Μια τραγική υπόθεση βαριάς και προκλητικά ανεπίτρεπτης ιατρικής αμέλειας, που συνοδεύεται από καταγγελίες για σκόπιμη παραπλάνηση και παρασιώπηση ουσιωδών στοιχείων της πορείας της υγείας μιας 32χρονης γυναίκας, αποτελεί αντικείμενο ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργείται από τις Εισαγγελικές αρχές του νομού.
Η 32χρονη παθούσα με μηνυτήρια αναφορά που υπέβαλε στρέφεται κατά ιατρού κεντρικού νοσοκομείου ακριτικού νησιού και κατά παντός άλλου υπευθύνου καταγγέλλοντας ότι τελέστηκαν σε βάρος της τα αδικήματα της απόπειρας ανθρωποκτονίας και της βαριάς σωματικής βλάβης αφού αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης της μήτρας από μικρή ηλικία αλλά και γλίτωσε το θάνατο από σηψαιμία καθώς ο καταγγελλόμενος προχώρησε σε έκτρωση λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε το έμβρυο που κυοφορούσε, τεμάχισε αυτό κατά την καισαρική επέμβαση που πραγματοποίησε και αμέλησε να αφαιρέσει το κεφάλι του από την κοιλιακή της χώρα!!!!
Φέρεται μάλιστα να προχώρησε σε επέμβαση παραλείποντας να ακολουθήσει οδηγίες εξειδικευμένου συναδέλφου του νοσοκομείου της Αττικής!!
Στη μήνυση της η παθούσα επισημαίνει ότι είναι μητέρα ενός παιδιού και τον Φεβρουάριο του 2009 διαπίστωσε με χαρά ότι εγκυμονούσε και το δεύτερο της παιδί.
Τον Μάιο του ίδιου έτους αφού διενήργησε τις προβλεπόμενες εξετάσεις ο θεράπων γυναικολόγος ιατρός της διαπίστωσε «τεράστια αυχενική διαφάνεια» στο έμβρυο και για τον λόγο αυτό εξέφρασε την άποψη ότι έπρεπε να διακοπεί άμεσα η κύηση διότι πιθανότατα το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο θα έπασχε από το σύνδρομο TERNER.
Την ίδια ημέρα επισκέφτηκε και τον εγκαλούμενο γυναικολόγο γεμάτη ανησυχία προκειμένου να έχει και μια δεύτερη άποψη. Ο εγκαλούμενος την παρέπεμψε τότε σε νοσοκομείο της Αττικής όπου υπηρετούν εξειδικευμένοι με τον προγεννητικό έλεγχο ιατροί.
Την επόμενη ημέρα μετέβη στο νοσοκομείο της Αττικής όπου και διαπιστώθηκε μετά βεβαιότητας ότι το έμβρυο έπασχε από κάποιο σύνδρομο. Ο εκεί ιατρός την συμβούλεψε να επιστρέψει στην κατοικία της για να συνεχισθεί η κύηση και να επανέλθει για νέο έλεγχο τον Ιούλιο.
Τον Ιούνιο αγωνιώντας για τη τύχη του εμβρύου και την πορεία της εγκυμοσύνης επισκέφθηκε και πάλι τον εγκαλούμενο ο οποίος της είπε ότι διαπίστωσε αύξηση της «αυχενικής διαφάνειας» του εμβρύου και της συνέστησε να μεταβεί ξανά στο Νοσοκομείο της Αττικής για περαιτέρω εξετάσεις.
Από τις νέες εξετάσεις δυστυχώς προέκυψε ότι το έμβρυο που έφερε είχε πρόβλημα στους λεμφαδένες και τεράστια οιδήματα στον λαιμό (σαν να φορούσε σκάφανδρο). Παράλληλα διαπιστώθηκε η ύπαρξη υγρού στους πνεύμονες και στην περιοχή της κοιλιάς του εμβρύου.
Οι ιατροί του νοσοκομείου της Αττικής ομόφωνα της υπέδειξαν ότι θα έπρεπε το συντομότερο να προβεί σε διακοπή της κύησης.
Ο ιατρός που επιμελήθηκε τις εξετάσεις της στο νοσοκομείο της Αττικής εξέφρασε μάλιστα την άποψη ότι η διακοπή της κύησης θα έπρεπε να γίνει με φαρμακευτική αγωγή και όχι με χειρουργική επέμβαση διότι η έκτρωση μετά τον 4ο μήνα της κύησης είναι επικίνδυνη.
Ο εγκαλούμενος ιατρός διαφώνησε ωστόσο με την μέθοδο του φυσιολογικού τοκετού επιμένοντας ότι η διακοπή της κύησης θα έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε με χειρουργική επέμβαση.
Τον ίδιο μήνα έγινε η προγραμματισμένη από τον εγκαλούμενο εισαγωγή της στο Νοσοκομείο όπου και της ανακοίνωσε ότι επειδή η όλη διαδικασία της αναμονής είναι ψυχοφθόρα είχε αποφασίσει να εισαχθεί στο χειρουργείο με ολική αναισθησία ώστε να μην υποστεί ψυχική και σωματική ταλαιπωρία.
Η παθούσα του αντέτεινε, όπως τονίζει, και πάλι ότι η άποψη του εξειδικευμένου συναδέλφου του ήταν ότι επειδή είχε κλείσει τον 4ο μήνα της κύησης η διακοπή της θα έπρεπε να προκληθεί με φαρμακευτική αγωγή και όχι με χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο εκείνος υπεραμυνόμενος της επιστημονικής του «αξιοπιστίας» την διαβεβαίωσε επανειλημμένα ότι στην περίπτωσή της λόγω του μεγάλου μεγέθους του εμβρύου ήταν αναγκαία η έκτρωση η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε την τελευταία ημέρα του Ιουνίου 2009.
Αφού πραγματοποιήθηκε η επέμβαση με καισαρική τομή εξήλθε του χειρουργείου ο εγκαλούμενος ο οποίος διαβεβαίωσε τον αναμένοντα σύζυγό της ότι «όλα πήγαν καλά» και ότι τον δυσκόλεψε λίγο το κεφάλι του εμβρύου το οποίο είχε σφηνωθεί σε δύσκολο σημείο και ότι επειδή αιμορράγησε η μήτρα προέβη στην συρραφή της.
Σύντομα παρουσίασε πυρετό ενώ υπέφερε από αφόρητους πόνους στην δεξιά κυρίως πλευρά της κοιλιακής χώρας. Την 4η Ιουλίου 2009 και ενώ η πόνοι και ο υψηλός πυρετός της συνεχίζοντο, ζήτησε έλεγχο του αιματοκρίτη της διότι συνεχώς ένιωθε να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της.
Αφού έγινε λήψη αίματος αντιλήφθηκε μία έντονη και ασυνήθιστη κινητοποίηση στους διαδρόμους του Νοσοκομείου έξω από το δωμάτιο της με προεξάρχοντα τον εγκαλούμενο ο οποίος της ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να υποβληθεί άμεσα σε νέο υπερηχογράφημα και νέα χειρουργική επέμβαση διότι παρουσίαζε εσωτερική αιμορραγία πιθανόν από παλαιό αιμάτωμα.
Έτσι με εντολή και πρωτοβουλία του εγκαλούμενου ξαναμπήκε για δεύτερη φορά στο χειρουργείο όπου υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση για την αντιμετώπιση της «αιμορραγίας» μετά το πέρας της οποίας ο εγκαλούμενος εξερχόμενος του χειρουργείου ενημέρωσε ικανοποιημένος τον σύζυγό της ότι η εσωτερική αιμορραγία αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και ότι οφειλόταν «ευτυχώς σε παλαιό επιφανειακό αιμάτωμα» και όχι σε επιπλοκή μετεγχειρητική.
Την επόμενη 5η Ιουλίου 2009 παρουσιάσθηκε υγρό στους πνεύμονές της γι’ αυτό και αναισθησιολόγος της συνέστησε να εκτελεί κάποιες «ασκήσεις» και να λάβει «οξυγόνο» για ανακούφιση.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του εγκαλούμενου ότι αποκαταστάθηκε η «εσωτερική» αιμορραγία εξακολουθούσε να αισθάνεται αφόρητους πόνους στην κοιλιά οι οποίοι εγίνοντο εντονότεροι κάθε φορά που προσπαθούσε να αλλάξει θέση στο κρεβάτι.
Ο σύζυγός της αποφασισμένος και οργισμένος από τις ανακόλουθες «διαβεβαιώσεις» και «παλινδρομήσεις» του εγκαλούμενου ζήτησε να την ετοιμάσουν για να μεταφερθεί αεροπορικώς σε Νοσοκομείο των Αθηνών.
Όταν τελικά την ετοίμασαν ο εγκαλούμενος, όπως αναφέρεται στη μήνυση, ανήσυχος ανακοίνωσε στον σύζυγό της ότι οι τελευταίες ακτινογραφίες του Νοσοκομείου έδειξαν ότι υπάρχει «ένα υγρό μόρφωμα στο παχύ έντερο» που πρέπει να αφαιρεθεί και ότι ήδη είχε ειδοποιήσει το Νοσοκομείο της Αττικής.
Ο σύζυγος της όμως έλαβε την απόφαση να μεταφερθεί σε άλλο νοσοκομείο στην Αττική και όχι σε εκείνο που υπέδειξε ο εγκαλούμενος.
Την 6 Ιουλίου 2009 το βράδυ έγινε κατεπείγουσα εισαγωγή της σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Αττικής όπου υποβλήθηκε αμέσως σε πλήθος εργαστηριακών εξετάσεων ενώ της χορήγησαν 2 φιάλες αίμα.
Παράλληλα της ανακοινώθηκε ότι εντοπίσθηκε στην κοιλιακή της χώρα «ωοειδές μόρφωμα» το οποίο θα το αφαιρούσαν αμέσως και ότι υπήρχε περίπτωση να της αφαιρέσουν ακόμη και την μήτρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν οδηγηθεί στο χειρουργείο ο αιματοκρίτης της είχε πέσει στο 21,4%!!
Μετά και τη νέα χειρουργική επέμβαση και τις εξετάσεις που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι η μήτρα της (η οποία αφαιρέθηκε τελικά) είχε «μαλθακή» σύσταση φέρουσα ράμματα στην πρόσθια επιφάνειά της και ήταν κατεστραμμένη!!
Η ύπαρξη μάζας στο δεξιό λαγόνιο βόθρο στο ύψος του ψοϊτου μυός δεν ήταν μόρφωμα αλλά η κεφαλή του εμβρύου(!!). Στην ενδομητρική κοιλότητα ανευρέθησαν υπολείμματα πλακούντος με εμφρακτοειδή νέκρωση. Στην δεξιά ωοθήκη, η οποία περιείχε κυήσεις ωοθηλακίου υπήρχαν εκτεταμένο οίδημα, αιμορραγικές διαποτίσεις και εστιακή νέκρωση εμφρακτοειδούς τύπου.
Η 32χρονη επισημαίνει ότι ο εγκαλούμενος ιατρός είχε πλάσει ένα σενάριο ψεύδους γιατί παρά τις δύο χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες την υπέβαλε δεν κατόρθωσε να αφαιρέσει την κεφαλή του εμβρύου από την κοιλιακή χώρα.
«Οι ισχυρισμοί του για δήθεν εσωτερική αιμορραγία αποτελούσαν κακοστημένο σενάριο της εγκληματικής και αντιεπιστημονικής του συμπεριφοράς αφού επεδίωξε μετά τη δεύτερη αποτυχημένη προσπάθειά του να αφαιρέσει την κεφαλή του εμβρύου».
Διατείνεται ακόμη ότι «η εγκληματική συμπεριφορά του εγκαλούμενου άρχισε με την απαράδεκτη για “έμπειρο” και “καταξιωμένο” ιατρό χειρουργό γυναικολόγο Δημοσίου Θεραπευτηρίου να τεμαχίζει το έμβρυο και να κατακρεουργεί (αχρηστεύοντας) την μήτρα παραλείποντας – για λόγους ακατανόητου εγωισμού – να ακολουθήσει τις οδηγίες του εξειδικευμένου συναδέλφου του στο Νοσοκομείο της Αττικής. Από την στιγμή που ο εγκαλούμενος διαπίστωσε από την πρώτη επέμβαση ότι αποσπάσθηκε η κεφαλή του εμβρύου και παρέμενε στην κοιλιακή χώρα όφειλε με βάση τους παραδεδεγμένους ιατρικούς και επιστημονικούς κανόνες να την αναζητήσει και να την αφαιρέσει από την κοιλιακή κοιλότητα και σε περίπτωση που δεν ήταν σε θέση να την αφαιρέσει να ανακοινώσει το πρόβλημα ώστε να απευθυνθούμε σε άλλο χειρουργό και όχι να υποκρίνεται ότι όλα έβαιναν καλώς την στιγμή που η παραμονή του υπολείμματος αυτού του εμβρύου στο σώμα μου θα μου προκαλούσε σηψαιμία και θα με οδηγούσε με βεβαιότητα εντός ολίγων ημερών σε θάνατο».
Την 32χρονη εκπροσωπoύν οι δικηγόροι κκ Μ. Κουτσούκος και Δ. Καρδούλιας.