ούτε την ύπαρξη τους γνώριζε ούτε την αφαίρεση τους αντιλήφθηκε και άλλες προμηθεύτηκε εν αγνοία τους από κατάστημα τράπεζας της Ρόδου όπου η εταιρεία τηρούσε τραπεζικό λογαριασμό όψεως ο οποίος από το έτος 2003 ήταν αδρανής.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι καταθέσεις αυτές δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής και ελέγχονται ως αναληθείς. Έκρινε συγκεκριμένα ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια εταιρεία όπως η ανακόπτουσα με σημαντικό κύκλο εργασιών και οργανωμένο λογιστήριο είχε ξεχασμένες επιταγές στα συρτάρια της και ότι δεν γνώριζε ότι επί 3-4 χρόνια διακινούνταν μέσω του δικού της τραπεζικού λογαριασμού χρηματικά ποσά κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, αφού αυτό προϋπέθετε κατ΄αρχήν συμμετοχή των υπαλλήλων της τράπεζας στις παράνομες ενέργειες του γιου του ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της ανακόπτουσας επιχείρησης.
Το δικαστήριο έκρινε παραπέρα ότι δεν είναι πειστική και η κατάθεση μάρτυρα της ανακόπτουσας οικογενειακής επιχείρησης ότι δύο απλές υπάλληλοι της τράπεζας χορηγούσαν στον γιο ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της μπλοκ επιταγών της διακινδυνεύοντας τη θέση τους στην τράπεζα.
Κρίθηκε επιπλέον ότι δεν μπορεί να γίνει πιστευτό και το ότι η τράπεζα χορηγούσε στον ίδιο καινούρια μπλοκ επιταγών, παρά το ότι οι επιταγές από τα προηγούμενα εκδοθέντα μπλοκ δεν «επέστρεφαν» εξοφλημένες αλλά κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας και του μάρτυρα της ο καταγγελλόμενος ως τοκογλύφος αντικαθιστούσε τις προηγούμενες επιταγές με νεότερες χωρίς καν να εμφανίζονται στην τράπεζα για εξόφληση.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε παραπέρα ότι από τα προσκομιζόμενα αποδειχτικά στοιχεία προέκυψε ότι μεταξύ του γιου ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της επιχείρησης είχαν συναφθεί πράγματι συμβάσεις δανείου με οφειλόμενο κατά τον μήνα Μάιο του 2007 ποσό ύψους 317.000 ευρώ πλέον του ποσού των 17.000 ευρώ για την εξασφάλιση του οποίου είχε εκδοθεί η επιταγή για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής και ζητήθηκε η ανακοπή αυτής.
Έκρινε ακόμη ότι για την εξασφάλιση της εκ του δανείου εκάστοτε απαιτήσεως του καθού η ανακοπή ο γιος ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της επιχείρησης εξέδιδε επιταγές αρχικά δικές του στη συνέχεια όμως της εταιρείας αφού προηγουμένως συμπλήρωνε χειρόγραφα τα ποσά, το όνομα του δικαιούχου και λοιπά στοιχεία αυτών και έθετε κάτω από την εταιρική επωνυμία της υπογραφές των δύο νόμιμων εκπροσώπων της.
Το Εφετείο θεωρεί μάλιστα ότι όλα αυτά έγιναν εν γνώσει και με τη συγκατάθεση των τελευταίων και προς εξυπηρέτησή τους.
Υπέρ της άποψης του δικαστηρίου ότι ο γιος ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της επιχείρησης είχε τη συγκατάθεση του πατέρα του – των εκπροσώπων της ανακόπτουσας οικογενειακής εταιρείας- για να εκδίδει και να υπογράφει αντ’ αυτών τις προαναφερόμενες επιταγές συνηγορεί και το γεγονός ότι στις 24 Μαϊου 2007 υπέγραψε ενώπιον συμβολαιογράφου σύμβαση αναγνώρισης του χρέους του γιου του στον εξάδελφο του συνολικού ύψους 317.000 ευρώ προερχόμενου από 14 επιταγές που είχε εκδώσει ο τελευταίος στα πλαίσια της μεταξύ τους συναλλαγής, πράξη στην οποία δεν θα είχε προβεί αν οι επιταγές αυτές ήταν πλαστογραφημένες έστω κι αν κινδύνευε από ενδεχόμενη σφράγιση τους
Η ίδια υπόθεση εκκρεμεί προς εξέταση και ενώπιον τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Ρόδου ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες έχει ήδη διαταχθεί η άρση του απορρήτου όλων των τραπεζικών λογαριασμών που τηρούν στην Ελλάδα οι δύο εξάδελφοι, που κατηγορούνται για τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, για πλαστογραφία με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ και για εκβίαση από πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια.
O φερόμενος ως θύμα γιός ενός εκ των δύο ιδιοκτητών της οικογενειακής επιχείρησης υποστηρίζει ότι από το έτος 2000 έχει χάσει περισσότερα από 150.000 ευρώ στο καζίνο της Pόδου επισημαίνοντας ότι για να αντεπεξέλθει πήρε προσωπικά δάνεια από τράπεζες αλλά και από γνωστούς του.
Yποστηρίζει ότι ήταν αδύνατον να αντεπεξέλθει στην κάλυψη επιταγών του και να εξοφλεί σταδιακά τις δανειακές του υποχρεώσεις και είπε το πρόβλημα του στον εξάδελφό του ο οποίος έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Iσχυρίζεται ότι ο εξάδελφός του, του είπε ότι μπορούσε να βρεί όσα χρήματα χρειαζόταν γιατί συνεργάζεται με έναν κάτοικο Aρχαγγέλου ιδιοκτήτη καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στα Kολύμπια και ότι θα τον δάνειζαν χρήματα με τόκο 10% το μήνα.
Iσχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να καλύψει τις επιταγές που τους είχε δώσει και ότι ο εξάδελφός του είχε αρχίσει να τον απειλεί ότι θα τις σφράγιζε. Yποστηρίζει ότι ο εξάδελφός του τον ανάγκασε για να συνεχίσει να τον δανείζει να του δώσει επιταγές της επιχείρησης του πατέρα του από λογαριασμό που τηρούσε η εταιρεία του.
O φερόμενος ως θύμα της τοκογλυφίας υποστηρίζει ότι πήρε ένα ξεχασμένο μπλόκ του πατέρα του που περιείχε δύο ή τρία φύλλα και το συμπλήρωσε πλαστογραφώντας τις υπογραφές του πατέρα και του θείου του.
Οταν τελείωσαν τα τρία φύλλα αυτού του ξεχασμένου μπλοκ ο εξάδελφός του όπως ισχυρίζεται τον προέτρεψε να ζητήσει από την τράπεζα νέο καρνέ επιταγών ενώ ισχυρίζεται ότι ήταν εκείνος που ρύθμισε με την τράπεζα την έκδοση μπλόκ επιταγών στο όνομα του πατέρα του χωρίς να επιδείξει πληρεξούσιο ή άλλο έγγραφο.
O φερόμενος ως θύμα επισημαίνει ότι πήγε στην τράπεζα εννιά φορές και πήρε εννιά καρνέ υπογράφοντας στο βιβλίο της ότι ήταν ο πατέρας του.
Aρχικώς όπως ισχυρίζεται δανείστηκε από τον εξάδελφό του και τον κάτοικο Aρχαγγέλου από 40.000 ευρώ για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα στο ποσό των 317.000 ευρω υποστηρίζοντας ότι ο τόκος που εισέπραττε από εκείνον ετησίως ήταν 120%.
Iσχυρίζεται ακόμη ότι ο πατέρας του εκβιαζόμενος μετέβη με τον εξάδελφό του σε συμβολαιογράφο και υπέγραψε υπό την απειλή σφράγισης των επιταγών πράξη αναγνώρισης χρέους.
Από την πλευρά του ο καταγγελλόμενος ως τοκογλύφος συγγενής του έχει ήδη υποβάλει μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του για έκδοση ακάλυπτων επιταγών ενώ διαψεύδει τους ισχυρισμούς του αυτούς.
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/ipothesi-tokoglifias-ke-akalipton-epitagon/