Στα 50 δισ. ευρώ εκτιμάται η επίπτωση στο τραπεζικό σύστημα, τους τελευταίους τρεισήμισι μήνες, αποτέλεσμα της πολιτικής αστάθειας, των πρόωρων εκλογών και της μεγάλης αβεβαιότητας για την υψηλού κινδύνου διαπραγμάτευση.
Οι απώλειες οφείλονται σε μια σειρά παραγόντων όπως οι μεγάλες εκροές καταθέσεων (-22 δισ. ευρώ), η πτώση των αποτιμήσεων των τραπεζών (-10 δισ. ευρώ), η διακοπή των συναλλαγών των εγχώριων τραπεζών στη διατραπεζική αγορά (-10 δισ. ευρώ), η αύξηση του κόστους του χρήματος (-1 δισ. ευρώ) και η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (-2 δισ. ευρώ) κ.ά.
Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, από το τέλος Οκτωβρίου και μετά η χώρα και μαζί της το τραπεζικό σύστημα εισήλθε σε τροχιά αβεβαιότητας με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχολογία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την οικονομική ζωή, τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, τις επενδύσεις κ.ά. Η βλάβη στην οικονομία είναι δεδομένη: το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι ποιο θα είναι το μέγεθός της. Η Κομισιόν προχώρησε πριν από λίγες ημέρες στη μείωση της πρόβλεψής της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2015 στο 2,5% έναντι 2,9% που ήταν η προηγούμενη. Ωστόσο αναλυτές και ξένοι οίκοι εκτιμούν ότι η ανάπτυξη την εφετινή χρονιά δεν θα ξεπεράσει το 1%, και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει γρήγορα μια οριστική συμφωνία Ελλάδας – δανειστών.
Επιτελικά στελέχη τραπεζών σημειώνουν ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα για τη χώρα το οποίο δεν μπορεί να «μετρηθεί», αλλά είναι βέβαιο ότι θα έχει μεγάλες και μακροχρόνιες επιπτώσεις: η πλήρης απώλεια της αξιοπιστίας της χώρας. Η προηγούμενη κυβέρνηση, από το περασμένο καλοκαίρι και μετά, διέκοψε τις μεταρρυθμίσεις αθετώντας το μεγαλύτερο μέρος όλων όσα είχε δεσμευτεί στους εταίρους. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε με μια λογική ότι μετά τις εκλογές όλα αρχίζουν από μηδενική βάση, προσέγγιση που γρήγορα διαψεύστηκε από τη σκληρή πραγματικότητα. Η αξιοπιστία της χώρας βρίσκεται σε διαρκή αμφισβήτηση τα τελευταία 10 χρόνια: ξεκίνησε με την απογραφή των δημοσιονομικών το 2004, συνεχίστηκε με τις απανωτές αναθεωρήσεις του ελλείμματος το 2009, την απόρριψη του πρώτου μνημονίου από τον κ. Αντ. Σαμαρά («δεν συναινώ στο λάθος»), την πολεμική του ΣΥΡΙΖΑ στο δεύτερο μνημόνιο («σκίσιμο μνημονίων – διαγραφή χρέους») και την απόπειρα της νέας κυβέρνησης να αθετήσει τις προηγούμενες δεσμεύσεις. Οπως σημειώνουν οι τράπεζες, θα χρειαστεί πολύς χρόνος και προσπάθεια για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στη χώρα. Ολα αυτά διαμορφώνουν, μέχρι στιγμής, έναν λογαριασμό για το τραπεζικό σύστημα ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ.
Αναλυτικά:
• Ρευστότητα. Από το τέλος Οκτωβρίου οι καταθέσεις έχουν μειωθεί, σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζών, κατά 22 δισ. ευρώ. Τον Δεκέμβριο οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 4 δισ. ευρώ, ενώ κατά περίπου 12 δισ. ευρώ μειώθηκαν οι καταθέσεις κατά τη διάρκεια του «εκλογικού» Ιανουαρίου. Μέχρι τώρα τον Φεβρουάριο έχουν αποχωρήσει περισσότερα από 6 δισ. Οι τράπεζες «αιμορραγούν» επίσης από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, οι οποίες έχουν απορροφήσει ρευστότητα άνω των 3 δισ. ευρώ. Μεγάλο πλήγμα για τη ρευστότητα των τραπεζών, ύψους 10 δισ. ευρώ, αποτέλεσε η διακοπή των συναλλαγών των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά.
• Μείωση αποτιμήσεων των ελληνικών τραπεζών. Η χρηματιστηριακή αξία των συστημικών τραπεζών από το τέλος Οκτωβρίου έχει μειωθεί κατά 10 δισ. ευρώ. Σήμερα η αθροιστική αποτίμηση της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, της Τράπεζας Πειραιώς και της Eurobank διαμορφώνεται στα 15 δισ. ευρώ από 24,5 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του περασμένου Οκτωβρίου. Οι απώλειες ξεπερνούν τα 22 δισ. ευρώ σε σχέση με τις αποτιμήσεις του περασμένου Ιουνίου (38,6 δισ. ευρώ στις 10 Ιουνίου) όταν επικρατούσε άνεμος αισιοδοξίας με την οικονομία να βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και τους επενδυτές να «ποντάρουν» σε ελληνικό «κίνδυνο», εκτιμώντας ότι φτάσαμε στο τέλος της κρίσης.
• Αύξηση επισφαλειών και κόστους του χρήματος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζών, η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών στην οικονομία από τον Δεκέμβριο και μετά και η μεγάλη αβεβαιότητα για την έκβαση της διαπραγμάτευσης οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οπως εκτιμούν, έπειτα από μεγάλο διάστημα συνεχούς πτώσης του ρυθμού σχηματισμού νέων «κόκκινων» δανείων τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο σχηματίστηκαν νέες καθυστερήσεις ύψους 2 δισ. ευρώ, ύψος διπλάσιο σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου. Επιπλέον οι τράπεζες θα επιβαρυνθούν με 1 δισ. ευρώ από την αύξηση του κόστους του χρήματος που προκαλεί η μετάπτωση της ρευστότητας από την ΕΚΤ στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας ELA.
kathimerini.gr